Δεν υπάρχουν πολλά δεδομένα της αποτελεσματικότητας του εμβολίου ΒΝΤ162b2 της εταιρείας Pfizer σε έγκυες γυναίκες, καθώς είχαν εξαιρεθεί από μελέτες φάσης 3. Έτσι σχεδιάστηκε μία αναδρομική μελέτη στο Ισραήλ όπου μελετήθηκαν έγκυες γυναίκες που έλαβαν την πρώτη δόση του εμβολίου από το Δεκέμβριο του 2020 έως και τον Φεβρουάριο του 2021 και συγκρίθηκαν μία προς μία με άλλες έγκυες γυναίκες που δεν είχαν εμβολιαστεί.
Οι δύο ομάδες ήταν συγκρίσιμες σχετικά με την ηλικία, την εβδομάδα κύησης και την κατάσταση εμβολιασμού τους για τη γρίπη. Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, Πάνος Μαλανδράκης, Γιάννης Ντάνασης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν τα δεδομένα που δημοσιεύτηκαν στο έγκριτο διεθνές περιοδικό JAMA. Η μελέτη συμπεριέλαβε 7530 εμβολιασμένες και 7530 μη εμβολιασμένες γυναίκες, από τις οποίες το 46% βρισκόταν στο δεύτερο τρίμηνο κύησης και 33% στο τρίτο τρίμηνο κύησης, με μέση ηλικία τα 31,1 έτη.
Περιγράφηκαν 118 SARS-CoV-2 λοιμώξεις στην ομάδα που είχε εμβολιαστεί και 202 στην ομάδα ελέγχου. Από τις γυναίκες αυτές, οι 88 από τις 105 γυναίκες (83,8%) ήταν συμπτωματικές στην πρώτη ομάδα, και 149 από τις 179 (83,2%) στη δεύτερη ομάδα. Στο διάστημα παρακολούθησης 28 έως και 70 ημερών μετά τον εμβολιασμό, περιγράφηκαν 10 λοιμώξεις στην εμβολιασμένη ομάδα γυναικών και 46 στις μη εμβολιασμένες γυναίκες. Ο κίνδυνος της λοίμωξης ήταν 0,33% έναντι 1,64%.
Ανεπιθύμητες ενέργειες από το εμβόλιο περιγράφηκαν από 68 γυναίκες, χωρίς καμία να θεωρηθεί σοβαρή. Πιο συχνά περιγράφηκαν συμπτώματα όπως η κεφαλαλγία, αδυναμία-καταβολή, γενικευμένα σωματικά άλγη και γαστρεντερικές ενοχλήσεις.
Η απόλυτη διαφορά του κινδύνου λοίμωξης για τις μη εμβολιασμένες σε σχέση με τις εμβολιασμένες ήταν 1,31%, με ένα προσαρμοσμένο σχετικό κίνδυνο λοίμωξης 0,22. Συνεπώς, οι εμβολιασμένες γυναίκες είχαν σημαντικά μικρότερο κίνδυνο να νοσήσουν με COVID-19, και σε αυτή τη μελέτη είχαν ένα ασφαλές προφίλ τοξικότητας.