Αβεβαιότητα επικρατεί στην παγκόσμια επιστημονική κοινότητα ως προς το κατά πόσο η χορήγηση της τέταρτης δόσης στον γενικό πληθυσμό θα συμβάλλει καθοριστικά στο τέλος της πανδημίας.
Αν και τα πρώτα ευρήματα μετά και την επιλογή του Ισραήλ, την πρώτη χώρα που έχει εγκρίνει τη χορήγηση τέταρτης δόσης σε άτομα ηλικίας 18 ετών και άνω, είναι θετικά, εντούτοις, ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων, όπως και ο ΠΟΥ θεωρούν ότι η συχνή χορήγηση δόσεων ανά τρεις ή περισσότερους μήνες δεν αποτελεί βιώσιμο σχήμα.
Με τα εμβόλια για τον κορονοϊό να είναι τα πλέον δοκιμασμένα στην ανθρωπότητα -καθώς έχουν ήδη χορηγηθεί περισσότερες από 10 δισεκατομμύρια δόσεις- ανοίγει ο δρόμος για την ένταξη των mRNA εμβολίων στα παιδιατρικά εμβόλια που γίνονται από τους πρώτους μήνες ζωής των βρεφών, καθώς οι Pfizer BionTech κατέθεσαν αίτηση για έγκριση ώστε το εμβόλιό τους να δοθεί από την ηλικία των έξι μηνών έως τα παιδιά των πέντε ετών και να καλυφθεί και αυτή ηλικιακή ομάδα που μέχρι τώρα δεν εμβολιάζονταν.
Την ίδια ώρα ωστόσο που αρχίζουν να κινούνται τα νήματα αυτών των διαδικασιών, ένα μεγάλο ερωτηματικό πλανάται πάνω από το ενδεχόμενο της χορήγησης της τέταρτης δόσης στο γενικό πληθυσμό, με το Ισραήλ- τη χώρα πρότυπο που τα έκανε όλα πρώτη σε αυτή την πανδημία- να έχει εγκρίνει τη χορήγηση της τέταρτης δόσης σε όλα τα άτομα ηλικίας 18 ετών και άνω.
Από τα πρώτα ευρήματα μετά από αυτήν την επιλογή της Ισραηλινής κυβέρνησης, επιτεύχθηκε σε πρώτη φάση η μείωση των κρουσμάτων, ωστόσο η συχνή χορήγηση δόσεων των covid εμβολίων ανά τρεις ή περισσότερους μήνες δεν θεωρείται ούτε από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων ούτε από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας ένα βιώσιμο «σχήμα» για την αντιμετώπιση της πανδημίας.
Επίσης, δεν θεωρείται ότι με αυτόν τον τρόπο θα εμποδίσουμε την ανάδυση νέων και δυνητικά πιο επικίνδυνων στελεχών του κορονοϊού, όπως επισημαίνει η καθηγήτρια Μαρία Θεοδωρίδου, πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών.
Η οριστική λύση θα έρθει από ένα ενισχυμένο εμβόλιο το οποίο θα εμποδίζει τη μετάδοση του ιού- κάτι στο οποίο δυστυχώς τα υπάρχοντα εμβόλια έχουν αποτύχει μέχρι στιγμής. Τώρα μάλιστα που διασπείρεται η Όμικρον 2 υποομάδα που μοιάζει να είναι έως και 30% πιο μεταδοτική από την Όμικρον, η ανάγκη να αναπτυχθούν εμβόλια που θα προφυλάσσουν από τον κίνδυνο μετάδοσης καθίσταται πιο επιβεβλημένη.
Ωστόσο, είναι ξεκάθαρο από σειρά μελετών ότι εάν οι δύο δόσεις δεν αποτελούν αποτελεσματικό σχήμα για την πρόληψη της βαριάς νόσησης, της νοσηλείας στο νοσοκομείο, της διασωλήνωσης και του θανάτου, οι τρεις δόσεις το επιτυγχάνουν σε ποσοστό 95% σε ό,τι αφορά την πρόληψη του θανάτου και έως 88% την αποφυγή της νοσηλείας.
Στο μεταξύ, προχωρούν οι εμβολιασμοί εντός των συνόρων και από τον πληθυσμό των 510.000 ατόμων άνω των 60 ετών που έμεναν ανεμβολίαστοι (όταν εξαγγέλθηκε το μέτρο για το διοικητικό πρόστιμο των 100 ευρώ), αυτή τη στιγμή παραμένουν μη εμβολιασμένοι οι 270.000, ενώ πονοκέφαλος για τους ειδικούς αποδεικνύονται και οι 744.448 συμπολίτες μας δικαιούχοι της τρίτης δόσης που δεν έχουν ακόμα κάνει το εμβόλιο ή δεν έχουν κλείσει ραντεβού.
Μία πολύτιμη προσθήκη στη φαρέτρα κατά του κορονοϊού είναι η πολυαναμενόμενη άφιξη των πρώτων δόσεων του πρωτεϊνικού εμβολίου Novavax, καθώς όπως εξηγεί η καθηγήτρια παιδιατρικής – λοιμωξιολογίας Μαρία Θεοδωρίδου, πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών υπάρχει η ελπίδα πως οι άνθρωποι που μέχρι τώρα αντιστέκονταν στον εμβολιασμό ανησυχώντας για την τεχνολογία των mRNA εμβολίων και θεωρώντας ότι είναι κάτι νέο που ενδεχομένως μπορεί να αλλοιώσει το ανθρώπινο γενετικό υλικό θα έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν ένα εμβόλιο κλασικής τεχνολογίας όπως είναι τα εμβόλια που ξέρουμε για τη μηνιγγίτιδα.
Αυτού του είδους οι φόβοι είναι παντελώς ανυπόστατοι αλλά είναι παρήγορο το γεγονός πως οι άνθρωποι που εμμένουν στις φοβίες τους για τα mRNA εμβόλια ή δίνουν βάση στις θεωρίες συνωμοσίας, θα έχουν μια εναλλακτική.