Η πρόσφατη απόφαση της Διοίκησης Τραμπ να μειώσει κατά περίπου 10.000 το στρατιωτικό προσωπικό των ΗΠΑ που βρίσκεται στην Γερμανία, δηλαδή μία μείωση της εκεί αμερικανικής παρουσίας κατά 1/3, δημιούργησε αναπόφευκτα σοβαρούς προβληματισμούς στην Ευρώπη αλλά ακόμα περισσότερο εντός των ΗΠΑ σχετικά με αυτό που ονομάζουμε ευρώ-ατλαντική ασφάλεια και υποβάθμιση της Αμερικανικής παρουσίας παγκοσμίως. Οι πρώτες αντιδράσεις πριν από 12 περίπου ημέρες στην Γερμανία, ευλόγως ήταν αρνητικές ως προς τον τρόπο που έγινε γνωστό και όχι επί της ουσίας εκτός από το Κόμμα της Αριστεράς «Die Linke» που …καλωσόρισε την απόφαση αυτή μιας και παραδοσιακά αντιτίθεται στην Αμερικανική παρουσία στην χώρα. Ο ειδικός Συντονιστής για την Διατλαντική Συνεργασία της Καγκελαρίας, Βουλευτής του CDU Peter Beyer δήλωσε ότι είναι απαράδεκτο να μαθαίνει ένας Σύμμαχος από τα ΜΜΕ μία τέτοια απόφαση που τον αφορά.
Η επίσημη επιστολή των ΗΠΑ παρελήφθη από την Γερμανική Κυβέρνηση, την Πέμπτη 11 Ιουνίου δηλαδή μία εβδομάδα μετά την διαρροή και ο ίδιος ο Αμερικανός Πρόεδρος το ανήγγειλε μόλις προχθές Δευτέρα 15 Ιουνίου ισχυριζόμενος ότι «οι ΗΠΑ πληρώνουν για να προστατεύουν την Γερμανία και αυτοί παραβαίνουν τις δεσμεύσεις τους για να φθάσουν στο 2024 τις Αμυντικές Δαπάνες στο 2%, ενώ μας συμπεριφέρονται …κακά στο εμπόριο». Πόση αλήθεια, πόση υπερβολή αλλά και πόση ανακρίβεια υπάρχει σε αυτήν την δήλωση του Τραμπ;
Κατ’ αρχήν η πραγματικότητα αποδίδεται με την δήλωση του Γερμανού ΥΠΕΞ κ. Heiko Maas ότι «οι σχέσεις ΗΠΑ – Γερμανίας από τότε που ο Ντοναλντ Τραμπ έγινε Πρόεδρος έγιναν περίπλοκες». Είναι γνωστή και ως ένα σημείο δικαιολογημένη, η «γκρίνια» του POTUS για τους Συμμάχους τους στο ΝΑΤΟ, που δεν πληρώνουν για την Άμυνα και την Ασφάλεια της Ευρώπης, επικεντρώνοντας την μομφή του στην πλούσια Γερμανία. Με υπεραπλουστεύσεις και επιλεκτική χρήση της αλήθειας, λόγω και των προεδρικών εκλογών, θέλει να στείλει μήνυμα στους ψηφοφόρους ότι δεν «σπαταλά τα χρήματα τους για κάποιον που δεν αξίζει». Ίσως και για αυτό το συνδέει με το εμπόριο. Αναλυτές εκτιμούν ότι μάλλον πρόκειται για μία μορφή αντίποινων» για την άρνηση της κ. Μέρκελ να συμμετάσχει σε μία «σώνει και καλά» Σύνοδο Κορυφής G7 στην Αμερική που θα είχε στο «μενού» και την Κίνα και στην επιμονή της Καγκελαρίου να συγκληθεί τελικά μία Σύνοδος Κορυφής ΕΕ-Κίνας πριν το τέλος του 2020.
