Παρά τις αντιξοότητες και τις δυσκολίες, οι προσπάθειες για την αντιμετώπιση της ανεργίας, έχουν φέρει αποτελέσματα, και από το καλοκαίρι του 2019 έως το Φεβρουάριο του 2022, τα ποσοστά έχουν μειωθεί από το 17,2% στο 12,8%, όπως ανέφερε ο Κυριάκος Μητσοτάκης από τη Βουλή στην συζήτηση του νομοσχεδίου του υπ. Εργασίας «Δουλειές Ξανά».
«Είναι η ταχύτερη αποκλιμάκωση σε όλη την Ευρώπη, και σε αυτό το διάστημα δημιουργήθηκαν 200.000 θέσεις εργασίας και όλα αυτά σε ένα εξαιρετικά δυσμενές διεθνές περιβάλλον», ανέφερε ο πρωθυπουργός, θυμίζοντας τις απαισιόδοξες προβλέψεις της αντιπολίτευσης, που διαψεύστηκαν, ότι η πανδημία θα οδηγούσε σε έκρηξη της ανεργίας.
Υπογράμμισε ότι οι «πολύ απαισιόδοξες προβλέψεις της αντιπολίτευσης ότι η πανδημία θα οδηγούσε σε έκρηξη απολύσεων και άνοδο της ανεργίας» «διαψεύστηκαν προς όφελος των εργαζόμενων διότι η κυβέρνηση της ΝΔ έσπευσε να στηρίξει πρώτα και πάνω από όλα τον κόσμο της εργασίας», ωστόσο προσέθεσε: «Τα αποτελέσματα αυτά δεν μπορούν να μας ικανοποιούν. Έχουμε τη δεύτερη υψηλότερη ανεργία στην Ευρώπη, η Ισπανία μας έχει ξεπεράσει. Έχουμε και διαχρονικό πρόβλημα χαμηλών αμοιβών».
Επεσήμανε ότι στόχος του νομοσχεδίου είναι οι δημόσιοι πόροι να κατευθύνονται προς στοχευμένες πολιτικές εργασίας, αλλά και τους πραγματικούς ανέργους, ενώ περιλαμβάνει και ρύθμιση για τη fast track έκδοση συντάξεων, καθώς και των «συντάξεων εμπιστοσύνης».
Σύμφωνα με τον πρωθυπουργό, το πρώτο πρόβλημα είναι η μακροχρόνια αποχή από την εργασία. Πολλοί άνεργοι, είπε, δεν είχαν βρει εργασία για διάστημα άνω του ενός έτους, ενώ 50.000 άνθρωποι βρίσκονται σε αυτή την κατάσταση εδώ και μία δεκαετία.
Τα μέχρι τώρα αποτελέσματα μείωσης της ανεργίας δεν μπορούν να μας ικανοποιούν, είπε ο πρωθυπουργός, καθώς η Ελλάδα έχει την 2η υψηλότερη ανεργία στην Ευρώπη, μαζί με ένα διαχρονικό πρόβλημα χαμηλών αμοιβών, προσθέτοντας ότι από την 1η Μαϊου αυξάνεται ο κατώτατος μισθός, καθώς και ότι το πρόβλημα της ακρίβειας χρειάζεται μια οργανωμένη ευρωπαϊκή αντίδραση.
Έκανε ιδιαίτερη αναφορά στην μακροχρόνια ανεργία, λέγοντας ότι είναι πάνω από ένα έτος, με ένα στους τρεις να είναι δηλωμένοι περισσότερο από 5 χρόνια. Αυτό το δομικό πρόβλημα πρέπει να επιληφθεί, υπογράμμισε, προσθέτοντας ότι επτά στις δέκα επιχειρήσεις αναφέρουν ότι δεν βρίσκουν το κατάλληλο προσωπικό.
Πρέπει να απαντήσουμε σε αυτό το πρόβλημα τόνισε και συμπλήρωσε ότι πρέπει όχι μόνο να βρουν δουλειά οι άνεργοι αλλά και να παραμείνουν σε αυτές. Στο πλαίσιο αυτό τόνισε ότι στο νομοσχέδιο του υπουργείου Εργασίας υπάρχει πρόβλεψη που ορίζει ότι ο εργαζόμενος θα λαμβάνει το 50% του επιδόματος εργασίας ακόμα και όταν βρει δουλειά.
Αναφερόμενος στην ακρίβεια, σημείωσε ότι δεν είναι εφικτό να αντιμετωπιστεί σε εθνικό επίπεδο και απαιτείται πανευρωπαϊκή αντίδραση. Αναγνώρισε ότι τα νοικοκυριά πιέζονται και υπογράμμισε πως η κυβέρνηση κάτι ότι είναι δυνατόν για να στηρίξει τους πολίτες και τις επιχειρήσεις. «Γνωρίζω πόσο ο προϋπολογισμός ελληνικού νοικοκυριού έχει επιβαρυνθεί για εξωγενείς λόγους. Η κυβέρνηση προσπαθεί. Το επίδομα 200 ευρώ θα εκταμιευθεί την επόμενη εβδομάδα», υπενθύμισε
Έκανε λόγω για χάσμα επιχειρήσεων με τις δεξιότητες των εργαζομένων και οι πόροι να μην σπαταλούνται σε επιδόματα αλλά σε συγκεκριμένες θέσεις εργασίας.
«Πρέπει να συνδέσουμε τη ζήτηση της αγοράς με την προσφορά εξειδικευμένων υπηρεσιών, να παρέχουμε σύγχρονες δεξιότητες, να διακρίνουμε και τους αληθινούς ανέργους, αυτούς που έχουν ανάγκη ουσιαστικής κρατικής αγοράς. Να το κάνουμε ώστε οι δημόσιοι πόροι να μη σπαταλώνται οριζόντια σε επιδόματα αλλά στοχευμένα» σημείωσε.
Η Κάρτα εργασίας τίθεται σε εφαρμογή για να προστατεύσει τους εργαζομένους από τις αυθαιρεσίες των εργοδοτών, συμπλήρωσε.
Αναφερόμενος στον ΟΑΕΔ ο πρωθυπουργός σημείωσε ότι η κυβέρνηση παρέλαβε έναν οργανισμό ανοργάνωτο που δεν ήταν εύκολο να ελεγχθεί και ότι μετά από προσπάθειες ανακαλύφθηκαν άνεργοι με εισοδήματα άνω των 20.000 ευρώ, να διαμένουν σε ακριβές περιοχές, να λαμβάνουν επιδόματα κα και ανακοίνωσε: Θα διαγραφούν από τους καταλόγους όσοι παραμένουν εγγεγραμμένοι χωρίς να έχουν τα απαραίτητα δικαιολογητικά αλλά και όσοι έχουν αρνηθεί έως και τρεις φορές να απασχοληθούν σε θέσεις που έχουν δημιουργηθεί για εκείνους. Το ίδιο θα γίνεται και για όσους δεν λαμβάνουν μέρος στις εργασιακές καταρτίσεις.