Τη συγκυρία στην ελληνική οικονομία διαμορφώνουν τέσσερις παράγοντες. Πρώτον, η παγκόσμια οικονομία ανακάμπτει ισχυρά, παρότι η πανδημία ακόμη εξελίσσεται – η ζήτηση, μάλιστα, τρέχει πιο γρήγορα από την προσφορά, αυξάνοντας τις τιμές.
Δεύτερον, η ελληνική οικονομία ανακάμπτει πιο γρήγορα από το αρχικά αναμενόμενο, και από τον μέσο όρο της Ευρώπης, με ισχυρή επαναφορά του τουρισμού αλλά και ενίσχυση στις εξαγωγές αγαθών – φυσικά, δεδομένης της δομής της, η κύρια επίδραση είναι μέσα από την αύξηση της κατανάλωσης.
Τρίτον, οι προσδοκίες για την οικονομία βελτιώνονται, περισσότερο συστηματικά στην πλευρά των επιχειρήσεων, αντανακλώντας αισιοδοξία και για τους αναμενόμενους πόρους από το Ταμείο Ανάκαμψης. Τέταρτον, προκύπτει ανάγκη δημοσιονομικής εξισορρόπησης, κατόπιν υστέρησης των εσόδων και κυρίως μεγάλης αύξησης δαπανών με την πανδημία.
Ο προϋπολογισμός του κράτους, ως προσχέδιο, κινείται στο πλαίσιο που ορίζουν αυτές οι δυνάμεις. Στη βάση του έχει την υπόθεση πως η οικονομία θα έχει πλήρως ανακάμψει στο τέλος της επόμενης χρονιάς και επιστρέψει στο επίπεδο της πριν την πιο πρόσφατη κρίση πανδημίας – με τα σημερινά δεδομένα, μια εύλογη υπόθεση.
Υπολογίζεται, επίσης, πως το δημοσιονομικό έλλειμμα θα εξαλειφθεί σε μεγάλο βαθμό, κυρίως με τη μεγέθυνση να οδηγεί σε αύξηση των εσόδων από φόρους. Αναγνωρίζεται, όμως, πως η μεγέθυνση θα μετριάζεται από την επιδείνωση του εμπορικού ισοζυγίου, καθότι το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας παραμένει.
Την πορεία της οικονομίας μπορούν να επηρεάσουν σειρά από σημαντικούς κινδύνους στον ορατό ορίζοντα. Μια παράταση της πανδημίας, με τρόπους που μπορεί να μην αναμένονται. Επιταχυνόμενες αυξήσεις στις τιμές ενέργειας και εισαγόμενων πρώτων υλών. Διαταραχές στις αγορές που θα αυξήσουν το κόστος χρηματοδότησης των σχετικά περισσότερο ευάλωτων οικονομιών, όπως η δική μας.
Μαζί με τους παραπάνω, που είναι κυρίως εξωγενείς, ένας ακόμη κεντρικός κίνδυνος για την αμέσως επόμενη περίοδο θα είναι αν το ισχυρό τρέχον κύμα ανάκαμψης και ρευστότητας δεν οδηγήσει στη δημιουργία ισχυρών θεμελίων για μεσοπρόθεσμη ισχυρή ανάπτυξη. Κάτι τέτοιο, δεν θα είχε μόνο μεσοπρόθεσμη αλλά και άμεση επίπτωση μέσω αντιστροφής των θετικών προσδοκιών.
Κεντρικό σημείο προσοχής δεν μπορεί να είναι άλλο από την πορεία των δίδυμων ελλειμμάτων. Τόσο το δημοσιονομικό όσο και το εμπορικό, εξέφρασαν τη βαθιά δεκαετή κρίση και διορθώθηκαν μέσα από μια ιδιαίτερα επώδυνη οικονομική, πολιτική, και κοινωνική διαδικασία, με μείωση εισοδημάτων και ευημερίας.
Όσο και αν η απότομη επιδείνωσή τους, λόγω της κρίσης της πανδημίας ήταν αναμενόμενη, η διόρθωσή τους το συντομότερο, αυτή τη φορά σε ένα πλαίσιο ανάπτυξης και όχι ύφεσης, είναι αναγκαία.
