Πρόσφατα έπεσαν οι «τίτλοι τέλους» στην προσπάθεια της μεγαλύτερης εξορυκτικής εταιρείας στον κόσμο, της αυστραλιανής BHP (BHP LONDON, NYSE, SYDNEY), να εξαγοράσει την αγγλική Anglo American (AAL LONDON, AGL JOHANNESBURG). Παρά το γεγονός πως ο Mike Henry, διευθύνων σύμβουλος της BHP, ανέβασε τουλάχιστον τρεις φορές τη χρηματική αξία της προσφοράς, τελικά αποφάσισε να μην υποβάλει οριστική και δεσμευτική πρόταση εξαγοράς, καθώς δεν κατάφερε να πείσει τη διοίκηση και τους μεγάλους μετόχους της Anglo American πως η προσφορά ήταν συμφέρουσα για αυτούς για τους εργαζόμενους της εταιρείας και την οικονομία της Νότιας Αφρικής.
Το εγχείρημα ήταν αρκετά πολύπλοκο, καθώς η Anglo δεν έχει στην κατοχή της μόνο τα ορυχεία χαλκού που «λιγουρεύεται» η BHP και άλλες μεγάλες εξορυκτικές εταιρείες, αλλά και ορυχεία διαμαντιών, και άνθρακα και δύο θυγατρικές εταιρείες με εκτεταμένα συμφέροντα στους τομείς της εξόρυξης πλατίνας, παλλαδίου και σιδηρομεταλλεύματος. Σχεδόν όλες οι δραστηριότητες εκτός από αυτήν του χαλκού είναι συγκεντρωμένες στη Νότιο Αφρική. Η δυσκολία του εγχειρήματος έγκειται στην εξεύρεση ενός έξυπνου και γρήγορου τρόπου διαχωρισμού των βασικών κλάδων της Anglo που θα αποσπάσει την έγκριση των εργατικών ενώσεων των μεταλλωρύχων της Νότιας Αφρικής και της κυβέρνησης της χώρας που ελέγχουν ένα σημαντικό ποσοστό του μετοχικού κεφαλαίου της Anglo.
Η αποτυχημένη απόπειρα του Mike Henry είναι πλέον πίσω μας και για τουλάχιστον έξι μήνες η BHP δεν μπορεί να επανέλθει με μία νέα πρόταση, καθώς αυτό απαγορεύεται από τη νομοθεσία του Ηνωμένου Βασιλείου. Όμως κανείς στις διεθνείς αγορές και στην παγκόσμια εξορυκτική βιομηχανία δεν τρέφει αυταπάτες. Όλοι γνωρίζουν πως η κίνηση της BHP δεν είναι η πρώτη και σίγουρα απέχει πάρα πολύ από το να είναι η τελευταία προσπάθεια εξασφάλισης κοιτασμάτων και ορυχείων χαλκού από τους μεγάλους διεθνείς «παίκτες» της αγοράς.
Όταν έγινε δημοσίως γνωστή η προσέγγιση που αποπειράθηκε ο Mike Henry, είχαμε ρίξει μία γρήγορη ματιά στην παγκόσμια αγορά χαλκού και στην προσπάθεια και επιθυμία των μεγάλων του κλάδου να συγκεντρώσουν όσο περισσότερα ορυχεία μπορούν.
Το γεγονός πως η ίδια η Anglo American αποφάσισε να ξεκινήσει τη διαδικασία διαχωρισμού των διάφορων δραστηριοτήτων της και να αποσχίσει τον τομέα πλατίνας και παλλαδίου δίνοντας τον στους μετόχους της σημαίνει πως ο επόμενος μνηστήρας που θα εμφανιστεί θα έχει ένα πιο εύκολο έργο από αυτό του Mike Henry, καθώς η δομή της εταιρείας θα είναι πλέον πολύ πιο απλή. Οι ειδικοί της αγοράς είναι απολύτως πεπεισμένοι πως, αργά ή γρήγορα (ανάλογα με την ταχύτητα υλοποίησης των σχεδίων αναδιάρθρωσης της Anglo) η εταιρεία θα βρεθεί στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος.
