Αντίθετα με τις εικασίες διαφόρων παρατηρητών, αυτό που σήμερα παρατηρούμε δεν είναι ένας νέος Ψυχρός Πόλεμος αλλά μια δύσκολη και μη γραμμική μετάβαση σε ένα πολυκεντρικό κόσμο με περισσότερο χαλαρές δομές συμμαχιών και μεγαλύτερες πιθανότητες περιφερειακών κρίσεων. Άλλωστε, στην πραγματικότητα, η ρωσική εισβολή της 24ης Φεβρουαρίου 2022 φάνηκε να επιβεβαιώνει μια – επιπόλαιη – προσέγγιση που είχε προ πολλού αποκρυσταλλωθεί.
Τι ήταν ο Ψυχρός Πόλεμος; Χρειαζόμαστε πράγματι το συγκεκριμένο εννοιολογικό πρίσμα στο σημερινό περιβάλλον; Από τις καθιερωμένες αν και διαφορετικές προσεγγίσεις των Walter LaFeber και John Lewis Gaddis μέχρι την οξυδερκή κριτική ανάλυση του Fred Halliday, σχεδόν όλοι οι έγκυροι αναλυτές συνέκλιναν στην αναγνώριση των μοναδικών ιστορικών χαρακτηριστικών της φύσης του διπολικού ανταγωνισμού που ανήκει πια στην ιστορία. Πέραν των ειδικών χαρακτηριστικών των περιόδων που σφραγίστηκαν από τις καταλυτικές συνέπειες του κυρίαρχου ανταγωνισμού μεταξύ των δυο υπερδυνάμεων, υπάρχει και το γεγονός ότι τρία βασικά στοιχεία κυριαρχούσαν πάνω απ' όλα στις διεθνείς σχέσεις.
Πρώτον, είναι κρίσιμη η παράμετρος της σύγκρουσης μεταξύ δύο αντίπαλων κοινωνικών-οικονομικών συστημάτων, του καπιταλιστικού και του κομμουνιστικού, που ενθάρρυναν την σύμπηξη δυο σαφώς διακριτών και σαφώς ανταγωνιστικών μπλοκ. Δεύτερον, στα δυο αυτά μπλοκ προσελκυόταν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, οι περισσότεροι σημαντικοί διεθνείς δρώντες. Και τρίτον, ο υπήρχε ο συνεχής ανταγωνισμός των πυρηνικών εξοπλισμών. Το πρώτο στοιχείο διαμόρφωσε τη δομή εντός της οποίας πραγματοποιούνταν οι διεθνείς αλληλεπιδράσεις, ενώ το τρίτο εισήγαγε την παράμετρο και τον υπολογισμό της πιθανής ολικής εξόντωσης. Αλλά εάν το δεύτερο στοιχείο δεν υφίσταται σε σημαντικό βαθμό, δεν μπορεί να υπάρξει ούτε διπολισμός ούτε Ψυχρός Πόλεμος.
Οι προσεγγίσεις που αναφέρονται σε «νέο Ψυχρό Πόλεμο» σε πλανητικό επίπεδο (διότι προφανώς δεν αναφερόμαστε εδώ σε άνευ σημασίας μεταφορικές αναφορές της έννοιας σε οποιαδήποτε επιμέρους διμερή σχέση), προέκυψαν σταδιακά πολύ πριν την εισβολή της Ρωσίας στη Ουκρανία το 2022.
Η αναμενόμενη σύγκρουση
Οι συγκρούσεις μεταξύ των διαδόχων κρατών της ΕΣΣΔ ξεκίνησαν σχετικά νωρίς μετά την φαινομενική ειρήνη που έφεραν οι συμφωνίες αναγνώρισης νέων κρατών του 1991. Μέσα σε μια δεκαετία είχε φανεί (α) ότι το ΝΑΤΟ δεν ευνοούσε μια νέου τύπου σχέση με το ισχυρότερο από τα διάδοχα κράτη, την Ρωσική Ομοσπονδία και (β) ότι το Κρεμλίνο, μετά από μια παροδική αμφιταλάντευση, εξακολουθούσε να αντιμετωπίζει τις σχέσεις με όρους ιστορίας και σφαιρών επιρροής. Οι πολιτικές αλλαγές στη Γεωργία και την Ουκρανία το 2003-2004 με την αποχώρηση του Σεβαρτνάτζε και του Κούτσμα αντίστοιχα, πυροδότησαν στο Κρεμλίνο μια ανησυχία που μετατράπηκε από τον Πούτιν σε ενεργητική αναζήτηση ισχυρής γεωπολιτικής ρελάνς.
