Η κατάσταση και οι προοπτικές της τουρκικής οικονομίας αποτέλεσαν κορυφαίο ζήτημα την χρονιά που μόλις τελείωσε και από ότι φαίνεται θα εξακολουθήσουν να απασχολούν την συζήτηση διεθνώς και προφανώς στην Ελλάδα. Δεν είναι καθόλου εύκολο να γίνουν προβλέψεις. Το μεγάλο πρόβλημα είναι ο ανορθολογισμός της επιδίωξης «οικονομικής ανεξαρτησίας» για μια χώρα που ευνοήθηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό από τις ευκαιρίες που τις πρόσεφερε η ενσωμάτωση στην διαδικασία της οικονομικής παγκοσμιοποίησης τα τελευταία 20 χρόνια που από την φύση της είναι ένα καθεστώς αλληλεξάρτησης και που εξαρτάται από τις ανοιχτές αγορές και την «ορθοδοξία» τους για να συνεχίσει να αναπτύσσεται. Ας δούμε σύντομα τα στοιχεία σήμερα.
Όταν στις αρχές Δεκεμβρίου παρουσιάστηκε ο προϋπολογισμός για το 2022, η πρόβλεψη για την Τουρκική οικονομία ήταν ότι θα αναπτυχθεί με ρυθμό 5%. Η δέσμευση που συνόδευε αυτήν την πρόβλεψη ήταν ότι η ισοτιμία της λίρας θα σταθεροποιηθεί και ο πληθωρισμός θα υποχωρήσει σηματοδοτώντας έτσι την επιστροφή της τουρκικής οικονομίας σε πιο υγιείς βάσεις. Τα έσοδα του προϋπολογισμού προβλέπονται γύρω στα 135 δις δολάρια και τα έσοδα δεν θα ξεπεράσουν τα 114 δις δολάρια με το έλλειμμα στα 21 δις. Την ίδια στιγμή η πρόβλεψη της Goldman Sachs είναι για ανάπτυξη όχι πάνω από 3.5%.
Η Κεντρική Τράπεζα έχει μειώσει τα επιτόκια κατά 400 μονάδες βάσης στο 15% τους τελευταίους μήνες ως μέρος ενός κύκλου χαλάρωσης παρά τις προειδοποιήσεις ότι κάτι τέτοιο θα εκτοξεύσει ακόμη περισσότερο τον πληθωρισμό και θα υπονομεύσει κάθε προσπάθεια σταθεροποίησης της λίρας. Δεν είναι καθόλου απίθανο τα χαμηλότερα επιτόκια να έχουν ως αποτέλεσμα μια αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ αλλά το τίμημα είναι μια αδύναμη λίρα, υψηλός πληθωρισμός και μεσο-μακροπρόθεσμα σοβαρά προβλήματα μακροοικονομικής σταθερότητας. Όσο περισσότερο διαρκούν αυτά τα προβλήματα τόσο μεγαλύτερος ο κίνδυνος μιας συστημικής οικονομικής κρίσης.
Τον Δεκέμβριο του 2021 ο πληθωρισμός εκτοξεύθηκε στο 36,1%, ο υψηλότερος τις δύο δεκαετίες που βρίσκεται στο τιμόνι της Τουρκίας ο Ρ. Τ. Ερντογάν, ενώ η επίσημη πρόβλεψη τον Οκτώβριο ήταν 18.4%. Επιπλέον, οι τιμές καταναλωτή αυξήθηκαν κατά 13,58% σύμφωνα με τα στοιχεία του Τουρκικού Ινστιτούτου Στατιστικής. Κάποιοι οικονομολόγοι προβλέπουν ότι ο πληθωρισμός μπορεί να αγγίξει την Άνοιξη και το 50% όταν θα μπει στην εξίσωση και η αύξηση κατά 50% του κατώτατου μισθού. Και όλα αυτά ενώ δεν προβλέπεται να αλλάξει άμεσα και δραστικά η νομισματική πολιτική. Αυτή την στιγμή η Τουρκία έχει τον όγδοο υψηλότερο πληθωρισμό στον κόσμο. Για να «υπερασπιστεί» την λίρα και να αυξήσει τα συναλλαγματικά αποθέματα που έχουν υποστεί καθίζηση, η Κεντρική Τράπεζα ζήτησε από τις εξαγωγικές επιχειρήσεις να πουλήσουν (στην Τράπεζα) το 25% των ταμειακών διαθεσίμων που διατηρούν σε σκληρό νόμισμα.
Την ίδια στιγμή τα τελευταία στοιχεία για το 2021 δείχνουν μία αύξηση των εξαγωγών σχεδόν κατά 30% στα 225 δις δολάρια. Συνολικά, την περίοδο Ερντογάν οι εξαγωγές της Τουρκίας έχουν εξαπλασιαστεί και αποτελούν το πιο σημαντικό σύμβολο της βελτίωσης της γεωπολιτικής και γεωοικονομικής θέσης της Τουρκίας στον παγκόσμιο ανταγωνισμό. Βεβαίως, οι εισαγωγές αυξήθηκαν κατά 23.6% και έφτασαν τα 271.4 δις δολάρια παρά την κατάρρευση της ισοτιμίας της λίρας.
Όπως συνήθως συμβαίνει, το πρόβλημα της οικονομίας είναι κατά βάση πολιτικό. Ο Τούρκος Πρόεδρος είναι εγκλωβισμένος σε ένα αφήγημα που συγκρούεται με την παγκόσμια οικονομική πραγματικότητα αλλά και την πραγματικότητα του μεγέθους της Τουρκικής οικονομίας. Το όραμά του το 2023 η Τουρκική οικονομία να είναι μέσα στις 10 μεγαλύτερες του κόσμου δεν έχει καμία ρεαλιστική πιθανότητα. Και αυτό επιτείνει την πολιτική του ανασφάλεια. Η Τουρκία έχει μπει σε παρατεταμένη εκλογική περίοδο ενώ οι όποιες επιλογές του στον οικονομικό τομέα δεν πρόκειται να αλλάξουν άμεσα την κατάσταση των μεσαίων και κατώτερων εισοδηματικών στρωμάτων.
Όλα αυτά δείχνουν μία κρίσιμη οικονομική και δημοσιονομική συγκυρία η οποία όμως σε καμία περίπτωση δεν προαναγγέλλει την κατάρρευση της Τουρκίας. Αν και δεν είναι όσο καλά ήταν μέχρι πριν από δύο χρόνια, πολλά από τα θεμελιώδη της Τουρκικής οικονομίας παραμένουν σε καλή κατάσταση. Η πιθανότητα τα πράγματα να πάνε χειρότερα είναι σημαντική αλλά κανείς δεν πρέπει να ποντάρει σε σενάρια χρεωκοπίας. Η παραγωγική βάση της Τουρκίας είναι σύγχρονη και είναι εξαιρετικά δυναμική και αποτελεί τον πιο σίγουρο μοχλό αντιμετώπισης της συγκυρίας ακόμη και όταν η ηγεσία της συγκρούεται με την πραγματικότητα.
* Ο Κώστας Υφαντής είναι Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και Ερευνητικός Εταίρος στο ΙΔΙΣ