Σε προχωρημένες συζητήσεις με διεθνείς παίκτες βρίσκεται, σύμφωνα με πληροφορίες, η εταιρεία ταχυμεταφορών ACS του ομίλου Quest. Ένας από τους ομίλους που φέρεται να ενδιαφέρεται για την ACS είναι ο πολυεθνικός όμιλος GLS, που συνεργάζεται ήδη με την ACS.
Αν το deal προχωρήσει, τότε θα μιλάμε για μια συμφωνία που θα αλλάξει τα δεδομένα στην ελληνική αγορά ταχυμεταφορών.
Η GLS αποτελεί έναν πολυεθνικό «γίγαντα» στον τομέα της μεταφοράς δεμάτων, με κύκλο εργασιών που υπερβαίνει τα 5 δις. ευρώ και την παρουσία σε 40 χώρες.
Αφετηρία της είναι η Γερμανία, όπου το GLS Group ξεκίνησε με την επωνυμία «German Parcel». Σήμερα, με έδρα την Ολλανδία, και συγκεκριμένα το Άμστερνταμ, έχει θυγατρικές και στον Καναδά αλλά και στις ΗΠΑ (Δυτική Ακτή).
Η GLS προσφέρει τις υπηρεσίες της σε περίπου 40 χώρες μέσω θυγατρικών και συνεργαζόμενων εταιρειών, με ένα δίκτυο που περιλαμβάνει πάνω από 120 κεντρικούς κόμβους και περισσότερες από 1.600 αποθήκες, υποστηριζόμενο από 37.000 οχήματα για την τελική παράδοση και 4.500 φορτηγά μεγάλων αποστάσεων. Ο τζίρος ξεπερνά τα 5 δισ. ευρώ και παραδίδει πάνω από 870 εκατ. δέματα.
Η ACS, θυγατρική του ομίλου Quest, διαθέτει ήδη μερίδιο αγοράς 35% και 25% στις διεθνείς μεταφορές, ενώ εκτιμάται ότι η αγορά στο σύνολό της αγγίζει σήμερα τα 500 εκατ. ευρώ.
Σύμφωνα με στελέχη της εταιρείας, η ανάπτυξή της στοχεύει στην αύξηση αυτού του ποσοστού μέσω νέων επενδύσεων και της αξιοποίησης του νέου υπερσύγχρονου κέντρου διαλογής 36.000 τ.μ. στο Αιγάλεω.
Το κέντρο αυτό, πλήρως αυτοματοποιημένο, είναι επένδυση 50 εκατ. ευρώ, μπορεί να επεξεργάζεται 50.000 δέματα την ώρα, τετραπλασιάζοντας έτσι την προηγούμενη δυνατότητα της ACS.
Επιπλέον, προγραμματίζονται πρόσθετες επενδύσεις ύψους 50 εκατ. ευρώ για την επόμενη πενταετία, περιλαμβάνοντας τη δημιουργία δικτύου smart lockers, εκσυγχρονισμό καταστημάτων και δημιουργία ηλεκτρικού στόλου. Στο εννεάμηνο του 2023 σημείωσε αύξηση στις πωλήσεις (+6,1%), με αντίστοιχη αύξηση των κερδών προ φόρων (+3,6%).
Ο ρυθμός ανάπτυξης της δραστηριότητας της ACS συνδέεται στενά με την ανάπτυξη του ηλεκτρονικού εμπορίου. Αυτό σημαίνει ότι η ζήτηση για υπηρεσίες ταχυμεταφορών αυξάνεται παράλληλα με την αύξηση των online αγορών, καθώς οι καταναλωτές αναζητούν γρήγορους και αξιόπιστους τρόπους αποστολής των προϊόντων που αγοράζουν μέσω του διαδικτύου.