Είτε σαν αποδέκτης μίας νέας προσφοράς εξαγοράς από κάποια από τις μεγάλες παγκόσμιες δυνάμεις είτε σαν πρωταγωνίστρια μίας απόπειρας συγχώνευσης με μία άλλη εταιρεία εξόρυξης χαλκού μεσαίου μεγέθους. Οι μεγάλοι της αγοράς είναι λίγο πολύ γνωστοί. Η BHP, η οποία ήταν το 2023 ήταν η τρίτη σε εξόρυξη χαλκού στον κόσμο με 1,22 εκατ. τόνους, λίγο πίσω από την πρώτη στον κατάλογο χιλιανή Codelco η οποία είναι υπό κρατικό έλεγχο και εξόρυξε 1,33 εκατ.τόνους και την αμερικανική Freeport McMoRan (FCX US) η οποία ακολουθεί με 1,27 εκατομμύρια τόνους.
Η μεξικανική Grupo Mexico (GMEXICO, MEXICO CITY) ακολουθεί με 0,92 εκατομμύρια τόνους ενώ η Glencore (GLEN LONDON) είναι πολύ κοντά της με 0,90 εκατομμύρια τόνους. Όλοι αυτοί, εκτός μάλλον από την Codelco, θα μπορούσαν να εμφανιστούν ως πιθανοί μνηστήρες της Anglo American, η οποία εξόρυξε πέρυσι 0,83 εκατομμύρια τόνους από το κόκκινο μέταλλο. Στο παιχνίδι θα μπορούσε να μπει και η Rio Tinto (RIO LONDON, NYSE, SYDNEY), η δεύτερη μεγαλύτερη εξορυκτική εταιρεία του κόσμου, η οποία δεν έχει κρύψει την επιθυμία της να αποκτήσει πιο σημαντική παρουσία στην αγορά χαλκού. Το ενδιαφέρον δεν περιορίζεται όμως στην Anglo American. Όλες οι μεσαίες και μικρές εταιρείες μπορεί να αποτελέσουν στόχο των τριών γιγάντων (BHP, Rio Tinto, Glencore).
Οι κινήσεις που έχουν γίνει ήδη την τελευταία διετία δείχνουν ξεκάθαρα την επικρατούσα τάση. Η BHP εξαγόρασε το 2023 την αυστραλιανή Oz Mines πληρώνοντας 6,4 δις δολάρια ΗΠΑ και μεγάλωσε την παρουσία της στον τομέα του χαλκού. Στο τέλος του 2022, η Rio Tinto εξαγόρασε την καναδική Turquoise Hill Resources, αφού πρώτα ανέβασε τρεις φορές την προσφορά της προς τους μετόχους μειοψηφίας της επιχείρησης, πληρώνοντας 3,3 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ για να αποκτήσει το 49% που δεν κατείχε ήδη. Αγοράζοντας την Turquoise Hill, η Rio εξασφάλισε τον έλεγχο του 66% ενός πολύτιμου ορυχείου χαλκού στη Μογγολία και ελπίζει πως χάρη σε αυτό θα ανεβάσει την ετήσια παραγωγή χαλκού στους 0,90 εκατομμύρια τόνους μέχρι το 2028. Η Glencore προσπάθησε πέρυσι να εξαγοράσει την καναδική Teck Resources (TECK NYSE, TECK-B, TORONTO) αλλά δεν τα κατάφερε, είναι όμως θέμα χρόνου να δούμε μία νέα κίνηση προς την καναδική επιχείρηση, από την Glencore ή κάποιον άλλον.
Ο λόγος για τον οποίον υπάρχει τέτοιο ενδιαφέρον για την απόκτηση πρόσβασης σε κοιτάσματα και ορυχεία χαλκού είναι γνωστός και έχει αναφερθεί πολλές φορές στο liberal.gr: Η πράσινη ενεργειακή μετάβαση δεν θα μπορέσει να γίνει πραγματικότητα χωρίς τη σημαντική αύξηση της παραγωγής χαλκού, καθώς η ζήτηση για το μέταλλο αναμένεται να αυξηθεί σημαντικά τα επόμενα χρόνια. Το ενδιαφέρον εδώ είναι πως στο παιχνίδι των εξαγορών και συγχωνεύσεων στον τομέα του χαλκού συμμετέχουν αρκετά ενεργά και οι μεγάλες παγκόσμιες εταιρείες χρυσωρυχείων, ενώ κάποιες από τις εταιρείες που αναφέραμε παραπάνω έχουν σημαντικές δραστηριότητες στον τομέα της εξόρυξης χρυσού. Όταν η BHP εξαγόρασε την Oz Minerals απέκτησε πρόσβαση και σε ορυχεία χρυσού, ενώ η Freeport McMoRan έχει πολύ εκτεταμένα συμφέροντα στον τομέα του χρυσού.
