Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο δημοσίευσε την έκθεσή του για τις συμβουλευτικές διαδικασίες με το Ηνωμένο Βασίλειο. Σύμφωνα με το άρθρο IV της Συμφωνίας του ΔΝΤ για τις διμερείς σχέσεις του με χώρες, αντιπροσωπεία του Ταμείου επισκέπτεται τη χώρα, συλλέγει πληροφορίες για την οικονομία και συζητά με κυβερνητικούς αξιωματούχους για τις οικονομικές εξελίξεις της χώρας.
Όπως αναφέρεται στην έκθεση, η βρετανική οικονομία έχει σημειώσει καλά αποτελέσματα τα τελευταία χρόνια, με την οικονομική της ανάπτυξη να βρίσκεται σταθερά μεταξύ των μεγάλων και ανεπτυγμένων οικονομιών, ενώ το ποσοστό απασχόλησης κινείται σε επίπεδα ρεκόρ.
Ωστόσο, η ανάπτυξη έχει επιβραδυνθεί κάπως κατά το πρώτο μέρος του 2016, την ώρα που κυριαρχεί αβεβαιότητα ενόψει του δημοψηφίσματος για την παραμονή της χώρας στην ΕΕ, επηρεάζοντας τις αποφάσεις για επενδύσεις και προσλήψεις.
Σε ένα βασικό σενάριο, κατά το οποίο το Ηνωμένο Βασίλειο παραμένει στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η ανάπτυξη σύμφωνα με την έκθεση του ΔΝΤ αναμένεται να ανακάμψει στα τέλη του 2016, καθώς θα έχει αρχίσει να φθίνει η επίδραση του δημοψηφίσματος, φτάνοντας περίπου στο 2,2% μεσοπρόθεσμα. Ο πληθωρισμός αναμένεται να αυξηθεί σταδιακά από το σημερινό χαμηλό επίπεδο (0,3% το Μάιο του 2016), καθώς θα εξαλείφονται οι αποπληθωριστικές επιπτώσεις από την τελευταία πτώση στις τιμές των βασικών εμπορευμάτων και οι πιο αυστηρές συνθήκες στην αγορά εργασίας μαζί με τις αυξήσεις των κατώτατων μισθών θα βοηθήσουν να ωθηθούν προς τα πάνω οι μισθοί.
Ωστόσο, αυτό το γενικά θετικό βασικό σενάριο υπόκειται σε κινδύνους, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που σχετίζονται με το δημοψήφισμα: το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, που έφθασε σε υψηλό ρεκόρ το 2015, η αβεβαιότητα σχετικά με το βαθμό στον οποίο θα ανακάμψει η αύξηση της παραγωγικότητας, η οποία κινείται σε χαμηλά επίπεδα μετά την κρίση, και τα ευάλωτα σημεία της αγοράς ακινήτων, η οποία βρίσκεται σε άνοδο τα τελευταία χρόνια.
Η οικονομική πολιτική, σημειώνει η έκθεση, στόχευσε στο να αυξήσει την αντοχή (της οικονομίας), διατηρώντας παράλληλα σταθερή και βιώσιμη ανάπτυξη. Το συνολικό δημοσιονομικό έλλειμμα έχει μειωθεί σε περίπου 4% του ΑΕΠ το οικονομικό έτος 2015/16, κάτω από το μέγιστο σημείο του, το οποίο ήταν πλέον του 10% επί του ΑΕΠ το οικονομικό έτος 2009 /10. Η νομισματική πολιτική παρέμεινε χαλαρή, με το βασικό επιτόκιο αμετάβλητο στο 0,5%, με δεδομένες τις υποτονικές πληθωριστικές πιέσεις και προκειμένου να συμβάλει στην υποστήριξη της ανάπτυξης. Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις έχουν στόχο να ενισχύσουν τη δυναμική της παραγωγής, όπως για παράδειγμα, οι προσπάθειες να μειωθούν τα ρυθμιστικά εμπόδια στις κατασκευές κατοικιών.
Από την εποχή της κρίσης έχουν υιοθετηθεί σημαντικές μεταρρυθμίσεις του χρηματοπιστωτικού τομέα, συμβάλλοντας στην ενίσχυση της ανθεκτικότητας και απαιτώντας από τις τράπεζες να αυξήσουν τα κεφαλαιακά τους μαξιλάρια στους ισολογισμούς τους. Η συγκεκριμένη πρόοδος σημειώνεται ότι αξιολογήθηκε λεπτομερώς στις συμβουλευτικές διαδικασίες του άρθρου IV ως μέρος του Προγράμματος Αξιολόγησης Χρηματοοικονομικού Τομέα του ΔΝΤ (Financial Sector Assessment Program - FSAP), το οποίο αναλύει την υγεία του χρηματοπιστωτικού τομέα και των πολιτικών γύρω από αυτόν.
