Μέσα σε ειδική κρύπτη στον καθεδρικό Ναό των Τιράνων αναπαύεται πλέον, όπως ήταν η επιθυμία του, ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος, που πέθανε σε ηλικία 95 ετών το περασμένο Σάββατο (25/1). Από την ημέρα του θανάτου του έως σήμερα, ημέρα της ταφής του, ο κόσμος σε Ελλάδα και Αλβανία, όπου τέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα το σκήνωμά του, τον αποχαιρέτησε με σεβασμό και αγάπη.
Σήμερα, προεξάρχοντος του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου τελέστηκε μέσα σε κλίμα συγκίνησης, η εξόδιος Ακολουθία , παρουσία αρχιεπισκόπων ανάμεσά τους ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Ιερώνυμος, εκκλησιαστικών αντιπροσωπειών, εκπροσώπου του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών, εκπροσώπων του Βατικανού, καθώς και των επικεφαλής των θρησκευτικών κοινοτήτων στην Αλβανία.
Κατά τον αποχαιρετισμό του στον Αρχιεπίσκοπο Αναστάσιο ο Οικουμενικός Πατριάρχης, λύγισε λέγοντας «O μέγας στύλος της Ορθοδοξίας στην Αλβανία έπεσε, ενώ τόνισε πως «ο Αναστάσιος υπήρξεν ο υπηρέτης τού θαύματος της εκ νεκρών αναστάσεως της τοπικής Εκκλησίας, μετά την μεγάλην και σκοτεινήν νύκτα της στρατευμένης αθεΐας, μετά τον μέγαν διωγμόν των Χριστιανών από μέρους αντιθέου καθεστώτος».
Ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος θα μπορούσε να αποκληθεί και ο διπλωμάτης της αγάπης σε μια αποστολή την οποία ο ίδιος υπηρέτησε με μέτρο και επίγνωση ανέφερε ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, στον επικήδειο λόγο του. «"Τολμούμε να ελπίζουμε". Στις τρεις αυτές λέξεις του συνοψίζεται, νομίζω, η ζωή και η δράση του ιεράρχη που αποχαιρετούμε σήμερα. Γιατί ακριβώς η τόλμη και η ελπίδα ήταν οι δύο πυξίδες που πάντα οδηγούσαν τον Αναστάσιο σε αυτήν τη θαυμαστή διαδρομή του. Μια διαδρομή σταθερά δίπλα στον άνθρωπο και στα δικαιώματά του» υπογράμμισε.
Ο πρωθυπουργός της Αλβανίας Έντι Ράμα, αποχαιρέτησε τον Μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Αναστάσιο με έναν 20λεπτο επικήδειο, αποδίδοντας τα εύσημα στην προσωπικότητα του Ιεράρχη για το έργο και την προσφορά του.
Όπως τόνισε ήρθε στην Αλβανία, ως πιστός διάδοχος των Αποστόλων στην υπηρεσία της Αλβανίας, αναστήλωσε την Ορθόδοξη Εκκλησία, τόσο από ανθρώπινη όσο και από πνευματική πλευρά. «Τον αποχαιρετούμε ως Αναστάσιο της Αλβανίας -πολύ δύσκολα θα βρεθεί στην ιστορική μνήμη, άλλη προσωπικότητα να έχει ταυτιστεί με την Αλβανία» συμπλήρωσε.
Εκ μέρους της οικογένειας με βαθειά συγκίνηση, η ανιψιά του Μακαριστού Αρχιεπισκόπου Ρωξάνη Γιαννουλάτου, ευχαρίστησε τους πολίτες της Αλβανίας για την αγάπη με την οποία τον περιέβαλαν. Αξίες για την ζωή του όπως τόνισε, ήταν αγάπη, προσφορά, δικαιοσύνη ,ταπεινοφροσύνη, αγώνας, ελπίδα. «Χριστός Ανέστη αδελφοί μου» ευχήθηκε σε όλους.
Ο πρόεδρος της Κεντρικής Επιτροπής του Παγκοσμίου Συμβούλιου Εκκλησιών, ανέφερε πως ο Αναστάσιος ήταν ένας τεράστιος ηγέτης, ένας βαθύτατα θεολογικός ηγέτης, με ευρύτερους ορίζοντες.
