Η Ινδία η οποία άρχισε εδώ και λίγο καιρό να διανέμει εμβόλια κατά του κορονοϊού στις γειτονικές της χώρες, με το πρώτο φορτίο να στέλνεται στο μικροσκοπικό βασίλειο του Μπουτάν στα Ιμαλάια, θέλει να ανταγωνιστεί με αυτόν τον τρόπο την έτερη μεγάλη δύναμη της περιοχής την Κίνα.
Την ώρα που το Πεκίνο έχει υποσχεθεί την αποστολή του Sinovac εκ των δικών της εμβολίων σε πολλές χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας, ο πρωθυπουργός της Ινδίας Ναρεντρα Μόντι αποστέλλει ήδη εκατομμύρια δόσεις του εμβολίου AstraZeneca PLC.
Ως γνωστόν, η Ινδία παρασκευάζει τα εμβόλια της AstraZeneca στο Serum Institute of India, τον μεγαλύτερο παρασκευαστή του είδους στον πλανήτη,
γεγονός που ο πρωθυπουργός της χώρας θέλει να εκμεταλλευτεί για να βελτιώσει τους περιφερειακούς δεσμούς και να αποτρέψει την πολιτική και οικονομική κυριαρχία της Κίνας.
Η Ινδία ενέκρινε δύο εμβόλια αυτόν τον μήνα για επείγουσα χρήση στο εσωτερικό, ένα του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης και της AstraZeneca και ένα άλλο που ανέπτυξε στη χώρα η Bharat Biotech σε συνεργασία με το κρατικό Indian Council of Medical Research. Αμφότερα παρασκευάζονται τοπικά.
Τουλάχιστον άλλα δύο εμβόλια αναμένεται να λάβουν άδεια από την Ινδία τους επόμενους δύο μήνες.
Το Μπανγκλαντές ανέφερε πως αναμένει να λάβει δώρο δύο εκατομμύρια δόσεις του COVISHIELD από την Ινδία αύριο. Η χώρα των τουλάχιστον 160 εκατ. κατοίκων δεν έχει ξεκινήσει ακόμη το πρόγραμμα εμβολιασμού και έχει παραγγείλει άλλα 30 εκατομμύρια δόσεις του εμβολίου.
Το Νεπάλ ανέφερε ότι η Ινδία του έχει υποσχεθεί ένα εκατομμύριο δωρεάν δόσεις.
Το Πακιστάν έχει εγκρίνει για επείγουσα χρήση το εμβόλιο της κινέζικης Sinopharm εναντίον της COVID-19 και εκείνο της AstraZeneca και του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, αλλά δεν έχει ακόμη παραλάβει προμήθειες.
Η Ινδία, που έχει καταγράψει τον μεγαλύτερο αριθμό μολύνσεων από κορονοϊό μετά τις Ηνωμένες Πολιτείες, έχει εμβολιάσει μέχρι τώρα τουλάχιστον 631.417 εργαζομένους στην πρώτη γραμμή έχοντας ξεκινήσει την εκστρατεία την περασμένη Κυριακή.
Αφού αντικατέστησε τον Υπουργό Οικονομικών Μπεράτ Αλμπαϊράκ, και τον διοικητή της κεντρικής τράπεζας, ο Εργτογάν χαρακτήρισε την αύξηση των επιτοκίων ως «ένα πικρό χάπι που θα πρέπει να πάρει το έθνος για να μειωθεί ο πληθωρισμός». Η σταθεροποίηση της οικονομίας θα απαιτήσει επιβράδυνση της πίστωσης, η οποία τελικά θα σημαίνει βραδύτερο ρυθμό δημιουργίας θέσεων εργασίας.
Τα αρνητικά επιτόκια σε στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια τόνωσαν αρχικά την οικονομία, αλλά διατήρησαν και τον πληθωρισμό σε διψήφια ποσοστά, με αποτέλεσμα να διευρυνθεί το έλλειμμα στον ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Τουρκίας και τελικά να εκτροχιαστεί η λίρα.