Η μεγαλύτερη εισηγμένη εταιρεία χρυσωρυχείων, η αμερικανική Newmont (NEM NYSE), είχε παραγωγή περίπου 600.000 τόνων χαλκού ετησίως μέχρι το 2022, και την ανέβασε στους 720.000 τόνους μετά την εξαγορά της αυστραλιανής Newcrest, η οποία της κόστισε περίπου 19 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ. Η εξαγορά της Newcrest δεν έγινε όμως για τα ορυχεία χαλκού που διέθετε, αλλά για τη σημαντική παρουσία της στον τομέα της εξόρυξης χρυσού. Όπως και στην περίπτωση του χαλκού, έτσι και στον χρυσό είναι εμφανής η προσπάθεια όλων των επιχειρήσεων να αυξήσουν το μέγεθός τους αγοράζοντας άλλες επιχειρήσεις, ειδικά αν οι στόχοι τους διαθέτουν ορυχεία σε «ασφαλείς» περιοχές με μικρούς κινδύνους από πιθανές κρατικές παρεμβάσεις. Και εδώ, είναι προφανές πως οι μεγάλες επιχειρήσεις του κλάδου πιστεύουν πως η ζήτηση για το πολύτιμο μέταλλο θα βαίνει αυξανόμενη τα επόμενα χρόνια και θέλουν να αυξήσουν το μέγεθός τους και να πετύχουν οικονομίες κλίμακας.
Ένα κοινό χαρακτηριστικό και στον χαλκό και στον χρυσό είναι η δυσκολία στην εξεύρεση νέων υποσχόμενων κοιτασμάτων και κυρίως η δυσκολία στην εξασφάλιση των σχετικών αδειών για την εκμετάλλευσή τους και η συνεννόηση με τις τοπικές κοινωνίες που επηρεάζονται από τη λειτουργία των ορυχείων. Αυτό κάνει ακόμα πιο λογική κίνηση την εξαγορά άλλων επιχειρήσεων. Οι εξαγορές και συγχωνεύσεις στον τομέα του χρυσού είναι πολύ συχνές και αρκετές από αυτές έχουν σημαντική αξία. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε την εξαγορά της Kirkland Lake από την Agnico Eagle Mines (AEM NYSE), κίνηση που κόστισε περίπου 11 δισεκατομμύρια, ολοκληρώθηκε μέσα στο 2022 και έφερε την AEM πολύ κοντά στη δεύτερη παγκόσμια δύναμη του κλάδου, την Barrick (GOLD NYSE).
Σημαντική ήταν και η εξαγορά της Yamana Gold από την Agnico Eagle Mines και την Pan American Silver (PAAS NYSE), κίνηση που ολοκληρώθηκε μέσα στο 2023. Οι μέτοχοι της Yamana πήραν στα χέρια τους μετοχές των δύο αγοραστών, αξίας περίπου 5 δισεκατομμυρίων δολαρίων, και η AEM με την PAAS μοιράστηκαν μεταξύ τους τα χρυσωρυχεία της Yamana, κρατώντας η κάθε μια αυτά που ήταν πιο συμπληρωματικά προς το δικό της χαρτοφυλάκιο.
Έτσι όπως βλέπουμε τα πράγματα, μας φαίνεται βέβαιο πως αρκετά σύντομα θα δούμε και άλλες προσπάθειες μεγέθυνσης των μεγάλων εταιρειών εξόρυξης χαλκού και χρυσού. Πόσο σύντομα δεν είναι εύκολο να πούμε, αλλά δεν πιστεύουμε πως θα περάσουν πολλοί μήνες μέχρι τότε. Δεν έχουμε καμία αμφιβολία πως οι μελετηροί επενδυτές που θέλουν να πάρουν λίγο ρίσκο έχουν πέσει εδώ και καιρό με τα μούτρα στη μελέτη για να βρουν τους επόμενους στόχους εξαγοράς.