Ο Μητροπολίτης Κορυτσάς Ιωάννης, τοποτηρητής της Εκκλησίας της Αλβανίας αναφέρθηκε στο μεγάλο ανθρωπιστικό έργο και στο γεγονός ότι αφοσιώθηκε σε πρώτο πλάνο στην Παιδεία, ακούραστος, ακτινοβολούσε το φως εκεί που υπήρχε το σκότος. «Ήταν πάντα η αγάπη και ο σεβασμός για κάθε ανθρώπινο ον, αυτό είχε ανάγκη η χώρα ,στήριξε τον διάλογο ανάμεσα σε όλο τον κόσμο» είπε μεταξύ άλλων. «Ο λόγος του Θεού γεφυρώνει. Ήταν ζωντανό παράδειγμα της ακλόνητης πίστης στο θεό, στις δυσκολίες δεν υποχώρησε. Στάθηκε δυνατός ως Βράχος. Ο θεός δεν θα μας εγκαταλείψει. Προσέφερε τον μεγάλο πνευματικό ου πλούτο την σύνεση τη γνώση, ενός μεγάλου πνευματικού ποιμένα» συμπλήρωσε.
Ο Ηγούμενος της Μονής Ξενοφώντος Αλέξιος στην Ιερά Κοινότητα του Άγιου Όρους προσερχόμενος στον καθεδρικό Ναό εξήρε την προσωπικότητα του μακαριστού Ιεράρχη τον οποίον όπως ανέφερε γνώριζε από το 1959. Είμαι βαθύτατα συγκινημένος που βρίσκομαι σε αυτήν την σύναξη, για να αποτίσουμε φόρο τιμής στον Μεγάλο Αρχιεπίσκοπο, ο οποίος αναγέννησε την Εκκλησία της Αλβανίας. Γνωριστήκαμε το 1959. Ήμουν 20 ετών όταν αυτός ήταν 30 ετών και συνδεθήκαμε βαθύτατα. Και από τότε μας ενέπνεε η εξαίρετη μορφή του. Ένα, άνθρωπος ο οποίος μεγαλούργησε και έφυγε στην αιωνιότητα αφήνοντας πίσω μια ιστορία η οποία θα τον συνοδεύει και η οποία θα βοηθήσει να συνεχίσει αυτή η χώρα την πορεία της προς την Ορθοδοξία, σημείωσε.
Από την Ελλάδα στην κηδεία του Αρχιεπισκόπου Αναστάσιου παρέστησαν, μεταξύ άλλων ο υπουργοί Εξωτερικών Γιώργος Γεραπετρίτης, Εθνικής Άμυνας Νίκος Δένδιας, Παιδείας Κυριάκος Πιερρακάκης και Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης, ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Νίκος Ανδρουλάκης, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ Σωκράτης Φάμελλος, η βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Νίνα Κασιμάτη, οι ευρωβουλευτές της ΝΔ Φρέντι Μπελέρης και του ΣΥΡΙΖΑ Νίκος Φαραντούρης, καθώς και ο Νίκος Φίλης από τη Νέα Αριστερά.
Κυρ. Μητσοτάκης: Φωτεινό παράδειγμα σοφίας και δράσης
Φωτεινό παράδειγμα σοφίας και δράσης χαρακτήρισε τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Αναστάσιο ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, στον επικήδειο λόγο του, κάνοντας παράλληλα λόγο για έναν “διπλωμάτη της αγάπης“σε μια αποστολή, την οποία ο ίδιος υπηρέτησε με μέτρο και επίγνωση.
«”Τολμούμε να ελπίζουμε” στις τρεις αυτές λέξεις του συνοψίζεται, νομίζω, η ζωή και η δράση του ιεράρχη που αποχαιρετούμε σήμερα. Γιατί ακριβώς η τόλμη και η ελπίδα ήταν οι δύο πυξίδες που πάντα οδηγούσαν τον Αναστάσιο σε αυτή την θαυμαστή διαδρομή του. Μια διαδρομή σταθερά δίπλα στον άνθρωπο και στα δικαιώματά του. Πότε ως ταπεινός ιεραπόστολος στην Αφρική των πεινασμένων παιδιών. Πότε ως αθόρυβος συμπαραστάτης των φοιτητών στην Ελλάδα της δικτατορίας. Και βέβαια ως μέγας αναστυλωτής και επίμονος πρωτεργάτης της Ορθοδοξίας στην Αλβανία. Σε αυτό το μεγαλείο μιας ξεχωριστής προσωπικότητας υποκλινόμαστε γιατί ο Αρχιεπίσκοπος Τιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας, ήταν ταυτόχρονα ένας διανοούμενος της πίστης, αλλά και ένας απλός υπηρέτης του πλησίον του», τόνισε ο πρωθυπουργός.
