Σε διαφοροποίηση σε σχέση με τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Donald Trump, προχώρησε ο υπουργός άμυνας της χώρας, Jim Mattis, αναφορικά με τη στάση των ΗΠΑ απέναντι στη συμφωνία με το Ιράν για τον πυρηνικό εξοπλισμό.
Ο κ. Mattis, ανέφερε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα έπρεπε να αναθεωρήσουν την άποψή τους και να διατηρήσουν τη συμφωνία με το Ιράν για τα πυρηνικά εκτός αν η κυβέρνηση του Ιράν έδειχνε ότι δεν τηρούσε τους όρους της συμφωνίας ή αν δεν ήταν πια προς το συμφέρον των ΗΠΑ να πράξουν κάτι τέτοιο.
Αν και ο κ. Mattis έχει αποδεχτεί την απόφαση του Donald Trump για τη συμφωνία αυτή, εξέφρασε τη διαφοροποίησή του από τον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών, ο οποίος μάλιστα είχε δηλώσει το 2015 ότι η συμφωνία που υπεγράφη από το Ιράν και άλλες 6 υπερδυνάμεις το 2015, είναι «ντροπιαστική».
Σύμφωνα με το Reuters, ο D. Trump προσπαθεί να καταλήξει στο αν η συγκεκριμένη συμφωνία για τα πυρηνικά εξυπηρετεί τα αμερικανικά συμφέροντα λίγο πριν λήξει η προθεσμία που έχει για να απαντήσει, στα μέσα του Οκτωβρίου. Αυτή η απόφαση που έχει να πάρει ουσιαστικά έχει να κάνει με το αν το Ιράν τηρεί τους όρους της συμφωνίας και αν ο Αμερικανός πρόεδρος δεν επιβεβαιώσει κάτι τέτοιο, θα μπορούσε να προκαλέσει την κατάρρευση της, η οποία έχει υποστηριχτεί από τις άλλες σημαντικές χώρες που τη διαπραγματεύτηκαν.
«Αυτό που θέλω να πω είναι ότι αν μπορούμε να επιβεβαιώσουμε ότι το Ιράν τηρεί τη συμφωνία, αν μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι αυτό συμφέρει τη χώρα μας, τότε ξεκάθαρα πρέπει να την κρατήσουμε», δήλωσε ο κ. Mattis σε ακρόαση της γερουσίας και συμπλήρωσε: «Πιστεύω ότι αυτήν τη στιγμή, χωρίς ενδείξεις για παραβίαση της συνθήκης, ο πρόεδρος θα έπρεπε να διατηρήσει τη συμφωνία».
Ο Λευκός Οίκος δεν έκανε κάποιο σχόλιο σε αυτές τις δηλώσεις του υπουργού άμυνας των Ηνωμένων Πολιτειών.
Εάν ο D. Trump δεν επιβεβαιώσει μέχρι τις 16 Οκτωβρίου ότι το Ιράν δεν έχει απομακρυνθεί από τους όρους της συμφωνίας, το Κογκρέσο θα έχει 60 μέρες να αποφασίσει αν θα επιβάλλει ξανά κυρώσεις στην Τεχεράνη.
Πιθανή κατάρρευση της συμφωνίας θα μπορούσε να πυροδοτήσει νέο εξοπλιστικό ανταγωνισμό στη Μέση Ανατολή καθώς και να επιτείνει τις εντάσεις στη περιοχή.