Ας επικεντρωθούμε στο θετικό, και ρεαλιστικό όπως σήμερα φαίνεται, σενάριο για την εξέλιξη της πανδημίας. Ότι το υγειονομικό πρόβλημα θα αμβλυνθεί σημαντικά από το καλοκαίρι και, κυρίως μέσα από τη διαδικασία των εμβολιασμών, θα γίνει λιγότερο επικίνδυνο και εύκολα διαχειρίσιμο.
Πώς θα εξελιχθεί τότε η οικονομία; Θα πρέπει να αναμένει κανείς πως ο συνδυασμός έντονης ανάκαμψης σε παγκόσμια κλίμακα, εγχώριας κατανάλωσης που θα αποσυμπιεσθεί και ενεργοποίησης του Ταμείο Ανάκαμψης θα οριοθετήσει εύκολα μια θετική πορεία;
Η νέα έκθεση του ΙΟΒΕ για την οικονομία εκτιμά, σε αυτή την περίπτωση, μεγέθυνση της οικονομίας κατά την τρέχουσα χρονιά που θα μπορούσε να πλησιάσει έως 4%. Σημαντική μεν, αρκετά ασθενέστερη δε από αυτή που θα ισοσταθμήσει τη μεγάλη ζημιά που προκάλεσε και που ακόμη προκαλεί η πανδημία.
Ακόμη και σε αυτό το θετικό σενάριο, πλέον δεν αναμένεται επιστροφή της οικονομίας στα επίπεδα που είχε πριν τη νέα κρίση, αν δεν ολοκληρωθεί και η επόμενη χρονιά και μετέπειτα. Οι πιέσεις στην απασχόληση θα είναι ακόμη πιο σημαντικό πρόβλημα. Συνυπολογίζοντας πως η οικονομία βρίσκεται ουσιαστικά σε κρίση από το 2008, ένα ιδιαίτερα μακρύ διάστημα, δεν υπάρχει περιθώριο να εφησυχάσει κανείς και να σκεφτεί πως η κατάσταση θα βελτιωθεί αυτόματα, σύντομα, ούτε με βεβαιότητα.
Η ύφεση της οικονομίας μας κατά την προηγούμενη χρονιά ήταν βαθιά. Το πλήγμα, ιδίως σε κεντρικές περιοχές της όπως ο τουρισμός, η εστίαση και το λιανικό εμπόριο, καλύφθηκε σε σημαντικό βαθμό από τα μέτρα στήριξης προς εργαζόμενους και επιχειρήσεις. Οι πτωχεύσεις επιχειρήσεων και η ανεργία διατηρούνται τεχνητά σε επίπεδα που δεν αντιστοιχούν στις μεγάλες δυσκολίες της πραγματικότητας.
Αναλόγως, όμως, το δημόσιο έλλειμμα έφτασε σε ιδιαίτερα υψηλό επίπεδο, ενώ ισχυρές πιέσεις εμφανίζονται και στο εμπορικό ισοζύγιο της χώρας. Η επαναφορά αυτή σε κατάσταση δίδυμων ελλειμμάτων, που χαρακτήρισαν και την προηγούμενη δεκαετή κρίση, αν και βέβαια για νέους εξωγενείς λόγους που ελπίζεται πως θα εκλείψουν σύντομα, δεν μπορεί παρά να προκαλεί ανησυχία.
Οι παρεμβάσεις οικονομικής πολιτικής, μέσω μεταβιβαστικών πληρωμών και αναβολής υποχρεώσεων κάθε είδους, έχουν όρια που δεν πρέπει να δοκιμαστούν. Τα χρέη συσσωρεύονται, σε ιδιωτικό και δημόσιο επίπεδο, και σειρά νέων προβλημάτων απαιτούν αντιμετώπιση.
Είναι η ώρα να δει κανείς ξεκάθαρα τόσο τις μεγάλες δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας, όσο και τις εξίσου μεγάλες προκλήσεις. Σήμερα, δεν είναι μια οικονομία με ισχυρή παραγωγική βάση και αποτελεσματικούς θεσμούς – μπορεί όμως να γίνει. Υπό αυτή την οπτική θα πρέπει κανείς να δει και το Ταμείο Ανάκαμψης και τις ευκαιρίες που φέρνει. Ως όχημα ουσιαστικής αλλαγής, όχι συντήρησης και επαναφοράς.
Η σημασία του σχεδιασμού για το Ταμείο δεν μπορεί να υποτιμηθεί. Σε μια οικονομία με βαθύ επενδυτικό κενό η εισροή πόρων είναι κρίσιμη. Επίσης, η σύνδεση της χρηματοδότησης με δομικές μεταρρυθμίσεις δημιουργεί την ελπίδα πως η επίδραση των πόρων μπορεί να είναι ουσιαστική.
Όμως, ο βαθμός δυσκολίας του εγχειρήματος είναι πολύ υψηλός, στον περαιτέρω σχεδιασμό και, κυρίως, για την εφαρμογή. Το ευμετάβλητο και πολύπλοκο θεσμικό πλαίσιο παραμένει ανυπέρβλητος λόγος που σοβαρές και μακροπρόθεσμες επενδύσεις, σε φυσικό ή ανθρώπινο κεφάλαιο, δεν ευνοούνται στη χώρα τις τελευταίες δεκαετίες.
Εκκινώντας από αδύναμη θέση και σε μεγάλη απόσταση από εκεί που μπορεί και πρέπει να φτάσει, η ελληνική οικονομία δεν έχει την πολυτέλεια να μην εκμεταλλευτεί πλήρως την ευκαιρία που θα της προσφέρει η ανάκαμψη στο διεθνές περιβάλλον και οι ευρωπαϊκοί πόροι.
Για να γίνει όμως αυτό, δεν θα φτάνουν επιμέρους προσπάθειες βελτίωσης – κάθε οικονομία στην ήπειρό μας καταστρώνει, άλλωστε, σήμερα ένα δικό της μεταρρυθμιστικό σχέδιο, και εμείς οφείλουμε να τρέξουμε ακόμη πιο γρήγορα. Η θετική πορεία της οικονομίας μας στο επόμενο διάστημα σαφέστατα είναι εφικτή, αλλά θα απαιτήσει συντονισμό της ευρύτερης οικονομικής πολιτικής, κινητοποίηση μεγάλου μέρους της κοινωνίας, και επιμονή στην εφαρμογή.
* Ο Νίκος Βέττας είναι Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ και Καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών