Ο αριθμός των νέων επιχειρήσεων που ιδρύθηκαν μέσα στο 2024 σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του Γενικού Εμπορικού Μητρώου είναι πράγματι ενθαρρυντικός. 64.262 επιχειρήσεις ξεκίνησαν τη λειτουργία τους μέσα στην περασμένη χρονιά. Η ανοδική τάση της ίδρυσης νέων επιχειρήσεων που παρατηρείται κατά τη διάρκεια της τελευταίας τετραετίας, πιστοποιεί σε μεγάλο βαθμό τη θετική πορεία της ελληνικής οικονομίας και θρυμματίζει το επιχείρημα ότι στη χώρα μας ευημερούν οι αριθμοί και όχι οι άνθρωποι.
Διότι η ίδρυση επιχειρήσεων συμβαδίζει με την υποχώρηση της επιφυλακτικότητας και του κλίματος ανασφάλειας που κυριαρχούσε για μια μακρά περίοδο ανάμεσα στους πολίτες. Παράλληλα, προϋποθέτει την ανάληψη ρίσκου. Και η ανάληψη ρίσκου εξαρτάται απόλυτα από το ευρύτερο πολιτικό, οικονομικό και επιχειρηματικό τρέχον περιβάλλον και από τις προβλέψεις και τις προσδοκίες για το μέλλον.
Ωστόσο, η ποιοτική ανάλυση των νέων 64.262 επιχειρήσεων δεν είναι τόσο ενθαρρυντική όσον αφορά τη νομική μορφή τους που προσδιορίζει σε γενικές γραμμές και το μέγεθος τους και όσον αφορά τους κλάδους δραστηριοποίησης τους.
Μόλις το 2,5% είναι ανώνυμες εταιρείες, οι οποίες συνήθως χαρακτηρίζονται από σχετικά μεγάλη κλίμακα δραστηριότητας και υψηλή απασχόληση. Το 21,2% ιδιωτικές κεφαλαιουχικές εταιρείες, που έχουν αναπτυξιακές προοπτικές. Το υπόλοιπο 76,3% αποτελείται από ατομικές, ομόρρυθμες (ΟΕ) και ετερόρρυθμες (ΕΕ) επιχειρήσεις, που συνήθως αποτελούν δείγματα επιχειρηματικότητας ευκαιρίας ή ανάγκης ή κατοχύρωσης νομικής μορφής.
Και αυτό συμβαίνει σε μια χρονική περίοδο, όπου σύμφωνα με την έρευνα της Εθνικής Τράπεζας που αφορά τις Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις (ΜμΕ) στο Β’ Εξάμηνο του 2024, καταγράφεται μια υποχώρηση του Δείκτη Εμπιστοσύνης των ΜμΕ κατά 13 μονάδες.
Έτσι βλέπουμε ότι ιδρύονται κυρίως μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, μέσα σε ένα περιβάλλον, ιδιαίτερα δυσμενές σύμφωνα με τους ίδιους τους επιχειρηματίες. Το 18% των ΜμΕ που δέχονται πιέσεις από το εξωτερικό περιβάλλον αναφέρουν ότι θα προχωρήσουν σε αθέτηση των υποχρεώσεων τους, το 30% ότι θα αναβάλουν τις επενδύσεις τους και το 16% ότι θα αναγκαστεί να κάνει και τα δυο.
Σύμφωνα με την έρευνα της Εθνικής Τράπεζας, όσον αφορά τις μεσαίες επιχειρήσεις, ο Δείκτης Εμπιστοσύνης διαμορφώθηκε στις 22 μονάδες, έναντι 37 του προηγούμενου εξαμήνου, ενώ το 65% του τομέα στοχεύει σε ανάπτυξη, έναντι του 80% του προηγούμενου εξαμήνου. Παράλληλα, το 57% των επιχειρήσεων αισθάνονται δυσμενέστερη επίδραση από το εξωτερικό περιβάλλον σε σχέση με την προηγούμενη πενταετία, με το 27% να θεωρεί πως είναι αμετάβλητη.
Στις μικρές επιχειρήσεις, ο Δείκτης Εμπιστοσύνης προσέγγισε τις 14 μονάδες έναντι 25 του προηγούμενου εξαμήνου, ενώ μικρή υποχώρηση σημείωσε ο στόχος ανάπτυξης που μειώθηκε στο 49% έναντι 56% του προηγουμένου εξαμήνου. Επιπλέον, για το 39% των επιχειρήσεων του τομέα, η πίεση από το εξωτερικό περιβάλλον είναι εντονότερη σε σχέση με την προηγούμενη πενταετία, ενώ για το 52% είναι της ίδιας έντασης.
Τα πράγματα φαίνεται ότι είναι ακόμα πιο δυσοίωνα για τις πολύ μικρές επιχειρήσεις. Έτσι, ο Δείκτης Εμπιστοσύνης των πολύ μικρών επιχειρήσεων βρίσκεται στις 10 μονάδες από 21 μονάδες του προηγούμενου εξαμήνου. Παράλληλα, το 44% των επιχειρήσεων του τομέα αισθάνονται δυσμενέστερη επίδραση από το εξωτερικό περιβάλλον σε σχέση με την προηγούμενη πενταετία, με το 41% να θεωρεί πως είναι σταθερή.