Με την πανδημία, η οικονομία μας ήταν από αυτές που είχαν μεγάλα εμπορικά ελλείμματα, κυρίως λόγω της κατάρρευσης του εισερχόμενου τουρισμού. Η μείωση των εισαγωγών και η αύξηση των εξαγωγών αγαθών άμβλυναν, μόνο σε έναν βαθμό, το πλήγμα. Πλέον, η ισχυρή άνοδος της κατανάλωσης που συνοδεύει την ανάκαμψη προκαλεί άνοδο των εισαγωγών, η οποία αναμένεται ακόμη ισχυρότερη για την επόμενη χρονιά.
Επιπλέον, υπάρχει πρόσθετη ανησυχία για τις αγορές ενέργειας όπου αν η άνοδος των τιμών δεν αναστραφεί θα οδηγήσει σε επώδυνες πιέσεις όχι μόνο άμεσα στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις αλλά και συνολικά στο εμπορικό ισοζύγιο – η χώρα μας εισάγει σήμερα ένα πολύ μεγάλο μέρος της ενέργειας που χρειάζεται, κατάσταση που δεν προβλέπεται να βελτιωθεί σύντομα.
Η δημοσιονομική διαχείριση θα είναι επίσης απολύτως κρίσιμη στο επόμενο διάστημα. Αν και η παράταση της πανδημίας επιτρέπει προς το παρόν τη συνέχιση του χαλαρού πλαισίου στην Ευρώπη, η χώρα μας ήταν από αυτές που εμφάνισε από τα μεγαλύτερα ελλείμματα. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως πρέπει πρωτίστως για δικό της όφελος να επιστρέψει σύντομα σε λελογισμένα πλεονάσματα και να μην εμπλακεί σε μια νέα διαδικασία εξαναγκαστικής πειθάρχησης σε εξωτερικούς κανόνες.
Την ίδια ώρα, το μείγμα φόρων και εσόδων πρέπει να προσαρμοστεί για να υποστηρίξει το νέο αναπτυξιακό πρότυπο. Η ανάλογη επίδραση στα κίνητρα και τη δομή της οικονομίας μπορεί να είναι εξίσου σημαντική όσο και οι νέοι πόροι του ταμείου ανάκαμψης.
Οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας είναι θετικές, αλλά μόνο υπό όρους. Διήμερο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του ΙΟΒΕ την προηγούμενη εβδομάδα, προχώρησε σε σχετική συνολική ανάλυση. Επίτροποι και άλλοι υψηλόβαθμοι Ευρωπαίοι διαμορφωτές πολιτικής εξέφρασαν την αισιοδοξία τους, με βάση τις μεταρρυθμίσεις που δρομολογούνται.
Υπουργοί και άλλοι διαμορφωτές της εγχώριας οικονομικής πολιτικής κατέγραψαν επίσης αισιοδοξία καθώς, σε αυτή την κρίση, υπάρχουν ευρωπαϊκοί πόροι και δημοσιονομικός χώρος για να υποστηρίξουν τις αλλαγές. Εκπρόσωποι της παραγωγής και της επιχειρηματικότητας περιέγραψαν τις ευκαιρίες σε κομβικούς τομείς.
Συνολικά, όμως, τα θετικά νέα δεν μπορούν να αποσπούν την προσοχή από τις προκλήσεις και τον δρόμο που έχει να διανύσει η οικονομία. Βρίσκεται μπροστά σε μια κρίσιμη πρόκληση, να αντιστρέψει τη συστηματική πορεία υστέρησης από τους μέσους όρους της Ευρώπης και να διορθώσει στρεβλώσεις στη δομή.
Για να οικοδομηθούν συνθήκες συστηματικής ανάπτυξης, η ανταπόκριση της οικονομικής πολιτικής αυτή τη φορά οφείλει να είναι πολύ πιο αποφασιστική και αποτελεσματική από το παρελθόν.
*Ο Νίκος Βέττας είναι Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ και Καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών