Τα γλυπτά του Παρθενώνα δεν αποκτήθηκαν νόμιμα από τη Μεγάλη Βρετανία και η επιστροφή τους στην Ελλάδα δεν αποτελεί υπόθεση του Βρετανικού Μουσείου, αλλά των δυο κυβερνήσεων, λέει ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Χαρακτηρίζει «πλαστές» τις βρετανικές θέσεις επί των θεμάτων αυτών και πράγματι είναι.
Η Ελλάδα διαθέτει πάμπολλα ντοκουμέντα περί του ότι τα γλυπτά διαρπάγησαν από τον Έλγιν, άρα η αγορά τους από το Βρετανικό Κοινοβούλιο δεν είναι νόμιμη. Επίσης, οι ίδιοι οι Βρετανοί το γνωρίζουν. Το 1963 έκαναν τροποποίηση της πράξης αγοράς στη Βουλή, ώστε να νομιμοποιήσουν την απάτη.
Ο Έλληνας πρωθυπουργός επικαλούμενος απόφαση της UNESCO τον περασμένο μήνα που λέει ότι το θέμα είναι διακυβερνητικό - και ως εκ τούτου εμπίπτει στην αρμοδιότητα του κ. Τζόνσον. Στον οποίο προτίθεται να το θέσει την ερχόμενη Τρίτη.
Ας δούμε όμως τα στοιχεία: «Μια μέρα του Σεπτέμβρη του 1802 μια μικρή ομάδα από Έλληνες, Τούρκους και Εγγλέζους μαζεύτηκε στην Ακρόπολη» γράφει ο Κυριάκος Σιμόπουλος. «Είχαν πάει εκεί για να παρευρεθούν στην αφαίρεση μιας μετόπης από το οικοδόμημα του Παρθενώνα, που παρίστανε έναν Κένταυρο ν’ αρπάζει μια γυναίκα.
Παρόντες ήταν οι Eward Daniel Clarke, συγγραφέας του βιβλίου Ταξίδια σε Διάφορες Χώρες της Ευρώπης, της Ασίας, και της Αφρικής, ο Giovanni Battista Lusieri, ο Ιταλός ζωγράφος στον οποίον είχε αναθέσει ο λόρδος Έλγιν την επίβλεψη της αποστολής των γλυπτών στην Αγγλία, και ο δισδάρης, ένας Τούρκος αξιωματούχος που αντιπροσώπευε τις τουρκικές αρχές. Σύμφωνα με την περιγραφή της σκηνής από τον Clarke:
‘Κι ενώ παρατηρούσαμε τα διάφορά μέρ η του ναού έρχεται ένας εργάτης και λέει σ το ν Don Battista Lusieri ότι θα κατέβαζαν μιαν από τις μετόπες. Είδαμε αυτό το εξαίσιο γλυπτό να ανασηκώνεται από τη θέση του ανάμεσα στα τρίγλυφα. Αλλά ενώ προσπαθούσαν οι εργάτες να του δώσουν την κατάλληλη προεξέχουσα θέση για να αρχίσει η κάθοδος, ένα κομμάτι από την παρακείμενη τοιχοδομή χαλάρωσε εξαιτίας των μηχανημάτων. Και τότε γκρεμίστηκαν τα ογκώδη πεντελίσια μάρμαρα με φοβερό βρόντο και τα θρυμματισμένα κομμάτια τους διασκορπίστηκαν ανάμεσα στα ερείπια. Ο δισδάρης, βλέποντας την καταστροφή, δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τη συγκίνησή του. Παραμέρισε το τσιμπούκι του και δακρύζοντας Φώναξε: - Τέλος! Και δήλωσε με αποφασιστικότητα πως δε θα επέτρεπε με κανέναν τρόπο να συνεχιστεί η κατεδάφιση του ναού’». (Κυρ. Σιμόπουλου, Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα, τ. Γ1, σελ. 562-63).
Δεν έκλεψαν απλώς τα μάρμαρα, λοιπόν, από μια κατεχόμενη χώρα (η Ελλάδα ήταν υπό οθωμανική κυριαρχία) αλλά προξένησαν και καταστροφές. «Αυτό το μάρμαρο μάς προκάλεσε πολλές φροντίδες και αναγκάστηκα να γίνω λίγο βάρβαρος» γράφει ο Λουζιέρι στον Ελγιν (λίγο, λέει ο αχρείος…).
Το θέμα της επιστροφής των Παρθενώνειων Γλυπτών στην Ελλάδα, πρωτίστως είναι ηθικό. Ως τέτοιο το έθεσε η Μελίνα Μερκούρη στη συνδιάσκεψη της ΟΥΝΕΣΚΟ τον Ιούλιο του 1982 στο Μεξικό. Ως τέτοιο το χειρίζονται οι κυβερνήσεις μας έκτοτε. Ωστόσο, έχει σημασία να γνωρίζει η ανθρωπότητα πως το Βρετανικό Μουσείο δεν αγόρασε νομίμως τα γλυπτά από τον Ελγιν, διότι εκείνος τα είχε αρπάξει κρυφά και με δόλιο τρόπο. Χωρίς νομιμοποίηση από τον κατακτητή και, το κυριότερο, χωρίς τη συμφωνία των υπόδουλων Ελλήνων.
Ας δούμε τα στοιχεία που έχει η χώρα μας ως προς τις συζητήσεις για τις αγοραπωλησίες των Μαρμάρων του Παρθενώνα (parthenon marbles αντί του προσβλητικού Elgin marbles όπως τα αποκαλούσαν οι Αγγλοι και εν μέρει συνεχίζουν να το κάνουν)
Ιούνιος του 1816
Διακόσια πέντε χρόνια πριν, στις 7 Ιουνίου 1816 το Βρετανικό Κοινοβούλιο αποφασίζει να καλύψει όλες τις παρανομίες του λόρδου Ελγιν και να αγοράσει αντί 35.000 στερλινών τα γλυπτά του Παρθενώνα, που εκείνος είχε αφαιρέσει βανδαλίζοντας το μνημείο,. Ηταν μια απόφαση καθοριστική αφού, όπως λέει ο πρόεδρος του Μουσείου Ακρόπολης Δημήτρης Παντερμαλής, είναι εντελώς διαφορετικό να ζητά σήμερα η χώρα μας τα γλυπτά από κάποιον απόγονο του Έλγιν και διαφορετικό να τα ζητά από τη Μεγάλη Βρετανία.
Έλληνες και ξένοι ερευνητές που έχουν ερευνήσει ντοκουμέντα από εκείνη την περίοδο, αποκαλύπτουν πολλά για το πώς μεθοδεύτηκε η όλη επιχείρηση και πώς ξεπλύθηκαν ή και απεκρύβησαν οι παρανομίες του Έλγιν.
Το φιρμάνι δεν υπάρχει
Το «φιρμάνι» του Καϊμακάν Πασά προς τον βοεδόδα της Αθήνας το 1801, υποτίθεται πως αποτελεί το κορυφαίο αποδεικτικό στοιχείο νόμιμης κατοχής. Όμως, δεν ήταν παρά μια φιλική επιστολή, σύμφωνα με τον Βασίλη Δημητριάδη, καθηγητή Τουρκολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και την επίτιμη γενική διευθύντρια αρχαιοτήτων του υπουργείου Πολιτισμού Ελενα Κόρκα.
Αντίθετα με όσα ισχυρίστηκε ο Έλγιν (και δέχτηκε το βρετανικό κοινοβούλιο) με την επιστολή δινόταν στα συνεργεία που είχε στείλει ο λόρδος εκεί, άτυπη άδεια να ζωγραφίσουν, να κάνουν εκμαγεία, να ανασκάψουν και να μεταφέρουν τμήματα από επιγραφές ή γλυπτά που θα εύρισκαν κατά τις ανασκαφές. Αλλά, με προϋπόθεση να μην υπάρξει βλάβη ή φθορά στον «Ναό των Ειδώλων» όπως ονομαζόταν από τους Οθωμανούς ο Παρθενώνας. Κάτι που μονίμως και εντέχνως αποκρύπτεται επιμελώς.
Ο κ. Δημητριάδης απέδειξε πως το έγγραφο δεν έχει τη δομή φιρμανιού και αποτελεί «συστατική επιστολή ενός αντιπροέδρου κυβέρνησης προς νομάρχη με την οποία ζητείται η εξυπηρέτηση ενός φίλου.». Η κα Κόρκα, το χαρακτηρίζει μια «χαριστική» επιστολή ενός αξιωματούχου, του αναπληρωτή του Μεγάλου Βεζύρη, την οποία ο Έλγιν υπερέβη κατά πολύ.
Η Έλενα Κόρκα, που έχει συγγράψει διδακτορική διατριβή επί του ζητήματος των Παρθενώνειων γλυπτών, ίδια γράφει άρθρο για το φιρμάνι στο περιοδικό «Ανθέμιο» της Ενωσης Φίλων Ακροπόλεως. Με την επιστολή, σημειώνει, ζητούνταν «η ευνοϊκή αντιμετώπιση του συνεργείου του Elgin από τους προεστούς της Αθήνας, προκειμένου να γίνει αποτύπωση, σχέδια και λήψη εκμαγείων από τα μνημεία της Ακρόπολης, καθώς και ανασκαφή και πιθανή απομάκρυνση από τα ερείπια γύρω από τον Παρθενώνα κάποιων τμημάτων ενεπίγραφων ή με γλυπτή διακόσμηση, με σαφή διευκρίνηση όμως ότι δεν θα επερχόταν καμία βλάβη ή φθορά στο κτήριο».
Αυτή η… λεπτομέρεια παρασιωπάται, και όλοι στηρίζονται στη δυνατότητα που δίνεται στον Έλγιν να απομακρυνθούν τμήματα ενεπίγραφα ή με γλυπτή διακόσμηση. Ναι. Όμως χωρίς βλάβη ή φθορά στο κτήριο. Άρα, μόνο για όσα θα προέκυπταν από ανασκαφές.
Χειραγωγήσεις αξιωματούχων
Ενδιαφέρον είναι και το εύρημα της αρχαιολόγου Τατιάνας Πούλου, στο ίδιο τεύχος του «Ανθεμίου» για τα 200 χρόνια από το δυστυχές γεγονός. Σχολιάζει επιστολή του αιδεσιμότατου Φίλιπ Χαντ, δεξιού χεριού του Ελγιν στην επιχείρηση αρπαγής. Εντοπίσθηκε στο αρχείο Ελγιν και αναγράφει ό,τι περιγράφεται στο λεγόμενο «φιρμάνι» με συμπληρώματα «γραφειοκρατικής» γλώσσας. Δηλαδή ο Έλγιν έδωσε συγκεκριμένο κείμενο, με την περιγραφή των αναγκών στον Καϊμακάμη, προκειμένου εκείνος να το αντιγράψει!
Η χειραγώγηση των αξιωματούχων αποδεικνύεται επίσης από την Ελενα Κορκα. Οι οθωμανικές αρχές στην Αθήνα, προφανώς επειδή γνώριζαν ότι είχαν παρανομήσει. ζήτησαν αναδρομική κάλυψή τους από την Υψηλή Πύλη Ο βεζύρης Γαζί Γιουσούφ Ζιγιά στέλνει επιστολή προς τον βοεβόδα της Αθήνας με την οποία τους ευχαριστεί για την πρέπουσα υποδοχή και φιλοξενία προς τον Ελγιν το 1802.
Καμία λέξη για την αφαίρεση γλυπτών. Που σημαίνει πως η Υψηλή Πύλη αγνοούσε, αλλά διά της πλαγίας οδού ο Ελγιν νομιμοποίησε τις κλεψιές του. Όπως τονίζει η κ. Κόρκα, «η αδυναμία όλων των κειμένων αυτών είναι η ασάφειά τους και η ρητορικότητα των οθωμανικών εκφράσεων».
Σε επιστολή του ο Σερ Ρίτσαρντ Αντερ, ο οποίος χρημάτισε, επίσης, πρέσβης της Μεγάλης Βρετανίας στην Κωνσταντινούπολη, αναφέρει στον Ελγιν ότι οι οθωμανοί αξιωματούχοι της Πόλης αρνήθηκαν κατηγορηματικά πως είχε οποιοδήποτε δικαίωμα στα Μάρμαρα. Μεγάλο μέρος της συλλογής βρισκόταν ακόμα στην Αθήνα και ο βοεβόδας ζητούσε άδεια εξαγωγής. Ο Ουίλιαμ Σεν Κλαιρ στο βιβλίο του γράφει πως οι αξιωματούχοι του απάντησαν ότι ο Ελγιν «δεν είχε λάβει ποτέ άδεια να αφαιρέσει αρχαιότητες από την Ακρόπολη και δεν είχε καμία ιδιοκτησία επ’ αυτών.»
Η άδεια για να φύγει το δεύτερο μέρος της συλλογής δόθηκε το 1810 με έγγραφο του Καϊμακάμη Χουσεΐν Κιαμήλ προς τον βοεβόδα της Αθήνας. Ένα κείμενο που και πάλι έχει ασάφειες. Δεν αναφέρεται πουθενά «οθωμανική διοικητική αποδοχή αποξήλωσης γλυπτών από τα μνημεία της Ακρόπολης». Αναφέρονται σπασμένα μάρμαρα και αγγεία και δίνεται η άδεια μεταφοράς τους μετά από δώρα αξίας 1480 πιάστρων και 100 στερλινών στην Κωνσταντινούπολη και ένα ακόμη δώρο απροσδιόριστης αξίας στον Καϊμακάμη.
Όταν ο Ελγιν κλήθηκε να αποδείξει στο Βρετανικό Κοινοβούλιο πως οι ενέργειές του ήταν νόμιμες, ζήτησε από τον Αντερ νέα τροποποιημένη επιστολή, στην οποία να εμφαίνεται κάτι τέτοιο, απολύτως ψευδές όπως έχει πλέον αποδειχθεί. Μετά από πολλές τροποποιήσεις και διαγραφές σε σχέδια επιστολών, ο Ελγιν ικανοποιείται και στέλνει στον Αντερ το σχέδιο που του ζητά να καθαρογράψει και να αποστείλει στον ίδιον. Μία ακόμη πλαστογράφηση από έναν αξιωματούχο, τον οποίο χειραγώγησε ο επωφελούμενος λόρδος.
Τριάντα πέντε χιλιάδες στερλίνες
Το Βρετανικό Κοινοβούλιο έδωσε το 1816 έγκριση να αγοραστούν τα γλυπτά αντί 35.000 στερλινών και ενώ ο Ελγιν ζητούσε τα διπλά, λέγοντας πως είχε κάνει έξοδα 68- 75 χιλιάδων λιρών Αγγλίας. Για να έχουμε μια τάξη μεγέθους πρέπει να πούμε ότι ο Ελγιν πρόσφερε στον σπουδαίο βρετανό ζωγράφο Ουίλιαμ Τέρνερ 700 με 800 στερλίνες για να σχεδιάσει τα γλυπτά (αυτή ήταν η πρώτη άδεια που είχε) αλλά εκείνος δεν δέχτηκε και έτσι επελέγη ο Ιταλός Λουζιέρι.
Η μοιραία εκείνη απόφαση του Βρετανικού Κοινοβουλίου, κάθε άλλο παρά εξασφάλιζε την κυριότητα των παρθενώνειων γλυπτών. Έτσι, όπως αποκαλύφθηκε σε πόρισμα των νομικών Τζέφρυ Ρόμπερτσον, Νόρμαν Πάλμερ και Αμάλ Κλούνεϊ, που είχε ζητηθεί από την τότε ελληνική κυβέρνηση το 2014, το κοινοβούλιο έκανε το 1963 νέα πράξη για αυτά.
Με αυτήν «ξεπλένει» τα κλοπιμαία του Ελγιν, καθώς τα μέλη του έχουν αντιληφθεί πως δεν διαθέτουν καθαρά παραστατικά απόκτησης. Δίνουν έτσι de facto πιστοποιητικά στο Βρετανικό Μουσείο. (σ.σ. την νομική ομάδα πλήρωσε, χωρίς να γίνει γνωστό, ο αείμνηστος ευπατρίδης Αλέκος Γουλανδρής).
Ο λόρδος Ελγιν στήριξε όλα του τα επιχειρήματα στο ότι είχε φιρμάνι του σουλτάνου, στο ότι έσωσε τα γλυπτά από καταστροφές που έκαναν οι Τούρκοι και στο ότι οι Ελληνες δεν αντέδρασαν. Τα επιχειρήματα καταρρίφθηκαν ένα προς ένα από την ομάδα νομικών που συνέταξε το πόρισμα.
Τα «έσωσε» ο λόρδος;
Ως προς την «διάσωση», ο λόρδος Ελγιν και μαζί του το Βρετανικό Κοινοβούλιο που δέχτηκε το επιχείρημα, δεν μπορούν να ισχυριστούν ότι τα γλυπτά προστατεύθηκαν, επειδή ο κλέφτης δεν έχει το δικαίωμα να προβάλει προς υπεράσπισή του πως τα φύλαξε καλύτερα από τον ιδιοκτήτη, λένε οι νομικοί. Αλλωστε, η Ελλάδα μετά από λίγο ελευθερώθηκε από τον οθωμανικό ζυγό. Ακόμα και κατά τα έτη της Επανάστασης και παρά τις πολιορκίες της Ακρόπολης, δεν έπαθαν το παραμικρό όσα είχαν μείνει στο μνημείο. Άλλωστε, η χώρα ήταν υπό κατοχή και ακόμα και αν είχε δοθεί οποιαδήποτε άδεια αφαίρεσης, παρανόμως δόθηκε.
Επιπροσθέτως, το οθωμανικό δίκαιο προέβλεπε ότι όλες οι αρχαιότητες ανήκαν στον Σουλτάνο, άρα, όπως μάς έχει πει διαπρεπής Ελληνας νομικός, η εξαγωγή τους απαγορευόταν. Ακόμη και αν ο Έλγιν είχε νόμιμη άδεια αφαίρεσης και εξαγωγής, που δεν είχε, εφόσον το δίκαιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το απαγόρευε, η άδεια δεν θα είχε καμιά ισχύ.
Επομένως, το επιχείρημα «No Elgin, no marbles» (αν δεν υπήρχε ο Έλγιν δεν θα υπήρχαν τα μάρμαρα) απλώς αποτελεί προπαγάνδα. Η αλήθεια είναι πως χωρίς τον Έλγιν, τα γλυπτά θα ήταν στον Παρθενώνα μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας.
Η Μεγάλη Βρετανία είναι υπόλογη για τις πράξεις του Έλγιν, που ήταν πρεσνευτής της στην Κωνσταντινούπολη, αφού σύμφωνα με τον διεθνή νόμο οι πράξεις ενός πρεσβευτή αντανακλούν στο κράτος του ακόμα και αν δεν έχουν σχέση με το ρόλο του ως διπλωμάτη. Η Ελλάδα ήταν τότε κατεχόμενο κράτος και τα μνημεία της, ιδίως τα θρησκευτικά, έπρεπε να τυγχάνουν σεβασμού. Ο Έλγιν δήλωσε επανειλημμένα πως ενήργησε αυτοβούλως ως ιδιώτης και όχι ως πρεσβευτής της χώρας του. Είναι όμως φανερό πως αν δεν κατείχε αυτή τη διπλωματική θέση δεν θα είχε καταφέρει το παραμικρό. Πρόκειται για μια υπόθεση διάτρητη που στερείται ηθικής.