Η υποχώρηση του Δείκτη Εμπιστοσύνης συνοδεύεται και από μείωση των τιμών τόσο του Δείκτη Τρέχουσας Ζήτησης όσο και του Δείκτη Μελλοντικής Ζήτησης.
Οριακή υποχώρηση 2 μονάδων κατέγραψε ο δείκτης τρέχουσας ζήτησης των πολύ μικρών επιχειρήσεων με 13 μονάδες έναντι 15 του προηγούμενου εξαμήνου, ενώ σημαντική επιδείνωση εμφανίζει ο δείκτης μελλοντικής ζήτησης με 4 μονάδες έναντι 49 του προηγούμενου εξαμήνου. Ταυτόχρονα, το ποσοστό των επιχειρήσεων που παρουσιάζουν έντονα προβλήματα ρευστότητας παρέμεινε σταθερό στο 18% για δεύτερο συνεχόμενο εξάμηνο.
Επιδείνωση παρουσίασαν οι συνθήκες τρέχουσας ζήτησης για τις μικρές επιχειρήσεις, με τον αντίστοιχο δείκτη να διαμορφώνεται στις 14 μονάδες από 24 μονάδες το προηγούμενο εξάμηνο. Πτώση σημειώθηκε και στις μελλοντικές προσδοκίες του τομέα, με τον αντίστοιχο δείκτη να προσεγγίζει τις 22 μονάδες, έναντι 40 μονάδων του προηγούμενου εξαμήνου. Επιπλέον, το ποσοστό του τομέα που έχει έντονα προβλήματα ρευστότητας αυξήθηκε στο 16%, έναντι 8% κατά τη διάρκεια του προηγούμενο εξαμήνου.
Τέλος, στις 35 μονάδες διαμορφώθηκε ο δείκτης τρέχουσας ζήτησης για τις μεσαίες επιχειρήσεις, από 47 μονάδες του προηγούμενου εξαμήνου, ενώ μείωση κατέγραψε και ο δείκτης μελλοντικής ζήτησης, ο οποίος διαμορφώθηκε στις 26 μονάδες, έναντι 59 μονάδων του προηγούμενου εξαμήνου. Ωστόσο, το ποσοστό των επιχειρήσεων που παρουσιάζουν έντονα προβλήματα ρευστότητας βρέθηκε στο ιστορικά χαμηλό 1%, από 3% στο προηγούμενο εξάμηνο.
Όπως διαπιστώνουμε οι πολύ μικρές και οι μικρές επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν, όσον αφορά τους Δείκτες Εμπιστοσύνης και Τρέχουσας Ζήτησης, αρκετές δυσκολίες. Είναι πιο ευάλωτες και η βιωσιμότητα τους δοκιμάζεται καθημερινά. Παρ’ όλα αυτά, η πλειοψηφία των επιχειρήσεων που ιδρύονται κινούνται κατά πλειοψηφία ανάμεσα αυτές τις κατηγορίες. Αποδεικνύοντας ότι δεν επηρεάζονται από τις αρνητικές προοπτικές των επιχειρήσεων που ήδη λειτουργούν.
Και δεν είναι υπερβολή να αναφέρουμε ότι αυτή η μικρή και πολύ μικρή επιχειρηματικότητα που κινείται στα πλαίσια των ατομικών επιχειρήσεων, αποτελεί το 77% του συνολικού αριθμού των 865 χιλιάδων μικρομεσαίων επιχειρήσεων της χώρας και καλύπτει το 45% του συνολικού κύκλου εργασιών ύψους €140 δισ. των ΜμΕ.
Το αν είναι βιώσιμο και αναπτυξιακό ένα οικονομικό μοντέλο, το οποίο βασίζεται στις ατομικές, πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις μένει να αποδειχθεί. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση το αντίστοιχο μερίδιο των ατομικών, πολύ μικρών, και μικρών επιχειρήσεων βρίσκεται μόλις στο 50% των ΜμΕ. Η σύγκριση των ποσοστών θα πρέπει να μας βάζει σε δεύτερες σκέψεις.
Ασφαλώς καθένας έχει δικαίωμα να επιχειρεί επειδή ανακαλύπτει μια ευκαιρία, ή επειδή βρίσκεται σε οικονομικό αδιέξοδο ή θέλει να βρει λύση στην ανεργία των παιδιών του. Ένα όμως είναι σίγουρο. Ότι η μακροημέρευση και η επιτυχία των επιχειρήσεων συμβαδίζει κατά κανόνα με το εταιρικό μέγεθος και την επιχειρηματική κουλτούρα. Η οποία για να αναπτυχθεί απαιτεί χρόνο και διαδικασίες. Κάτι που αποτελεί πολυτέλεια για τα μικρά και πολύ μικρά επιχειρηματικά σχήματα.