«Κάθε προσπάθεια απαξίωσης εισαγγελικών λειτουργών με αφορμή μη αρεστές σε διάδικο προτάσεις τους, μοναδικό αποτέλεσμα έχει την ενδυνάμωση του ανεξάρτητου φρονήματός τους και ταυτόχρονα καταδεικνύει την ένδεια επιχειρημάτων προς αντίκρουση μιας ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένης εισαγγελικής πρότασης». Αυτό επισημαίνει, μεταξύ άλλων, η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος σε ανακοίνωση που εξέδωσε με αφορμή δημόσιες «απαξιωτικές» δηλώσεις που έγιναν σε βάρος εισαγγελικών λειτουργών, επί της εισαγγελική πρότασης για την υπόθεση Πισπιρίγκου.
Συγκεκριμένα, η ανακοίνωση της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος αναφέρει τα εξής:
«Με αφορμή απαξιωτικές, σε βάρος εισαγγελικών λειτουργών, δημόσιες δηλώσεις, αφενός μεν συνηγόρου υπεράσπισης κατηγορουμένης, για τη σημασία και το περιεχόμενο της κατά νόμον πρότασης του εισαγγελέα προς το συμβούλιο πλημμελειοδικών επί εκκρεμούς σε αυτό υπόθεσης, αφετέρου δε δημοσιογράφου για δήθεν επιλεκτική και φοβική αντιμετώπιση του εν λόγω συνηγόρου από αυτούς, επισημαίνουμε τα ακόλουθα:
Η ακρόαση του εισαγγελέα πριν την έκδοση απόφασης δικαστηρίου ή βουλεύματος δικαστικού συμβουλίου είναι υποχρεωτική, η δε πρότασή του, εκτεινόμενη σε κάθε επιμέρους ζήτημα, για το οποίο καλείται να αποφανθεί ο δικαστής ή το δικαστικό συμβούλιο, είναι πάντοτε αιτιολογημένη και στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο στο αποδεικτικό υλικό, που συγκεντρώθηκε από την κυρία ανάκριση και την προηγηθείσα αυτής αστυνομική προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση.
Αυτονόητο είναι, αλλά θα πρέπει να σημειωθεί, ότι ‘‘πορίσματα’’ τηλεοπτικών εκπομπών, τα οποία εκδίδονται και με την απαράδεκτη συνεχή συμμετοχή συνηγόρων των διαδίκων και την επιλεκτική παρουσίαση στοιχείων της δικογραφίας, δεν έχουν θέση στην ποινική διαδικασία και δεν επηρεάζουν, ούτε κατ’ ελάχιστο, τη διαμόρφωση της κρίσης των εισαγγελικών λειτουργών.
Κάθε προσπάθεια απαξίωσης εισαγγελικών λειτουργών με αφορμή μη αρεστές σε διάδικο προτάσεις τους, μοναδικό αποτέλεσμα έχει την ενδυνάμωση του ανεξάρτητου φρονήματός τους και ταυτόχρονα καταδεικνύει την ένδεια επιχειρημάτων προς αντίκρουση μιας ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένης εισαγγελικής πρότασης.
Τονίζουμε δε ότι, όπως τα όργανα απονομής της ποινικής δικαιοσύνης αντιμετωπίζουν το δικηγόρο συλλειτουργό της με ευγένεια και σεβασμό προς το λειτούργημα του, οφείλει και αυτός να επιδεικνύει ανάλογη συμπεριφορά έναντι αυτών και να μην εκφεύγει του μέτρου και της ευπρέπειας.
Διαβεβαιώνουμε, τέλος, για πολλοστή φορά, ότι οι Έλληνες δικαστές και εισαγγελείς ασκούν το λειτούργημά τους, με βάση τν νόμο και τη συνείδησή τους, απαλλαγμένοι από κάθε εξωτερική επιρροή ή πίεση, με υψηλό αίσθημα ευθύνης και αφοσίωσης στο καθήκον, αυταπάρνηση και κυρίως με παρρησία και χωρίς κανένα φόβο έναντι οποιουδήποτε, λειτουργώντας ως εγγυητές των ελευθεριών του πολίτη».