Η διαφάνεια σε ένα δημοκρατικό κράτος είναι από τα πιο σημαντικά προαπαιτούμενα για την αντιμετώπιση της διαφθοράς και την εξασφάλιση της εμπιστοσύνης του λαού απέναντι στους φορείς της εξουσίας. Είναι ένα βασικό εργαλείο του πολίτη για την άσκηση κριτικής απέναντι στο κράτος και κάθε φορέα εξουσίας, ώστε αυτοί να βελτιωθούν και να φροντίσουν για την αποτελεσματικότερη εξυπηρέτηση και την προάσπιση των συμφερόντων του συνόλου της κοινωνίας. Αν δεν συμβαίνουν τα παραπάνω, τότε διακυβεύεται η εμπιστοσύνη του λαού και ανοίγει ο δρόμος για τη διαφθορά.
Κατά την πρακτική μου άσκηση στο Κέντρο Φιλελεύθερων Μελετών - Μάρκος Δραγούμης προσπάθησα να διεξαγάγω μια έρευνα για το πώς η Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Παιδιού του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών μπορεί να βελτιώσει το σωφρονιστικό σύστημα της Ελλάδας, και έψαχνα στοιχεία για να την υποστηρίξω. Η έρευνα ξεκίνησε αισιόδοξα και με μεγάλη στήριξη από το ΚΕΦίΜ, γνωρίζοντας, ωστόσο, πως τα στοιχεία είναι δύσκολο να βρεθούν, κυρίως επειδή αφορούν παιδιά.
Ξεκίνησα αναζητώντας τα στο διαδίκτυο και πιστεύοντας πως σε μια αναπτυγμένη χώρα όπως η Ελλάδα (μέλος ΕΕ και ΟΟΣΑ), θα ήταν εύκολο να τα βρω είτε στο site κάποιου υπουργείου, είτε σε κάποια άλλη αρχή. Δυστυχώς, όμως, τα στοιχεία που βρέθηκαν αρχικά κάλυπταν μικρό μέρος της έρευνας, ενώ βρίσκονταν σε αρχεία με άλλου είδους στοιχεία, καθιστώντας δύσκολη όχι μόνο την εύρεση τους, αλλά και την αξιοποίηση και αρχειοθέτησή τους. Μην έχοντας εύκολη πρόσβαση σε όλα τα στοιχεία σε ελληνικές υπηρεσίες, συνέχισα ψάχνοντας σε ευρωπαϊκές υπηρεσίες, όμως ακόμη και εκεί τα στοιχεία που παρείχε το ελληνικό κράτος ήταν ανεπαρκή, είτε δεν υπήρχαν οι κατηγορίες που χρειαζόμουν.
Η αισιοδοξία μου για τη διεξαγωγή της έρευνας είχε αρχίσει να μετατρέπεται σε προβληματισμό, γιατί δεν περίμενα ότι στοιχεία που θα μπορούσαν εύκολα να παρέχονται στους πολίτες ή στους ερευνητές και τα οποία δείχνουν την πορεία της παραβατικότητας των νέων αλλά και του σωφρονιστικού συστήματος της Ελλάδας δεν μπορούσαν να βρεθούν.
Παρά τις δυσκολίες, αποφάσισα να απευθυνθώ σε υπαλλήλους του Υπουργείου Δικαιοσύνης και σε κοινωνιολόγους, οι οποίοι στην αρχή μου είπαν πως δεν μπορούσαν να με βοηθήσουν, καθώς λόγω μεγάλου φόρτου εργασίας έχουν σταματήσει να συγκεντρώνουν στοιχεία, ή είναι πολύ δύσκολο να μου τα παραδώσουν. Έτσι με παρέπεμψαν σε διδακτορικές διατριβές και σε διαδικτυακές πηγές που ενδεχομένως να με βοηθούσαν. Έπειτα απευθύνθηκα σε κομματικά στελέχη του ΚΙΝΑΛ και σε κοινωνικούς επιστήμονες, η βοήθεια των οποίων ήταν εξαιρετικά χρήσιμη και έτσι κατάφερα να συγκεντρώσω λίγες ακόμη πληροφορίες για την έρευνα.
Η επόμενη κίνησή μου ήταν να επικοινωνήσω με το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, που ανταποκρίθηκε και μου είπε πως μπορεί να με βοηθήσει, αλλά τα στοιχεία που μπορεί να συγκεντρώσει αφορούν μόνο ένα χρονικό διάστημα. Θα με συνέδεε επίσης με το υπουργείο Δικαιοσύνης, γιατί για μια κατηγορία στοιχείων ήταν εκείνο αρμόδιο.
Παρά το γεγονός ότι με βοήθησε, με ενημέρωσε πως χρειάζεται μια διαδικασία για να παραπέμψει στα καταστήματα κράτησης το αίτημα για τα στοιχεία, οπότε θα αργούσε να μου τα παραδώσει. Με ενθάρρυνε επίσης να τηλεφωνήσω στα Ειδικά Καταστήματα Κράτησης Νέων (ΕΚΚΝ). Μετά από επικοινωνία με αυτά απάντησε μόνο ένα, μάλιστα αρνητικά, λέγοντας πως αρμόδια είναι τα υπουργεία. Ευτυχώς το υπουργείο δεν άργησε πολύ και είχα στα χέρια μου συνολικά έναν ικανοποιητικό αριθμό στοιχείων για να στηρίξω την έρευνα, όχι όμως επαρκή.
Όλα αυτά διήρκησαν περίπου τρεις μήνες συνεχούς προσπάθειας επικοινωνίας με αρμοδίους φορείς και ανθρώπους οι οποίοι είτε δεν μου απάντησαν, είτε ανταποκρίθηκαν αρνητικά, με ελάχιστες εξαιρέσεις. Παρόλα αυτά το πρόβλημα δεν έγκειται στη διαδικασία εύρεσης των στοιχείων ή στο ότι αφορούν παιδιά, αλλά στο ότι δεν ήταν δημοσιευμένα, και στη δυσκολία πρόσβασης σε αυτά. Όλη αυτή η καθυστέρηση και η έλλειψη επαρκών στοιχείων με απομάκρυνε και με αποθάρρυνε από το να φτάσω στον στόχο μου και να διεξαγάγω σωστά την έρευνά μου, παρόλο που βρίσκομαι σε ένα δημοκρατικό κράτος, το οποίο οφείλει να προασπίζεται τα συμφέροντα των πολιτών, να μην τους περιορίζει και να παρέχει διαφάνεια!
Φυσικά δεν τα παράτησα, όμως μέσα από όλο αυτό έμαθα πως αν θέλει ένας πολίτης στο ελληνικό κράτος να βρει στοιχεία που αφορούν την αποδοτικότητά του, θα έρθει αντιμέτωπος με ένα αργό, γραφειοκρατικό σύστημα, το οποίο θα τον παραπέμπει κάθε φορά και σε άλλον αρμόδιο φορέα και εν τέλει, αν είναι τυχερός, θα βρει τα μισά από όσα αναζητά.
Επιπλέον, με έβαλε σε σκέψεις για τους λόγους για τους οποίους ενδέχεται να μην υπάρχει πρόσβαση σε δεδομένα που αφορούν την αποδοτικότητα και τη λειτουργικότητα του κράτους και άρχισε να χάνεται η εμπιστοσύνη μου προς τους θεσμούς. Αν υπάρχει αδιαφάνεια, τότε κάνεις δεν μπορεί να είναι σίγουρος για το ποια είναι πραγματικά η απόδοση του κράτους. Στόχος λοιπόν και προτεραιότητα των κυβερνήσεων της χώρας θα πρέπει να είναι η διασφάλιση της πρόσβασης σε ανοιχτά και αξιοποιήσιμα δεδομένα σε πολίτες και ερευνητές, γιατί αυτό θα κρίνει σε μεγάλο βαθμό τη δυνατότητα του κράτους να βελτιώνεται διαρκώς.
* Η Μαρία Παπαγιάννη είναι φοιτήτρια Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και πραγματοποίησε την πρακτική της άσκηση στο Κέντρο Φιλελεύθερων Μελετών (ΚΕΦίΜ) – Μάρκος Δραγούμης το διάστημα 1/4/2021 έως 30/6/2021