Ο υποχρεωτικός εμβολιασμός δεν είναι αντισυνταγματικός κατά την νομολογία. Η χθεσινή απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας για τους υγειονομικούς και τους εργαζόμενους στην ΕΜΑΚ είναι μια απόφαση - οδηγός που δημιουργεί νομολογιακό προηγούμενο, που θα δεσμεύει τους δικαστές, ως προς το σκεπτικό της, στις μελλοντικές σχετικές αποφάσεις τους.
Παράλληλα ανοίγει συνταγματικά τον δρόμο για την καθιέρωση εξαναγκαστικού εμβολιασμού και σε άλλες κατηγορείς εργαζομένων και πολιτών. Επιβεβαιώνει έτσι και «κλειδώνει» τις αποφάσεις που είχε εκδώσει με αφορμή τα προσωρινά μέτρα και για τις δύο υποθέσεις το ΣτΕ, πριν από μερικούς μήνες. Διασαφηνίζεται με τον πιο εύγλωττο τρόπο ότι δεν τίθεται θέμα πλέον αντισυνταγματικότητας μέτρων που περιορίζουν ή προσβάλλουν ατομικές ελευθερίες όταν ο σκοπός τους είναι η προστασία της δημόσιας υγείας και της ζωής των πολιτών.
Η απόφαση δεσμεύει και για το μέλλον και αφορά και άλλα μέτρα εξαναγκαστικού εμβολισμού που ενδεχομένως θελήσει να λάβει η Πολιτεία. Να επεκτείνει τον αναγκαστικό εμβολιασμό σε άλλες πληθυσμιακές ομάδες, όπως εργαζόμενους στα σώματα ασφαλείας, στις ένοπλες δυνάμεις, στις μεταφορές και στην εστίαση. Το ίδιο ισχύει και για συγκεκριμένες ηλικιακές ομάδες, εφόσον βέβαια τέτοιο μέτρο κριθεί αναγκαίο και κατάλληλο με βάση τα επιδημιολογικά δεδομένα από την αρμόδια υγειονομική επιτροπή.
Εξάλλου, εφόσον ο κίνδυνος αποδειχτεί τόσο μεγάλος για τη δημόσια υγεία, όπως στην περίπτωση που η επέλαση της πανδημίας «Δέλτα», σε συνδυασμό με την «Ομικρόν» απαιτούν κάποιο ακόμη πιο γενναίο μέτρο, προφανώς και η απόφαση του ΣτΕ, θα μπορούσε να αποτελέσει και νομολογιακό οδηγό για την επέκταση του υποχρεωτικού εμβολιασμό και σε άλλες ηλικιακές κατηγορίες πληθυσμού. Αρκεί το μέτρο να κριθεί υγειονομικά επιβεβλημένο κατάλληλο και πρόσφορο για της καταπολέμηση της διάδοσης του ιού και για την επίτευξη του στόχου της ανοσίας.
Θα κρίνεται βέβαια κάθε φορά, αυτοτελώς, με βάση πάντα τη νομολογία, και αν η κύρωση που προβλέπεται σε περίπτωση είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας κατά την εκτίμηση πάντα του δικαστή. Σε αυτό το σημείο υπήρξε μια μειοψηφία 5 δικαστών που έκριναν την πρόβλεψη του μέτρου της αναστολής εργασίας ως πολύ επώδυνη για τους τιμωρημένους και άρα αντισυνταγματική.
Τι σημαίνει αυτό στην πράξη; Κάθε φορά θα πρέπει να εξετάζεται ειδικά και συγκεκριμένα κάθε περίπτωση κυρώσεων, προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσο αυτές είναι συνταγματικά θεμιτές ή τυχόν υπερβολικές, αναποτελεσματικές, απρόσφορες και δεν δικαιολογούνται απολύτως με βάση τις εκθέσεις των ειδικών.
Επομένως, αν για παράδειγμα αύριο η κυβέρνηση αποφασίσει τον εξαναγκαστικό εμβολιασμό στα σώματα ασφαλείας, το δικαστήριο θα κριθεί να ελέγξει αν οι κυρώσεις είναι αναγκαίες, ανάλογες, κατάλληλες και πρόσφορες. Τα τελευταία χρόνια σε όλες τις χώρες, όταν συγκρούονται δύο συνταγματικά αγαθά, από τη μια πλευρά η υγεία και από την άλλη ο περιορισμός των δικαιωμάτων και της ελευθερίας, το δικαστήριο οφείλει να εξετάζει και να σταθμίζει κατά πόσο αυτό το τελευταίο είναι αναγκαίο από πλευράς υγειονομικών δεδομένων, και αν είναι ακόμη κατάλληλο και αποτελεσματικό, ενόψει του σκοπού που πρέπει να θεραπευτεί.
Το βασικό πρόβλημα άρα της Πολιτείας, πέραν από το πολιτικό κόστος, είναι κατά πόσο το μέτρο θα αποδώσει. Έστω για παράδειγμα ότι η κυβέρνηση προχωρά σε απόφαση εξαναγκαστικού εμβολιασμού για τους δημοσίους υπαλλήλους. Ένα ερώτημα είναι κατά πόσο σε μια τέτοια περίπτωση, οι αντιδράσεις και τα κενά που θα προκύψουν, θα επηρεάσουν την ομαλή λειτουργία του Δημοσίου και τη συνέχεια της ομαλής παροχής δημόσιων υπηρεσιών στο κοινό. Σε κάθε απόφαση γίνεται μια συγκεκριμένη στάθμιση κόστους-οφέλους με γνώμονα την αρχή της αναλογικότητας.
* Ο Αντώνης Μανιτάκης είναι Ομότιμος Καθηγητής Νομικής ΑΠΘ, Επικεφαλής της επιστημονικής επιτροπής του Πανεπιστημίου Λευκωσίας