Η αναβίωση του Jackson Hall στο Κολωνάκι που πήρε ξανά ζωή έπειτα από δέκα χρόνια και επενδύσεις 7 εκατ. ευρώ, η έλλειψη προσωπικού, ο σκόπελος των αδειοδοτήσεων, τα παγωτά Δωδώνη και η επένδυση στη Βοιωτία βρέθηκαν στο επίκεντρο της συνέντευξης για το άνοιγμα του ιστορικού καταστήματος από τον Όμιλο Βενέτη.
«Το ακίνητο πέρασε στη Βενέτη το 2015. Χρειαστήκαμε μια ολόκληρη δεκαετία για να το γκρεμίσουμε συθέμελα. Το κόστος κατασκευής ανήλθε στα 7 εκατ. ευρώ και αφορά στο γκρέμισμα, τις αδειοδοτήσεις, την κατασκευή, τον εξοπλισμό, τη διακόσμηση και την καταβολή μισθωμάτων όλα αυτά τα χρόνια», εξήγησε χθες, μιλώντας στους δημοσιογράφους, ο επικεφαλής του ομίλου Βενέτη, Παναγιώτης Μονεμβασιώτης.
Για να παραδεχθεί ότι, «δεν θα κάνουμε ποτέ απόσβεση για το Jackson Hall. Μπήκαμε στο Κολωνάκι γιατί είχαμε την προσδοκία ότι ήταν μια δυνατή περιοχή. Αλλά ύστερα από δέκα χρόνια, αυτό δεν ισχύει πια. Η περιοχή του Κολωνακίου είναι πάρα πολύ δύσκολη και ειδικά μετά τον κορονοϊό, ανέβηκε πολύ το κόστος κατασκευής ακινήτων», σχολίασε χαρακτηριστικά.
Αναφερόμενος στους λόγους για τους οποίους καθυστέρησε η υλοποίηση του έργου, ο κ. Μονεμβασιώτης εξήγησε ότι τα τελευταία χρόνια άλλαξε η νομοθεσία που αφορά στις αδειοδοτήσεις και ήταν μονόδρομος η κατεδάφιση του κτιρίου και η ολική ανακατασκευή του.
Το κτίριο έχει συνολική επιφάνεια 845 τμ. Ενώ αρχικά διέθετε ημιυπόγειο, ημιώροφο και πρώτο όροφο, ανασκευάστηκε πλήρως και διαθέτει πλέον το Artisan Bakery, ένα σύγχρονο αρτοποιείο στο ισόγειο, ένα εργαστήριο παραγωγής ψωμιού στον ημιώροφο και το Βar-Restaurant στον πρώτο όροφο. Στο Jackson Hall στο Κολωνάκι απασχολούνται σήμερα 45 άτομα, ενώ ο όμιλος Βενέτη απασχολεί περισσότερα από 1.750 άτομα.
Όπως αποκάλυψε ο ίδιος απαντώντας σε σχετική ερώτηση του Liberal, η γνωστή αλυσίδα δεν πρόκειται να προχωρήσει άμεσα στην περαιτέρω επέκταση του δικτύου της και δη το άνοιγμα νέων καταστημάτων, σημειώνοντας χαρακτηριστικά πως «δεν πρόκειται να ανοίξουμε άλλα καταστήματα τόσο μεγάλα όσο το κατάστημα στο Κολωνάκι. Έχουμε ήδη 20 μεγάλα και δεν σχεδιάζουμε να επεκταθούμε περαιτέρω. Το πρόβλημα με το προσωπικό είναι πολύ μεγάλο και δεν πρόκειται να ξεπεραστεί εντός των επόμενων τριών ετών. Η εστίαση παραπαίει. Πολλά καταστήματα λειτουργούν χωρίς υπεύθυνο και δεν έχουν πλέον ευχαριστημένους πελάτες», τόνισε.
Σημειώνεται ότι ο όμιλος Βενέτη διατηρεί πλέον ένα δίκτυο 130 καταστημάτων. Μέσα στο 2024, άνοιξαν οκτώ νέα καταστήματα και ανακαινίστηκαν 10 από τα υφιστάμενα.
Ωστόσο, τα βασικά προβλήματα της έλλειψης προσωπικού και των αδειοδοτήσεων αλλάζουν τα σχέδια και το σχέδιο μετεγκατάστασης του εργοστασίου της Βενέτης από τη Λυκόβρυση στη Βοιωτία σε ιδιόκτητη έκταση.
«Τώρα κατορθώσαμε να πάρουμε άδεια, αλλά σκεφτόμαστε να κάνουμε μια νέα αγορά κοντά στην περιοχή που βρισκόμαστε. Δεν βρίσκουμε στην Αττική προσωπικό, πόσο μάλλον στη Βοιωτία», σημείωσε.
Τέλος σε ό,τι αφορά την Παγωτά Δωδώνη, που από το καλοκαίρι του 2024 έχει περάσει στην ιδιοκτησία της εταιρείας Βενέτη, βρίσκεται πλέον σε τροχιά εξυγίανσης. Η αίτηση επικύρωσης της συμφωνίας εξυγίανσης τέθηκε προς συζήτηση στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών τον περασμένο Ιανουάριο, με τον κ. Μονεμβασιώτη να δηλώνει πως «πλέον αναμένουμε την τελική απόφαση του δικαστηρίου».
Παράλληλα, λανσάρονται νέα προϊόντα στον χώρο του ποιοτικού παγωτού μόνο με φρέσκο γάλα, όπως η νέα σειρά «ΠΑΓΩΤΑ ΔΩΔΩΝΗ 1967» με συνταγές της εποχής εκείνης. Η εταιρεία θα επενδύσει στην απόκτηση νέου σύγχρονου εξοπλισμού, στην αναβάθμιση των καταστημάτων του σημερινού δικτύου και στην ανάπτυξη νέων σημείων πώλησης με νέο concept καταστημάτων.
Σε ό,τι αφορά την πορεία των οικονομικών μεγεθών του ομίλου Βενέτη, ο τζίρος ανήλθε το 2024 στα 75 εκατ. εκατ. ευρώ έναντι 64 εκατ. € το 2023, σημειώνοντας αύξηση 17%. Τα κέρδη προ φόρων του Ομίλου έφτασαν το 2024 τα 5,3 εκατ. ευρώ από 6,4 εκατ. ευρώ το 2023, σημειώνοντας μείωση 15%. Οι συνολικές πωλήσεις όλων των σημάτων του ομίλου ανέρχονται στα 150 εκατ. ευρώ. Σε ό,τι αφορά στο δίκτυο καταστημάτων, η εταιρεία διαθέτει σήμερα 130 σημεία πώλησης.
Στρατηγικός στόχος της ΒΕΝΕΤΗ για το 2025 είναι να επενδύσει στην εξαγορά μικρών, οικογενειακών, ελληνικών εταιρειών παραγωγής ποιοτικών προϊόντων. Παράλληλα κινείται στην κατεύθυνση εξασφάλισης πρώτων υλών παραγωγής που προέρχονται από τον τόπο μας, όπως το γάλα και το λάδι. Mε στόχο την παραγωγή και χρήση μόνο φυσικών πρώτων υλών στα προϊόντα της, η εταιρεία δραστηριοποιείται πλέον στην αγορά του φρέσκου γάλακτος, στη Βοιωτία και του ελαιολάδου, στην Ολυμπία Ηλείας.