Ας δούμε όμως τι πραγματικά συμβαίνει! Η κατά τα άλλα δίκαιη απαίτηση των ΗΠΑ για αύξηση των αμυντικών δαπανών των μελών του ΝΑΤΟ δεν είναι βέβαια κάτι καινούργιο που «ανακάλυψε» ο Πρόεδρος Τραμπ καθόσον είχε τεθεί και από τους προκατόχους του. Απλά με τον γνωστό «χρωματισμένο» ύφος του, έγινε «σημαία» του προς ικανοποίηση του ακροατηρίου του. Η δέσμευση των κρατών-μελών του ΝΑΤΟ για να φθάσουν οι αμυντικές δαπάνες στους στο 2% του ΑΕΠ μέχρι το 2024, αποφασίστηκε στην Σύνοδο Κορυφής στην Ουαλία το 2014 επί Προεδρίας Ομπαμα. Η συζήτηση για το 2% είναι μάλλον χωρίς ουσία και δεν μπορεί να συγκριθεί με το πάνω από 3 % των ΗΠΑ, που είναι μία πλανητική δύναμη και το 85% περίπου από αυτές δεν σχετίζονται με το ΝΑΤΟ.
Ποιο μήνυμα στέλνει η απόφαση αυτή εντός και εκτός ΝΑΤΟ και κατά πόσο θέτει σε κίνδυνο την Ευρωπαϊκή Ασφάλεια; Το μήνυμα που στέλνει αφορά στην δέσμευση και στις εγγυήσεις Ασφαλείας των ΗΠΑ προς τους Συμμάχους τους στην Ευρώπη ιδιαίτερα αυτούς που εκτιμούν ότι απειλούνται από τον Ρωσικό Αναθεωρητισμό όπως οι Χώρες της Βαλτικής και η Πολωνία! Η παρουσία 35.000 περίπου Αμερικανών Στρατιωτικών (20.800 του Στρατού και 13.000 της Αεροπορίας) στην Γερμανία με μερικές άλλες χιλιάδες από Συμμαχικές Χώρες, στις χώρες της Βαλτικής και στην Πολωνία συνιστά προωθημένη στρατιωτική παρουσία στα Ανατολικά και σχετίζεται με την αμυντική και αποτρεπτική πολιτική της Ατλαντικής Συμμαχίας απέναντι στην Ρωσία. Κατά τον Αναλυτή στο Atlantic Council Hans Binnendijk, η μείωση της Αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας θα επηρεάσει αρνητικά την Πρωτοβουλία Ετοιμότητας του ΝΑΤΟ για την οποία η ίδια Ουάσιγκτον είχε πιέσει το ΝΑΤΟ να υλοποιηθεί.
Η ισχυρότερη όμως αντίδραση εκφράσθηκε στην καρδιά της Αμερικανικής Πρωτεύουσας. Είκοσι δύο μέλη της Επιτροπής για την Άμυνα στην Βουλή των Αντιπροσώπων, προεξέχοντος του Ρεπουμπλικάνου Τεξανού Βουλευτή Μακ Θορνμπερυ τοποθετήθηκαν αρνητικά υποστηρίζοντας ότι «Τέτοιες ενέργειες είναι βλαπτικές για την εθνική ασφάλεια και ενισχύουν την Ρωσία». Ανάλογες δηλώσεις έκανε η επίσης Βουλευτής του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος κ. Λιζ Τσέινι κόρη του εμβληματικού πρώην Αντιπροέδρου Ντικ Τσέινι (2001-2009).
Η WSJ ανέφερε ότι αυτή η απόφαση αποτελεί καθαρά μία Προεδρική Πρωτοβουλία που αγνόησε το Αμερικανικό Πεντάγωνο το οποίο ήταν βέβαιο ότι θα τοποθετούταν αρνητικά καθόσον η σημαντική Αμερικανική στρατιωτική παρουσία στην Γερμανία εξυπηρετεί πρωτίστως την ίδια την Αμερική και βλέπει έναν πιθανό… «αυτοτραυματισμό». Η Αεροπορική Βάση του Ramstein είναι η κυρία βάση από την οποία υποστηρίζονται όλες οι επιχειρήσεις και οι λοιπές δραστηριότητες των Αμερικανικών ΕΔ στην Μέση Ανατολή και στην Νότια Ασία. Η Διοίκηση Ευρώπης και Αφρικής βρίσκονται στην περιοχή της Stuttgart, ενώ στην περιοχή του Kaiserslautern στην ΝΔ Γερμανία είναι το μεγαλύτερο Στρατιωτικό Νοσοκομείο εκτός Αμερικής. Δεν αναφέρω τις δεκάδες άλλες μικροβάσεις που και αυτές θα υποστηρίξουν μία μελλοντική ανάπτυξη Αμερικανικών Δυνάμεων στην Ευρώπη αλλά και σε όλο τον κόσμο.
Με λίγα λόγια τα στρατεύματα των ΗΠΑ βρίσκονται στην Γερμανία για την Ευρω-ατλαντική Άμυνα και Ασφάλεια και για να υποστηρίξουν την προβολή ισχύος τους παγκοσμίως. Αυτά και μόνον αναιρούν τους ισχυρισμούς Τραμπ ότι πληρώνει για την Ασφάλεια της Γερμανίας, παραβλέποντας τα προφανή οφέλη για αυτή την ίδια την Αμερική. Επισημαίνεται ότι η πλειονότητα των Γερμανών δεν αποδέχεται ότι η Ρωσία αποτελεί στρατιωτική απειλή για την χώρα τους.
Στην χώρας μας παρακολουθούμε τα όσα συμβαίνουν στο ΝΑΤΟ εξ αποστάσεως, η δε κοινή γνώμη ενδιαφέρεται μόνο όταν αυτά συνδέονται με τα ελληνοτουρκικά ή με το πώς χρησιμοποιεί η Τουρκία την Συμμαχία ελέω ΗΠΑ και για τον λόγο αυτό ίσως για το ζήτημα αυτό να αδιαφορούμε. Παίρνω όμως την ευκαιρία να τονίσω ότι αυτή η αιφνίδια απόφαση Τραμπ που μπορεί να δημιουργεί ανησυχία στους Συμμάχους που προαναφέραμε, όπως και η άλλη στην Συρία που άφησε βορά στους Τούρκους τους εκεί Συμμάχους τους Κούρδους, συνιστούν ένα μάθημα για το πώς σε κάθε στιγμή θα μπορούσε να συμπεριφερθεί και σε εμάς ο μεγάλος μας Σύμμαχος, οι ΗΠΑ.
Εκτιμάται ότι η απόφαση αυτή δεν πρόκειται να υλοποιηθεί σύντομα και μάλλον θα πρέπει να περιμένουμε μέχρι τις προεδρικές εκλογές. Δράττομαι της ευκαιρίας να τονίσω αν αυτό το «άδειασμα» Τραμπ που πλήττει πρωτίστως την ίδια την Αμερική θα κάνει τους Ευρωπαίους να «ξυπνήσουν» και να προχωρήσουν τις διαδικασίες για μία στην ουσία και όχι στα λόγια Ευρωπαϊκή Άμυνα και Ασφάλεια. Το φιάσκο της Επιχείρησης της ΕΕ «IRINI» στην Λιβύη είναι ένα ακόμα σαφές δείγμα έλλειψης πολιτικής βούλησης και ελλείμματος ηγεσίας μίας κατ’ ευφημισμό μόνον Ένωσης και καλό θα ήταν να εξετασθούν και κάποιες άλλες πρωτοβουλίες όπως η εκτός ΕΕ όπως η European Intervention Initiative (EI2) για την οποίον θα αναφερθούμε σύντομα εδώ στο Liberal.
*Ο Αντιστράτηγος ε.α. Κωνσταντίνος Λουκόπουλος είναι Γεωστρατηγικός Αναλυτής, επικεφαλής στο «Παρατηρητήριο Liberal»