«Με άλλα λόγια, ένα φωτεινό παράδειγμα σοφίας, αλλά και δράσης. Η εκδημία του δημιουργεί ένα δυσαναπλήρωτο κενό, όχι μόνο στον τόπο του και στην Ομογένεια μας, όχι μόνο σε όλα τα μέρη όπου χτυπά η καρδιά του Ελληνισμού, για τον οποίο υπήρξε επί δεκαετίες ένας αληθινός φάρος, φάρος αγάπης και προσφοράς. Ευγένειες και απλότητας, πειθούς και αποτελεσματικότητας. Φάρος της Ορθοδοξίας. Και της Ορθόδοξης Χριστιανικής βιοτής, πίστης» σημείωσε ο κ. Μητσοτάκης και πρόσθεσε:
«Οι περισσότεροι εδώ γνωρίζουν βέβαια καλά τι πέτυχε ο Αναστάσιος από την πρώτη ώρα που έφτασε στην Αλβανία το μακρινό 1991, σε μία ερημωμένη χώρα, ύστερα από το πέρασμα ενός αυταρχικού καθεστώτος. Κι όμως, αντλώντας δύναμη από τη βαθιά πίστη του, θεμελίωσε την Ορθόδοξη Αυτοκέφαλη Εκκλησία, ίδρυσε 400 και πλέον ενορίες, έχτισε και ανοικοδομήσει εκατοντάδες ναούς, χειροτόνησε 145 νέους κληρικούς, ενώ παράλληλα ίδρυσε δεκάδες εκπαιδευτικά, υγειονομικά και φιλανθρωπικά ιδρύματα, ένα μικρό, ίσως ένα μεγάλο θαύμα μέσα στα ερείπια».
“Μαζεύουμε τις πέτρες που μας πετούν όσοι πολεμούν το έργον μας“, συνήθιζε να λέει πάντα με το χαμόγελο στο πρόσωπό του και “με αυτές χτίζουμε εκκλησίες και σχολεία”. Το έλεγε και το εννοούσε. Δεν είναι τυχαίο ότι σήμερα τον θρηνούν Έλληνες και Αλβανοί, αλλά παντού, όπου υπάρχει άνθρωπος, ανεξάρτητα από θρησκεία, ανεξάρτητα από εθνική καταγωγή, πάντα ο Αρχιεπίσκοπος υπήρξε πράγματι μια γέφυρα φιλίας ανάμεσα στους δύο λαούς μας και ένας κρίκος επικοινωνίας ανάμεσα στα δύο κράτη μας.
Θα μπορούσε λοιπόν δίκαια να αποκληθεί και ο διπλωμάτης της αγάπης σε μια αποστολή μάλιστα, την οποία ο ίδιος υπηρέτησε με μέτρο και επίγνωση. Όμως ταυτόχρονα και με έναν ανυποχώρητο δυναμισμό. Είμαι από τους τυχερούς που γνώρισα και συνεργάστηκα στενά επί χρόνια με τον ιεράρχη μας και δεν θα κρύψω πως θεωρώ αυτήν την εμπειρία όχι μόνο κατάθεση πολιτική, αλλά και έναν πλούτο προσωπικό, καθώς ήταν άγιος και σοφός, όπως τον είχε αποκαλέσει ο πατέρας μου. Ένα πρόσωπο που σε κατακτούσε με τις γνώσεις του και ένας χαρακτήρας που χωρίς να το ομολογεί, χωρίς καν να προσπαθεί ιδιαίτερα σε καλούσε με το ύφος του να γίνεις καλύτερος. Εκεί άλλωστε συναντιόντουσαν και οι ρόλοι μας, στη δυνατότητα δηλαδή να κατανοεί κανείς τα προβλήματα των πολλών, ιδίως των πιο αδύναμων, και παρά τις δυσκολίες να μάχεται για να βρουν τη λύση τους.
Για τις Ελληνίδες και τους Έλληνες και τους Ορθόδοξους στην Αλβανία και απανταχού της γης ο Αναστάσιος υπήρξε πηγή υπερηφάνειας. Υπήρξε ακούραστος και ταπεινός υπηρέτης, προσφέροντας ελπίδα και πνευματική καθοδήγηση στο ελληνορθόδοξο ποίμνιο απανταχού της γης. Μέσα από τη θεολογική του σοφία, αλλά και την ταπεινοφροσύνη του απέδειξε ότι η Εκκλησία, η Ορθόδοξη, μπορεί να είναι μια ζωντανή κοινότητα αγάπης και κοινωνικής μέριμνας που ενώνει τους λαούς. Γι αυτό και όλοι μας τώρα νιώθουμε μια βαθιά θλίψη δίπλα στο δέος, αλλά και τη βαριά κληρονομιά που αφήνει.
Διότι ως ποιμένας έχτισε εκκλησίες, ενώ ως ταγός οικοδόμησε γέφυρες συνεργασίας μεταξύ λαών και θρησκειών. Έδειξε έτσι πως μπορεί να είσαι ταυτόχρονα και αυθεντικά Έλληνας, αλλά και αληθινά οικουμενικός. Είθε το παράδειγμά του να συνεχίσει να μας εμπνέει και το έργο του να βρει ισάξιους συνεχιστές. Τον αποχαιρετώ με το δικό του κάλεσμα, με το οποίο και ξεκίνησα: “Τολμάμε να ελπίζουμε“».