Αξιολόγηση Εκτελεστική Επιτροπής
Το Συμβούλιο της Εκτελεστικής Επιτροπής του ΔΝΤ εξέφρασε την ικανοποίησή του για τις ισχυρές οικονομικές επιδόσεις του Ηνωμένου Βασιλείου κατά τα τελευταία χρόνια και την πρόοδο που έχει σημειωθεί στην αποκατάσταση της οικονομίας μετά την κρίση. Το Συμβούλιο αναμένει ότι η σταθερή ανάπτυξη θα συνεχιστεί σύμφωνα με το βασικό σενάριο του προσωπικού, κατά το οποίο το Ηνωμένο Βασίλειο παραμένει στην ΕΕ. Την ίδια στιγμή, σημείωνει ότι αυτή η σχετικά θετική προοπτική υπόκειται σε κινδύνους και αβεβαιότητες, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που σχετίζονται με το παγκόσμιο περιβάλλον, τη χαμηλή αύξηση της παραγωγικότητας, μια αδύναμη εξωτερική θέση, και τα επίπεδα χρέους των νοικοκυριών που παραμένουν υψηλά. Το Συμβούλιο, αναφέρεται ότι, ενθαρρύνει τις αρχές να παραμείνουν σε επαγρύπνηση για τις μελλοντικές προκλήσεις και να συνεχίσουν τις πολιτικές τους προσπάθειες για την προώθηση της ανάπτυξης και την περαιτέρω ενίσχυση της ανθεκτικότητας.
Το Συμβούλιο βλέπει το επερχόμενο δημοψήφισμα ως την κύρια βραχυπρόθεσμη οικονομική αβεβαιότητα. Αν και αναγνωρίζεται ότι η επιλογή αυτή αφορά τους ψηφοφόρους του Ηνωμένου Βασιλείου και ότι η απόφασή τους θα αντανακλά τόσο οικονομικούς όσο και μη οικονομικούς παράγοντες, το Συμβούλιο της Εκτελεστικής Επιτροπής συμφώνησε ότι οι καθαρές οικονομικές επιπτώσεις της εξόδου από την ΕΕ πιθανότατα ότι θα είναι αρνητικές και ουσιαστικές.
Σε περίπτωση που θα επικρατήσει η ψήφος υπέρ της εξόδου, το Συμβούλιο συνιστά ότι οι πολιτικές πρέπει να προσανατολιστούν προς τη στήριξη της σταθερότητας και τη μείωση της αβεβαιότητας. Στην περίπτωση κατά την οποία η ψηφοφορίας θα αποφανθεί υπέρ της παραμονής στην ΕΕ, το Συμβούλιο συμφώνησε ότι οι μακροοικονομικές πολιτικές πρέπει να επικεντρωθούν στην προώθηση της σταθερής ανάπτυξης και στη συνέχεια της προσπάθειας να μειωθούν τα ευάλωτα σημεία. Αναγνωρίζοντας τις σημαντικές προσπάθειες δημοσιονομικής εξυγίανσης που έχουν γίνει μέχρι σήμερα, το Συμβούλιο υποστηρίζει τα σχέδια των Αρχών να ενισχύσουν περαιτέρω τα δημόσια οικονομικά και να ανοικοδομήσουν κεφαλαιακά μαξιλάρια μέσω σταδιακής μείωσης του ελλείμματος. Επίσης, υποστηρίζει τη διατήρηση μιας χαλαρής νομισματικής πολιτικής μέχρι να γίνουν πιο έντονες οι πληθωριστικές πιέσεις, αν και θα πρέπει να διατηρηθεί η επαγρύπνηση για τους κινδύνους της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Το Συμβούλιο συμφώνησε ότι ένα μείγμα αυστηρής δημοσιονομικής πολιτικής και διευκολυντική νομισματικής πολιτική θα συνδράμει στην εξωτερική εξισορρόπηση.
Το Συμβούλιο τόνισε ότι οι πολιτικές θα πρέπει επίσης να ανταποκριθούν με ευελιξία στις κρίσεις. Σε περίπτωση παρατεταμένης αδύναμης ζήτησης και απόκλισης από τον πληθωρισμό, οι νομισματικές και δημοσιονομικές πολιτικές θα πρέπει να είναι πιο χαλαρές, λαμβάνοντας υπόψη τα οφέλη και τα πιθανά κόστη μιας τέτοιας κίνησης. Αντίθετα, η πιο αυστηρή νομισματική πολιτική μπορεί να χρειαστεί να ξεκινήσει νωρίτερα από ό,τι προβλέπεται σήμερα, εφόσον ο δομικός πληθωρισμός ή η αύξηση των μισθών, υπερβαίνοντας την αύξηση της παραγωγικότητας, αρχίζει να ανεβαίνει απότομα. Το Συμβούλιο τόνισε ότι η θα είναι ιδιαίτερα σημαντικό σε αυτό το περιβάλλον να δοθεί προσοχή στον τρόπο με τον οποίο θα γίνεται η ενημέρωση για τις αλλαγές της πολιτικής.
Το Συμβούλιο χαιρέτισε την αξιοσημείωτη βελτίωση της ευρωστίας του χρηματοπιστωτικού τομέα από την εποχή της κρίσης, γεγονός που οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην κανονιστική μεταρρύθμιση που συντελέστηκε. Μια ισχυρή και παρεμβατική προσέγγιση για την προληπτική εποπτεία και τη ρύθμιση (των χρηματοπιστωτικών αγορών) θα είναι ουσιαστικής σημασίας, καθώς ωριμάζει ο οικονομικός κύκλος. Το Συμβούλιο συμφώνησε με τις διαπιστώσεις και τις συστάσεις του Προγράμματος Αξιολόγησης του Χρηματοοικονομικού Τομέα (FSAP), συμπεριλαμβανομένης της ανάγκης να ενισχυθεί περαιτέρω η ανάλυση σχετικά με τη διασυνδεσιμότητα, τη διασφάλιση του στενού ελέγχου των εσωτερικών διαδικασιών των τραπεζών, και την ολοκλήρωση της ανάλυσης του μεταρρυθμιστικού προγράμματος. Το Συμβούλιο χαιρέτισε επίσης τις προσπάθειες των Αρχών να εμβαθύνουν την κατανόησή τους για το φαινόμενο "de-risking" (την τάση αποφυγής ανάληψης κινδύνων) και τους ενθάρρυνε να αναπτύξουν προσαρμοσμένες λύσεις.
Το Συμβούλιο σημείωσε ότι η μακρο-προληπτική πολιτική θα πρέπει να παραμείνει σε εγρήγορση για τους αναδυόμενους κινδύνους. Ειδικότερα, οι υποθήκες που σχετίζονται με τη μακρο-προληπτική πολιτική θα πρέπει να γίνουν αυστηρότερες αργότερα αυτό το έτος, εφόσον οι αγορές στέγασης και υποθηκών διατηρηθούν ζωηρές, με παρόμοιους τύπους ορίων που εφαρμόζονται επίσης στην απλή αγορά κατοικιών. Οι Αρχές θα πρέπει να χρησιμοποιούν ενεργά την αντι-κυκλική κεφαλαιακή εφεδρεία, η οποία μπορεί να χρειαστεί να αυξηθεί αργότερα αυτό το έτος. Το Συμβούλιο σημειώνει ότι διασφαλίζοντας πως οι μακρο-προληπτικές πολιτικές θα είναι αρκετά σφιχτές, θα βοηθηθεί επίσης η αποταμίευση στον ιδιωτικό τομέα.
Το Συμβούλιο συμφώνησε, τέλος, ότι οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις θα πρέπει να συνεχίσουν να συμπληρώνουν τη μακροοικονομική πολιτική για να βοηθήσουν στη διατήρηση της ανάπτυξης, στην αύξηση της παραγωγικότητας και προκειμένου να ενισχυθούν οι επιδόσεις του εξωτερικού τομέα. Οι προτεραιότητες περιλαμβάνουν τη συνέχεια των προσπαθειών για την ενίσχυση της προσφοράς κατοικιών, την αύξηση των επενδύσεων σε υποδομές και ανθρώπινο κεφάλαιο, την ενίσχυση της συμμετοχής του εργατικού δυναμικού, τη μείωση αναποτελεσματικών φορολογικών δαπάνων και κινήτρων συσσώρευσης χρέους του φορολογικού κώδικα, και τέλος τη μεταρρύθμιση των συντάξεων. Το Συμβούλιο ενθάρρυνε επίσης τις αρχές να αξιοποιήσουν τις πρόσφατες μεταρρυθμίσεις για την περαιτέρω ενίσχυση της εταιρικής διαφάνειας, συμπεριλαμβανομένων των χρηματοοικονομικών κέντρων του Ηνωμένου Βασιλείου στο εξωτερικό, καθώς και την καταπολέμηση των οικονομικών εγκλημάτων.