Σε συνάντησή τους τον Ιούλιο του 2004 στη Γιάλτα, στο ίδιο κτίριο στο οποίο τον Φεβρουάριο του 1945 είχε επιβεβαιωθεί το μοίρασμα του μεταπολεμικού κόσμου σε σφαίρες επιρροής, ο Πούτιν και ο Κούτσμα επιχείρησαν να προσδιορίσουν ένα νέο οικονομικό χώρο που θα συγκροτούσαν κυρίως η Ρωσική Ομοσπονδία, η Ουκρανία, η Λευκορωσία και το Καζακστάν. Παράλληλα, το Κρεμλίνο κατέστησε σαφές ότι η πραγματοποιηθείσα επέκταση του ΝΑΤΟ στα ανατολικά, με την αύξηση των μελών του από 19 σε 26 (και αργότερα σε 30), αποτελούσε μια τελική πράξη και ακουμπούσε μια κόκκινη γραμμή. Ο Πούτιν θεωρούσε ότι η Γεωργία, η Ουκρανία και η Λευκορωσία ήταν και θα έπρεπε να παραμείνουν απολύτως εκτός της σφαίρας επιρροής της Δύσης.
Η «πορτοκαλί επανάσταση» στο τέλος του 2004 φάνηκε να τραβάει την Ουκρανία προς τη Δύση μεταξύ 2005-2010, αλλά η εκλογική επάνοδος του Γιανουκόβιτς το 2010 έγειρε και πάλι την πλάστιγγα προς την πλευρά της Ρωσίας και οι σκέψεις για το ΝΑΤΟ εγκαταλείφθηκαν. Ο επανακάμψας Γιανουκόβιτς υπέγραψε συμφωνία για παραμονή του ρωσικού στόλου στη Μαύρη Θάλασσα μέχρι το 2042 ενώ παράλληλα δήλωνε ότι η Ουκρανία θα παραμείνει «ουδέτερη».
Δέκα χρόνια αργότερα, όταν με τη νέα Ουκρανική εξέγερση του 2014 ανατράπηκε η κυβέρνηση του Γιανουκόβιτς, ξέσπασαν διαδηλώσεις οργανωμένες από δίκτυα προσκείμενα στη Μόσχα που ζητούσαν στενούς δεσμούς με την Ρωσία αλλά και ανεξαρτησία για την Κριμαία. Η ύπαρξη ισχυρών ρωσόφωνων ομάδων ήταν ούτως ή άλλως μια πραγματικότητα. Η εισβολή στην Κριμαία και η προσάρτησή της («επανένωση» στο ρωσικό αφήγημα) αποτέλεσε μια τεράστιας σημασίας σφραγίδα του νέου ρόλου της πολιτικής των τετελεσμένων για τον μεταπολεμικό κόσμο στην Ευρασία.
Επιλέγοντας μια αμφιλεγόμενη οπτική γωνία, η κυβέρνηση Ομπάμα διάβασε με διαφορετικό τρόπο αυτή την εξέλιξη. «Η Ρωσία είναι μια περιφερειακή δύναμη που φέρνει σε δύσκολη θέση τους γείτονές της όχι εξαιτίας της ισχύος αλλά λόγω της αδυναμίας της», είχε δηλώσει ο Ομπάμα τον Μάρτιο 2014 αναφερόμενος στην προσάρτηση της Κριμαίας.
Πράγματι, η Ρωσική Ομοσπονδία ήταν και παραμένει μια χώρα με έναν ιδιότυπο καπιταλισμό, οικονομικά εξασθενημένη και δημογραφικά καταρρακωμένη. Όμως διαθέτει μεγάλη ισχύ σε στρατηγικά και τακτικά πυρηνικά όπλα και μια αντίληψη περί διεθνούς πολιτικής που δεν διστάζει να παίξει με τη φωτιά.
Ήδη το 2008 ο Edward Lucas δημοσίευσε μια προσπάθεια συνολικής αποτίμησης με τον χαρακτηριστικό τίτλο The New Cold War (London: Palgrave Macmillan). Με επανεκδόσεις το 2009 και το 2014, το έργο του Lucas εκπροσωπεί μια σχολή σκέψης που κινείται επιδέξια σε επιφανειακό επίπεδο και παρουσιάζει ενδιαφέροντα αλλά επιλεκτικά στοιχεία που επιβεβαιώνουν την αρχική κατεύθυνση της προσέγγισης που έχει επιλέξει να υποστηρίξει.
