Η παγκόσμια οικονομία ανακάμπτει σταθερά, με τους ρυθμούς μεγέθυνσης να είναι ήδη πολύ ισχυροί σε σημαντικές περιοχές της. Στην Ευρώπη, η ύφεση κατά το πρώτο τρίμηνο ήταν μικρότερη της αναμενόμενης και πλέον οι προβλέψεις είναι για ισχυρότερη μεγέθυνση στο σύνολο του έτους.
Αν και οι οικονομίες των ΗΠΑ και πολλών χωρών της Ασίας έδειξαν μεγαλύτερο δυναμισμό, και σημαντικά προβλήματα συντονισμού παραμένουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η αντιμετώπιση της πανδημίας προκάλεσε κινητοποίηση πολιτικής περισσότερο αποτελεσματικά από ό,τι σε προηγούμενες κρίσεις.
Σε αυτό το πλαίσιο, η ελληνική οικονομία έχει σήμερα την προοπτική ισχυρής ανάκαμψης. Η ύφεση το πρώτο τρίμηνο μετρήθηκε χαμηλότερη της αρχικά αναμενόμενης. Η μεγέθυνση για το σύνολο του έτους αναμένεται ισχυρή, πιθανότατα ανώτερη του 5%. Συνολικά, βέβαια η πανδημία πλήττει την ελληνική οικονομία περισσότερο από τις άλλες ευρωπαϊκές. Πρέπει, σχετικά, να συνυπολογιστεί μαζί με την περυσινή, άνω του 8%, και την τρέχουσα ύφεση και η απώλεια της μεγέθυνσης που προηγουμένως αναμενόταν. Κύριος παράγοντας για το βαρύ αυτό πλήγμα είναι η σύνθεση της παραγωγής, με μεγάλη συμμετοχή τομέων που υποχώρησαν έντονα λόγω των περιορισμών, όπως ο τουρισμός, το λιανικό εμπόριο, οι μεταφορές και η εστίαση.
Οι λόγοι για τους οποίους η εξέλιξη του ΑΕΠ στην ελληνική οικονομία είναι λιγότερο αρνητική από την αρχικά αναμενομένη είναι πολλοί. Η παγκόσμια οικονομία έχει θετικότερη της αναμενόμενης πορεία, με ευνοϊκή επίδραση και στη δική μας. Η συνεχιζόμενη στήριξη προς επιχειρήσεις και εργαζόμενους, οδηγεί σε βαθύ δημοσιονομικό έλλειμμα και στο τρέχον έτος που είναι βέβαια ανησυχητική εξέλιξη αλλά, προς το παρόν, ενισχύει τα εισοδήματα. Το πλαίσιο της νομισματικής και της δημοσιονομικής πολιτικής στην Ευρώπη προσφέρει ασφάλεια, κρατώντας χαμηλά το κόστος χρηματοδότησης και για την ελληνική οικονομία. Δεδομένων των παραπάνω, οι προοπτικές μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας είναι θετικές στο υπόλοιπο του τρέχοντος έτους και στο επόμενο, οπότε και αναμένεται να έχει αντιστραφεί η επίπτωση της πανδημίας στην οικονομία.
Υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, οι ρυθμοί μεγέθυνσης μπορεί να είναι ισχυροί κατά την επόμενη πενταετία, πλησιάζοντας το 3,5%, κατά μέσο όρο, όπως είχε επισημανθεί και από την έκθεση της Επιτροπής Πισσαρίδη. Σε αυτό συντείνει, σειρά παραγόντων όπως το χαμηλό κόστος χρηματοδότησης λόγω των πολιτικών των κεντρικών τραπεζών, η μειωμένη αβεβαιότητα και η εισροή πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης και άλλα προγράμματα της ΕΕ. Το μεγάλο επενδυτικό κενό μπορεί σταδιακά να μειωθεί όπως και η ανεργία, τροφοδοτώντας την ανάπτυξη. Σε αυτό το διάστημα, η ελληνική οικονομία έχει τη δυνατότητα να μεγεθυνθεί περισσότερο από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης.
Παραμένουν όμως κρίσιμα ερωτήματα και απαραίτητες συνθήκες ώστε αφενός πράγματι η μεγέθυνση να είναι ισχυρή και αφετέρου να συνεχιστεί και μεσοπρόθεσμα, μετά την πρώτη περίοδο. Αυτά αφορούν την ενίσχυση της δομής και της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Βασική προϋπόθεση είναι η εφαρμογή ουσιαστικών δομικών μεταρρυθμίσεων στον δημόσιο τομέα και τις αγορές. Άλλωστε, η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να έχει πολύ χαμηλότερες επενδύσεις, ασθενή συμμετοχή στην αγορά εργασίας και υψηλή ανεργία, όπως και χαμηλή παραγωγικότητα.
Οι κρίσιμες παρεμβάσεις αφορούν τουλάχιστον τρεις περιοχές. Πρώτον, τον σταδιακό μετασχηματισμό της οικονομίας με στροφή προς καινοτόμα και εξαγώγιμα προϊόντα και υπηρεσίες. Δεύτερον, την ενίσχυση της εργασίας και των εισοδήματών από αυτή - προϋπόθεση είναι η μείωση του φορολογικού και ασφαλιστικού βάρους και η μεταφορά πόρων από την άτυπη στην επίσημη οικονομία. Τρίτον, την ενδυνάμωση της εγχώριας κεφαλαιαγοράς, όπως και του πλαισίου εταιρικής διακυβέρνησης και επίλυσης διαφορών για θέματα επιχειρήσεων. Η πρόοδος στις παραπάνω πτυχές της οικονομίας, είναι προϋπόθεση ώστε να εκμεταλλευθεί το αρχικό κύμα ανάκαμψης και να μην παλινδρομήσει σε συνθήκες χαμηλής ανάπτυξης, που αναπόφευκτα θα προετοιμάζουν μια επόμενη κρίση.
* Ο Νίκος Βέττας είναι Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ και Καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών