Κατά τη διάρκεια του τελευταίου μήνα του 2021, σχεδόν όλες οι επιδραστικές κεντρικές τράπεζες του κόσμου, με προεξάρχουσα την Αμερικανική Κεντρική Τράπεζα, σηματοδοτήσαν τη λήξη της εκ του αποτελέσματος αφελούς αδράνειας που είχαν υιοθετήσει απέναντι στις μέχρι προσφάτως αποκαλούμενες «μεταβατικές» πληθωριστικές τάσεις.
Παρότι ο όρος έχει δικαίως πια αποσυρθεί από τον δημόσιο οικονομικό διάλογο, μια φωτεινή θεσμική εξαίρεση εμμένει στη χρήση του και διαφοροποιεί τις πολιτικές της αποφάσεις κατά παρέκκλιση των ορθόδοξων πρακτικών για την καταπολέμηση του πληθωρισμού: η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η οποία έχει δηλώσει σε όλους τους τόνους πως δεν προτίθεται να μεταβάλει ουσιαστικά τις επεκτατικές νομισματικές της δράσεις εντός του 2022.
Η ΕΚΤ, υπό το πρίσμα της προσωρινότητας που αποδίδει στον ρυθμό αύξησης του επιπέδου τιμών στην Ευρωζώνη, έχει αποφασίσει ότι δεν πρόκειται να αυξήσει τα επιτόκια της εντός του 2022 κι ότι η μόνη περιοριστική πράξη που διατίθεται να διεκπεραιώσει είναι o τερματισμός του πανδημικού προγράμματος αγοράς ομολόγων (PEPP) τον ερχόμενο Μάρτιο.
Βέβαια, η νομισματική χαλάρωση θα συνεχιστεί αφενός μέσω της ενίσχυσης του ήδη υπάρχοντος προγράμματος αγοράς ομολόγων (APP), το οποίο διπλασιάζεται στα 40 δισ. ευρώ τον μήνα, και αφετέρου μέσω των επανεπενδύσεων των λήξεων του προγράμματος PEPP έως τουλάχιστον τα τέλη του 2024.
Στον αντίποδα της αφειδούς ρευστότητας που θα εξακολουθήσει να παρέχει η ΕΚΤ στο ορατό μέλλον, η Fed αντιδρά ταχύτερα στις τελικά επίμονες πληθωριστικές πιέσεις, ολοκληρώνοντας το αντίστοιχο έκτακτο πρόγραμμα αγορών της νωρίς μέσα στην άνοιξη και προγραμματίζοντας τουλάχιστον δύο επιτοκιακές αυξήσεις μέσα στο τρέχον έτος.
Λαμβάνοντας υπόψιν τις διαφορετικές πανδημικές δημοσιονομικές επεκτάσεις που έλαβαν χώρα στις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση - περί τα 4,5 τρισ, δολάρια και 0,8 τρισ. ευρώ αντίστοιχα -, η απόκλιση στη νομισματική προσέγγιση του πληθωρισμού φαντάζει εκ πρώτης όψεως λελογισμένη, μιας και η ΕKT φαινομενικά διαθέτει περισσότερους βαθμούς ελευθερίας στη στήριξη που μπορεί να παράσχει συμπληρωματικά. Η ανάγνωση αυτή, όμως, υποεκτιμά τις ευρύτερες μακροοικονομικές επιπτώσεις που ενέχει η απόφαση της ΕΚΤ να μην εναρμονιστεί με τη Fed στο επίπεδο της χάραξης πολιτικής.
Ειδικότερα, αν η αναντιστοιχία στον καθορισμό των επιτοκίων παραταθεί, θα πρέπει να θεωρείται βέβαιη μια περαιτέρω υποτίμηση του ευρώ έναντι του δολαρίου - δεδομένου ότι το ευρωπαϊκό νόμισμα έχει ήδη απωλέσει 8% της αξίας του τον τελευταίο χρόνο -, που με τη σειρά της θα προκαλέσει αύξηση στην τιμή των εισαγόμενων προϊόντων στην Ευρωζώνη.
Επιπρόσθετα, η παρατεταμένη νομισματική χαλαρότητα σε συνδυασμό με τις συνεχιζόμενες αναταράξεις της προσφοράς αναβιώνουν τον κίνδυνο του στασιμοπληθωρισμού, σύμφωνα με τον οποίον μεσοπρόθεσμα η οικονομική ανάπτυξη ενδέχεται να εγκλωβιστεί σε μια ασθενική δυναμική της τάξης του 1-2% ενώ ο πληθωρισμός να υπερβαίνει τον επιθυμητό στόχο του 2%.
Η Ελλάδα, εκτεθειμένη λόγω του ελλειμματικού εμπορικού της ισοζυγίου, πιθανόν θα βρεθεί σε δυσμενή θέση αν οι αποφάσεις της ΕΚΤ ακολουθήσουν απαρέγκλιτα τον ανακοινωμένο νομισματικό χάρτη.
Εάν, λοιπόν, η ποσοτική χαλάρωση και η πολιτική μηδενικών επιτοκίων συνεχιστούν επί μακρόν, τα δημοσιονομικά οφέλη από τη συμπερίληψη των ελληνικών ομολόγων στα ευρωπαϊκά προγράμματα παροχής ρευστότητας μόνο βέλτιστα δε θα μπορέσουν να αξιοποιηθούν, καθότι θα πρέπει να αντισταθμίσουν τις απώλειες στην αγοραστική δύναμη των εγχώριων καταναλωτών από την επικείμενη διολίσθηση του ευρώ και τον συγχρόνως ατίθασο πληθωρισμό.
Σε περίπτωση, όμως, που η Κριστίν Λαγκάρντ ανακρούσει πρύμνα και επιδείξει τη δέουσα ευπροσαρμοστικότητα στις μεταβαλλόμενες συνθήκες, θα περιορίσει συντομότερα την πληθωριστική διάβρωση των μισθών στις χώρες της Ευρωζώνης, και μάλιστα με την ελάχιστη δυνατή δημοσιονομική ζημιά στην περίπτωση της Ελλάδας – μιας και η πλειονότητα του δημόσιου χρέους της χώρας είναι ρυθμισμένη σε σταθερό επιτόκιο.
Μπορεί να αποτελεί αδιαμφισβήτητη αλήθεια πλέον ότι μια βεβιασμένη απόκλιση από διακηρυγμένες δεσμεύσεις θα υποσκάψει την πολιτική αξιοπιστία κι αποτελεσματικότητα του θεσμού της ΕΚΤ, αλλά το τίμημα της αφερεγγυότητας φαίνεται δυσανάλογα μικρό μπροστά στο κόστος μιας ενδεχόμενης ιαπωνοποίησης της ευρωπαϊκής οικονομίας.
*Ο Ιωάννης Μουστάκης είναι Ph.D. Student in Finance and Business Economics στο USC Marshall School of Business