Χρησιμοποιώ το αξιόλογο παράδειγμα του Lucas και για έναν πρόσθετο λόγο. Η πρώτη έκδοση (είχα παραστεί σε παρουσίαση στο Λονδίνο και έχω υπογεγραμμένο αντίτυπο) είχε ως υπότιτλο: How the Kremlin menaces both Russia and the West. Στις επόμενες εκδόσεις ο υπότιτλος άλλαξε προς το σκοτεινότερο και ταυτόχρονα απλούστερο: Putin's Russia and the Threat to the West. Η απάντηση στο ερώτημα, κατά πόσον οι εξελίξεις δικαιολογούν την αλλαγή, είναι καταφατική, με την αυτονόητη όμως προϋπόθεση ότι αυτό δεν συνεπάγεται ένα «νέο Ψυχρό Πόλεμο».
Αντίστοιχα βιβλία έχουν κυκλοφορήσει έκτοτε αρκετά, άλλωστε τελευταία έχουν αρχίσει να εμφανίζονται και στην Ελλάδα. Η κριτική που ασκήθηκε εξαρχής παραμένει εν πολλοίς ισχυρή, παρά τις τραγικές εξελίξεις που βιώνουμε και έχουν ως άμεση αιτία το εγκληματικό λάθος του Πούτιν με την εισβολή στην Ουκρανία (βλ. π.χ. την σύντομη αλλά πολύ συγκροτημένη ανάλυση του Anatol Lieven, “No blob, we are not ‘already fighting’ World War III” ). Βεβαίως η δημοσιότητα διεθνώς φανερώνει μια προτίμηση για αναλυτές που – όπως η Fiona Hill ή η Anne Applebaum – διατείνονται ότι ο Τρίτος Παγκόσμιος Πόλεμος έχει ουσιαστικά ξεκινήσει ήδη, σε σχέση με ειδικούς – όπως η Angela Stent ή ο Patrick Porter – οι οποίοι αναγνωρίζουν τα πραγματικά γεγονότα, δεν επιχειρούν να εντυπωσιάσουν και ανιχνεύουν τις σύνθετες αιτιολογίες και τα εξίσου σύνθετα μελλοντικά σενάρια με βαθιά γνώση και υπευθυνότητα.
Φυσικά, μπορεί να βρεθούμε σε γενικευμένο πόλεμο στο μέλλον, αν μείνουμε στα διάφορα σενάρια κλιμάκωσης και δεν ασχοληθούμε με την επεξεργασία στρατηγικών εξόδου και για τα δύο μέρη, εκτός εάν ο Πούτιν εξαφανιστεί αύριο και γνωρίζουμε ότι μια περισσότερο διαλλακτική διάδοχη κατάσταση πρόκειται να εμφανιστεί. Γνωρίζουμε κάτι τέτοιο;
Γενικότερα, ο όγκος των ανοησιών που παράγονται παγκοσμίως σε σχέση με τον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο είναι συγκλονιστικός. Π.χ., «ο Τρίτος Παγκόσμιος Πόλεμος έχει ήδη ξεκινήσει». Δυστυχώς, η ενέργεια που χρειάζεται για να αντικρουστούν οι ανακρίβειες και οι ανοησίες είναι μια τάξη μεγέθους μεγαλύτερη από αυτή που απαιτείται για την παραγωγή τους (ο λεγόμενος νόμος του Brandolini)!
Η πραγματικότητα είναι ενοχλητικά σύνθετη.
Όπως εξηγήσαμε προ μηνών, παρά τα φαινόμενα, ο αναδυόμενος κόσμος εξακολουθεί και μετά την ρωσική εισβολή να είναι πολυκεντρικός. Αυτό προκύπτει όχι μόνον από τις εξελίξεις πέραν της Δύσης αλλά και από εκείνες στο εσωτερικό της. Ενώ στις ΗΠΑ τα όποια προβλήματα δεν σχετίζονται με τον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο (αντίθετα η ενεργειακή θέση των ΗΠΑ ενισχύεται), στην Ευρώπη η ρωσική παροχή δεν μπορεί να αντικατασταθεί άμεσα, γι’ αυτό και αναπτύσσονται δύσκολα σενάρια δραστικής εξοικονόμησης ενέργειας. Ενώ θα πρέπει να συνυπολογιστούν και οι συνέπειες της αμερικανικής στρατηγικής προσέλκυσης (και) ευρωπαϊκών επιχειρήσεων στις ΗΠΑ λόγω της σχετικά φθηνότερης ενέργειας. Η Ευρώπη σωστά ανησυχεί και, όπως έχουμε αναλύσει και εδώ, παρά την ενίσχυση του ΝΑΤΟ η Δύση στην πραγματικότητα προφανώς διασπάται περαιτέρω.
Από την άλλη πλευρά, η Ρωσία αναζητά – μέχρι στιγμής επιτυχώς – εναλλακτικούς πελάτες. Η Κίνα και η Ινδία έχουν αυξήσει τις εισαγωγές αργού πετρελαίου από τη Ρωσία, συμβάλλοντας στην αντιστάθμιση των απωλειών από τις ακυρώσεις της Δύσης. Η Ινδία αγόρασε (σε καλή τιμή) έξι φορές περισσότερο ρωσικό πετρέλαιο τους περασμένους μήνες σε σύγκριση με την ίδια περίοδο πέρυσι, ενώ στην Κίνα οι εισαγωγές ρωσικού πετρελαίου ξεπέρασαν για πρώτη φορά τις εισαγωγές από τη Σαουδική Αραβία, της οποίας μάλιστα η πιο πρόσφατη προμήθεια συμφωνήθηκε σε γιουάν, όχι δολάρια.
Αλλά οι BRICS δεν συγκροτούν σήμερα ενιαία λειτουργική κατηγορία στο πλαίσιο ενός ιεραρχικά παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Δεν πρόκειται για μία νέα εκδοχή της ημι-περιφέρειας του Wallerstein στο παλαιό σχήμα «κέντρο – ημι-περιφέρεια – περιφέρεια». Παρότι το σχήμα έχει επανέλθει σε ορισμένους κύκλους, η δομική του ακαμψία δεν προσφέρεται για τη σημερινή διεθνή πολιτική οικονομία. Στην πραγματικότητα, κάθε δομική προσέγγιση που βασίζεται σε ιεραρχικές σχέσεις μεταξύ των μερών θα οδηγήσει σε παραπλανητικά συμπεράσματα: οι χώρες διανύουν τροχιές που εξαρτώνται από πολλαπλούς παράγοντες και ανακαθορίζουν τις μεταξύ τους σχέσεις σε κομβικά σημεία.
Είναι γεγονός ότι ο ρωσο-ουκρανικός πόλεμος ενδέχεται να αποδειχθεί ένα τέτοιο κομβικό σημείο, η σημασία του οποίου θα εξαρτηθεί από τα διαφορετικά σενάρια εκβάσεων που διαμορφώνονται. Με δυο λόγια: Όσο συντηρείται η πολεμική φάση, επιτυγχάνεται μια προσωρινή ανάσχεση της εκδήλωσης της πολυκεντρικότητας. Όμως το κόστος της βίαιης διπολοποίησης είναι τεράστιο: αφενός ενισχύεται ο κίνδυνος κλιμάκωσης του πολέμου, αφετέρου οι ευρωπαϊκές κοινωνίες εκτίθενται σε πιέσεις που σταδιακά θα οδηγήσουν σε απρόβλεπτες πολιτικές, περιφερειακές και διεθνείς συνέπειες.
ΗΠΑ-Γαλλία αναζητούν κοινό έδαφος
Σε αυτό το πλαίσιο, η πρόσφατη επίσκεψη του Προέδρου Μακρόν στον Λευκό Οίκο, η επίσκεψη του επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Μισέλ στο Πεκίνο αλλά και η προηγηθείσα επίσκεψη του Καγκελάριου Σόλτς στην κινεζική πρωτεύουσα αποτελούν εκφάνσεις της αναζήτησης ενός νέου τρόπου λειτουργίας. Στην Ουάσιγκτον, οι Μπάϊντεν και Μακρόν βρήκαν κοινό έδαφος περίπου στην μέση, με την Γαλλία να διαβεβαιώνει ότι θα εξακολουθήσει να στηρίζει την Ουκρανία και τις ΗΠΑ να δηλώνουν έτοιμες για συνομιλίες με το Κρεμλίνο όταν η συγκυρία είναι κατάλληλη.
