«Ήταν η ολοένα αυξανόμενη δύναμη της Αθήνας που προκάλεσε φόβο στους συμμάχους της Σπάρτης και κατέστησε τη σύρραξη ανάμεσα στις δύο πόλεις αναπότρεπτη», με αυτή τη φράση ο Θουκυδίδης αποσαφηνίζει άπαξ και δια παντός το καταλυτικό αίτιο του Πελοποννησιακού Πολέμου στην ΙΣΤΟΡΙΑ του, και γίνεται έτσι ο θεμελιωτής της Ιστοριογραφίας των διεθνών σχέσεων.
Μελετώντας το έργο του Θουκυδίδη συνάγεται ότι η αντίληψη της πολιτικής ως δύναμης αποτελεί ίδιον γνώρισμα του Κρατοκεντρισμού, ήτοι της κοινωνικής οργάνωσης με επίκεντρο την πόλη/κράτος. Διαπιστώνεται επίσης, ότι όσο η πόλη/κράτος εξελίσσεται στο εσωτερικό της προς την ανθρωποκεντρική ολοκλήρωση της δημοκρατικής πολιτείας, τόσο αυξάνεται η δυναμική της στο εξωτερικό πεδίο των διακρατικών σχέσεων, με αποτέλεσμα να καθίσταται αναπόφευκτη η ολοένα και συχνότερη πολεμική επίλυση των διαφορών.
Ώστε η γνωσιολογική (ήτοι γνωστική και μεθοδολογική) προσέγγιση του Πελοποννησιακού Πολέμου και των αιτίων του, όπως ευφυώς μέσω των δημηγοριών μας παραδίδεται από τον Αλιμούσιο ιστορικό, υπό το πρίσμα ωστόσο της νέας κοινωνικής επιστήμης που θεμελίωσε ο Καθηγητής Γιώργος Κοντογιώργης με τον εύγλωττο τίτλο Κοσμοσυστημική Γνωσιολογία, μας προσφέρει τα μοναδικά πλεονεκτήματα της θέασης των πολιτικών φαινομένων με όρους εξελικτικής βιολογίας των κοινωνιών, τυπολογίας των αντιστοίχων πολιτειών, εννοιολογικής αποσαφήνισης των όρων και υπαγωγής τους στην αιτιώδη συνάφεια μεταξύ κοινωνίας, οικονομίας και πολιτικής.
Το θουκυδίδειο παράδειγμα ιδωμένο μέσα από τη διεισδυτική ματιά του κορυφαίου Έλληνα στοχαστή Γ. Κοντογιώργη, αποκαθαίρεται των ιδεολογικών προσμίξεων της νεοτερικότητας και μας αποκαλύπτεται στη βάση της διαλεκτικής σχέσης μεταξύ της θεμέλιας πόλης/κράτους, της δημοκρατικά υποστασιοποιημένης πολιτείας και του διακρατικού πεδίου αντιπαράθεσης της πολιτικής ως δύναμης, ως εξουσίας και ως ελευθερίας.
Ο Θουκυδίδης επισημαίνει δίκην αξιώματος ότι κατά την πρώιμη φάση της ανθρωποκεντρικής συγκρότησης των κοινωνιών, αυτήν του Κρατοκεντρισμού, που στην εποχή του αναγόταν στην μικρή κλίμακα των πόλεων/κρατών ενώ στην νεοτερική εποχή μας ανάγεται στη μεγάλη κλίμακα των εθνών/κρατών, αντιμάχονται οι ηγεμονικές αξιώσεις των ισχυρών κρατών με την αξίωση για ελευθερία των κοινωνιών. Ανέκαθεν στην κοσμοϊστορία, το ξυμφέρον είναι το πρώτο κινούν, με μόνη διαφοροποίηση στην αναλογία κλίμακας των πολεοτικών κρατών της αρχαιότητας με τα εθνικά κράτη της νεοτερικότητας.
Με γνωσιολογική αφετηρία λοιπόν την Κοσμοσυστημική Γνωσιολογία μας αποκαλύπτεται το πανόραμα του ανθρωποκεντρικά διατεταγμένου Ελληνικού Κόσμου καθόλον τον μακρύ και πολυκύμαντο ιστορικό του βίο από την κλασική αρχαιότητα, τους ελληνιστικούς χρόνους, την ρωμαϊκή κατάκτηση έως την υπερχιλιετή βυζαντινή οικουμένη, όπως αυτός μετεξελίσσεται κοινωνιολογικά με πρόσημο την ελευθερία των πόλεων/κρατών/κοινών, σε διακριτή αντιμαχία με το δεσποτικό/απολυταρχικό κοσμοσύστημα των βαρβαρικών και φεουδαλικών κοινωνιών.