Η απόπειρα βίαιης διπολοποίησης που επιχειρείται αφενός με την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και αφετέρου με στοιχεία του τρόπου αντίδρασης σε αυτή, αποτελεί απολύτως ανεφάρμοστη και τραγικά επιζήμια εξέλιξη που κατά πάσα πιθανότητα θα αποτύχει. Ανεφάρμοστη και επιζήμια γιατί ο πλανήτης είναι ήδη πολυκεντρικός, με αναδυόμενους πόλους που ούτε το επιθυμούν ούτε είναι σε θέση να συγκεντρώσουν τα πολλά κέντρα σε ένα διπολικό παιχνίδι.
Όπως φαίνεται μεταξύ άλλων και από τις τοποθετήσεις και τις ψηφοφορίες στο πλαίσιο του ΟΗΕ, ούτε ο πλανήτης ταυτίζεται με τη Δύση ούτε ο ορθολογική εκτίμηση των εθνικών συμφερόντων παραχωρεί εύκολα τη θέση της σε μια αφηρημένη και σχηματική επίκληση του Καλού εναντίον του Κακού. Π.χ. η Ινδία δεν επιθυμεί να δει την Ρωσία εντελώς ταπεινωμένη και άρα ακόμη περισσότερο εγκλωβισμένη στην ασφυκτική αγκαλιά της Κίνας.
Παρότι η Ινδία έγινε σταδιακά ένας σημαντικός εταίρος των ΗΠΑ, ο πόλεμος στην Ουκρανία σημαίνει κάτι εντελώς διαφορετικό για το Νέο Δελχί σε σχέση με αυτό που σημαίνει για την Ουάσιγκτον ή το Λονδίνο. Η Ινδία βλέπει τις περιπέτειες της Ρωσίας μέσα από το συνδυαστικό πρίσμα της ανησυχητικής ανόδου της Κίνας και της αυξανόμενης εξάρτησης της Μόσχας από το Πεκίνο.
Με δυο λόγια
Οι τάσεις – που παραμένουν τάσεις και προφανώς δεν αποτελούν πλήρη περιγραφή της πραγματικότητας σήμερα – είναι οι εξής: (α) παρά τα φαινόμενα, η Δύση είναι ολοένα και λιγότερο σε θέση να καθορίσει την ατζέντα παγκοσμίως σε έναν αναδυόμενο πολυκεντρικό κόσμο, (β) συγκλίσεις και συμμαχίες καθίστανται περισσότερο εύπλαστες και εξαρτώμενες από επιμέρους θεματικές και πεδία συμφερόντων και (γ) σε περιπτώσεις συγκρούσεων, τόσο οι σύμμαχοι όσο και οι αντίπαλοι σέβονται κυρίως την σκληρή ισχύ και την ετοιμότητα αυτή να χρησιμοποιηθεί όταν απειλούνται ζωτικά εθνικά συμφέροντα.
Αντί της αποχαύνωσης στην οποία οδηγεί η ανεδαφική εικασία για έναν δήθεν «νέο Ψυχρό Πόλεμο», πιο χρήσιμη θα ήταν η αναζήτηση ευκαιριών και διεξόδων στο νέο, αναδυόμενο σύνθετο περιβάλλον. Στον σημερινό, αργά αναδυόμενο πολυκεντρικό κόσμο, οι ισχυροί περιφερειακοί δρώντες (όπως η Τουρκία) έχουν αναβαθμισμένο ρόλο, οι περιφερειακές συγκρούσεις είναι πιθανότερες και συχνότερες και κάποιες, τουλάχιστον, από τις συμμαχίες είναι εύπλαστες και εξαρτώμενες από τα επιμέρους ζητήματα που ανακύπτουν. Σε ένα τέτοιο κόσμο, οι πληροφορίες και η σωστή ανάλυσή τους μπορεί να είναι παράγοντες όχι απλά σημαντικοί αλλά κρίσιμοι για την επιβίωση.
Ο Κώστας Α. Λάβδας είναι Καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και έχει διατελέσει, μεταξύ άλλων, Senior Research Fellow στη London School of Economics και κάτοχος της Έδρας Ελληνικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών «Κωνσταντίνος Καραμανλής» στη Fletcher School of Law and Diplomacy του Πανεπιστημίου Tufts στις ΗΠΑ.