Η επιστημονική αυθεντία του εμπνευστή της ΚΓ, Γιώργου Κοντογιώργη, δεν καταλείπει την παραμικρή αμφιβολία στον αναγνώστη του νέου έργου του με τίτλο “Η Δημοκρατία & ο Πόλεμος στον Θουκυδίδη” ότι η εξωτερική πολιτική των κρατικών δρώντων και δη των προσδιοριζομένων στη διεθνή σκηνή ως μεγάλων δυνάμεων, είναι φύσει τυραννική. Με διαφορετική διατύπωση, ως μέτρο των διακρατικών σχέσεων αναδεικνύεται η ισχύς με πρόσημο το συμφέρον, που καθορίζει τους εκάστοτε συσχετισμούς των ηγεμονικών δυνάμεων και εντέλει αποφασίζει τα του πολέμου και της ειρήνης.
Η έννοια του δίκαιου ή άδικου πολέμου απεκδύεται των ηθικών, μεταφυσικών ή νομικών παραμέτρων και προσλαμβάνεται ως μεταβλητή υποκείμενη στους εκάστοτε ηγεμονικούς συσχετισμούς των κρατικών δρώντων. Καίτοι το παράδειγμα του Πελοποννησιακού Πολέμου τοποθετείται χρονικά στη φάση της δημοκρατικής ολοκλήρωσης των ελληνικών πόλεων/κρατών που ηγείται η Αθήνα, τυγχάνει πλήρους εφαρμογής στην νεοτερική εποχή μας των συνταγματικών μοναρχιών, η οποία διάγει εντός του κοσμοϊστορικού χρόνου την προΣολώνεια εποχή.
Όπως μάλιστα τεκμαίρεται, η αξία του έργου του Θουκυδίδη υπερβαίνει την κρατοκεντρική φάση της τότε και της τωρινής εποχής, και εισδύει στην μετακρατοκεντρική φάση της εξελικτικής βιολογίας του Ελληνικού Κόσμου, αυτήν της ελληνιστικής περιόδου και των μακεδονικών βασιλείων, ώσπου να συντελεστεί συν τω χρόνω η ανθρωποκεντρική ολοκλήρωσή του εντός της βυζαντινής οικουμένης. Οι δημηγορίες των Αλκιβιάδη και Ισοκράτη, μεταξύ των άλλων, δεν εκφράζουν παρά την ιστορική αναγκαιότητα της μετάβασης των ελληνικών πόλεων/κρατών στην μετακρατοκεντρική/οικουμενική οργάνωσή τους.
Ως εκ των ανωτέρω ολίγων συνάγεται, ο Θουκυδίδης “διαβασμένος” από τον Κοντογιώργη αποκτά μια νέα κοσμοσυστημική διάσταση και αναδεικνύει την διαχρονικότητα και καθολικότητα των αξιωμάτων του, αποτελώντας έτσι μία πρώτης τάξεως ευκαιρία για την νεοτερική επιστήμη και τους θιασώτες της να απαγκιστρωθούν από τις αναχρονιστικές ιδεοληψίες της εποχής μας και να αναστοχαστούν με όρους ελευθερίας και δημοκρατίας την πρώιμη φάση της εξελικτικής βιολογίας του κοινωνικοπολιτικού ανθρώπου.
Να συνειδητοποιήσουν επίσης ότι η εποχή μας με όχημα την τεχνολογία έχει εισέλθει σε μια μεταβατική περίοδο που επιβάλλει τον απεγκλωβισμό των κοινωνιών από την ιδιωτεία και την είσοδό τους στην πολιτεία, την επανεξέταση των αντιλήψεών μας για την αιτιολογία της πολιτικής στο κρατοκεντρικό πεδίο ως δύναμης και της σχέσης της με την πολιτική ως ελευθερία στο εσωτερικό των εθνοκρατών, έτσι ώστε να καταστεί εφικτή η σχετική εξισορρόπηση των συμφερόντων χάριν της ειρήνης.
* Της Ευαγγελίας Κοζυράκη, δικηγόρου Αθηνών, ειδικής επιστήμονα ΣτΚ, πρώην νομικής συμβούλου ΥΠΕΘΑ