Του Απ. Χονδρόπουλου
Η ώρα της αλήθειας. Κυριακή βράδυ, μετά τις 19.00 που θα κλείσουν οι κάλπες, οι νεοδημοκράτες θα γνωρίζουν αν όχι τον επόμενο Πρόεδρο του κόμματος, σίγουρα όμως τους δύο υποψηφίους που θα διεκδικήσουν την ηγεσία στον επαναληπτικό γύρο της 29ης Νοεμβρίου. Η δίμηνη προεκλογική κούρσα φθάνει στο τέλος της έχοντας, κατά κοινή ομολογία, ζωντανέψει την τελευταία εβδομάδα, πολύ περισσότερο μετά τις εξελίξεις της Πέμπτης στη Βουλή που έφεραν στο προσκήνιο και σενάρια ενδεχόμενης συγκυβέρνησης των δύο μεγάλων κομμάτων. Οι τέσσερις υποψήφιοι δεν εκπέμπουν ίδιο μήνυμα στο ζήτημα αυτό και εφόσον οι εξελίξεις φέρουν τέτοιου είδους διεργασίες, κάποιοι ήδη ανησυχούν μη τυχόν προκύψει ανοιχτή διαφωνία και το φάντασμα της… διάσπασης αρχίσει ακόμη και αυτό να πλανάται πάνω από το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Όσο και αν οι ίδιοι οι υποψήφιοι το ξορκίζουν και εγγυώνται την ενότητα την επόμενη ημέρα. Όλα πάντως θα είναι ευκολότερα στον χειρισμό και αυτού, όπως και όλων των ζητημάτων, εάν η ΝΔ κερδίσει το στοίχημα της συμμετοχής, ξεπερνώντας έναν πήχη που τοποθετείται επί της ουσίας γύρω στις 300.000 ψηφοφόρους. Όσοι λιγότεροι προσέλθουν στις κάλπες, τόσο πιθανότερο να ευνοηθεί η επανεμφάνιση φαινομένων εσωστρέφειας μόλις η ΝΔ βρεθεί αντιμέτωπη με τα δύσκολα.
Ποια είναι όμως τα υπέρ και τα κατά των τεσσάρων υποψηφίων σε αυτή την αναμέτρηση;
Β. Μεϊμαράκης
Για τον Ευάγγελο Μεϊμαράκη πλεονέκτημα αποτελεί η μακρά και συνεπής διαδρομή στο κόμμα, η ενωτική του παρουσία και η ειδική σχέση με τον πυρήνα των παραδοσιακών ψηφοφόρων της ΝΔ. Αυτό πάντως αποτελεί ταυτόχρονα και …μειονέκτημα, καθώς του προσάπτεται ότι συσπειρώνει μεν την παραδοσιακή εκλογική βάση, δεν μπορεί όμως να ανοιχτεί πέραν αυτής και να διευρύνει το 28% των τελευταίων εκλογών. Στα υπέρ ότι οδεύει στις κάλπες έχοντας μαζί του την… παράσταση νίκης, καθώς διατήρησε σταθερό προβάδισμα στις δημοσκοπήσεις, ενώ έχει σημασία για τους παραδοσιακούς ψηφοφόρους της ΝΔ η αίσθηση ότι εκείνον θα ήθελε να δει σε αυτή τη φάση στην ηγεσία του κόμματος ο Κώστας Καραμανλής. Την υποψηφιότητά του στηρίζουν και πολλοί κομματικοί, βουλευτές και όχι μόνο, που έχουν τοποθετηθεί δημοσίως, αλλά ουδείς μπορεί να προεξοφλήσει εάν αυτό θα προσμετρηθεί στα υπέρ ή τα κατά, δεδομένοι ότι η στήριξη κομματικών παραγόντων παραπέμπει και σε «μηχανισμούς». «Μηχανισμούς», που επέκριναν σταθερά οι άλλοι υποψήφιοι και τους χρέωναν στον μεταβατικό Πρόεδρο. Για κάποιους συνιστά πλεονέκτημα και το μετριοπαθές πολιτικό προφίλ που τον κάνει όχι μόνο να ακολουθεί τον μεσαίο δρόμο, αλλά και να μην κινείται σε κατεύθυνση διακοπής κάθε γέφυρας συνεννόησης με τον ΣΥΡΙΖΑ, εάν προκύψουν πολιτικές εξελίξεις. Για άλλους αυτό αποτελεί μειονέκτημα, καθώς θεωρούν πως η ΝΔ χρειάζεται πολύ σκληρή αντιπολίτευση και να κόψει κάθε συζήτηση για συνεργασία με ένα κόμμα «που κατέστρεψε τις θυσίες των προηγούμενων ετών».
Απ.Τζιτζικώστας
Η υποψηφιότητα του Απόστολου Τζιτζικώστα έχει στα υπέρ ότι ανταποκρίνεται περισσότερο από κάθε άλλη στο αίτημα για ανανέωση, όχι μόνο λόγω ηλικίας, αλλά και απουσίας από το κεντρικό πολιτικό σκηνικό αυτά τα 5 χρόνια της μνημονιακής περιπέτειας, με συνέπεια να μην έχει υποστεί προσωπική φθορά και να προβάλλεται ως επιλογή μεταμνημονιακής ηγεσίας στη ΝΔ. Και να ακούγεται ίσως πιο πειστικός όταν υπόσχεται ότι θα κάνει μεγάλες αλλαγές στη ΝΔ. Εμφανίζεται ως «αντισυστημικός» και αν δεν καταγόταν από πολιτική οικογένεια θα μπορούσε ενδεχομένως να παίξει και το χαρτί ενάντια στα «τζάκια» που επίσης εμφανίζεται να είναι δημοφιλές σε ένα εκλογικό σώμα που κουράστηκε από «τζάκια» και «βαρονίες». Μειονέκτημά του ότι ο πολιτικός του λόγος, κεντροδεξιός και με αναφορά στον «κοινωνικό φιλελευθερισμό», όπως λέει ο ίδιος, θεωρήθηκε από αρκετούς ασαφής και η συμμαχία του με τον γνήσιο δεξιό Μάκη Βορίδη μάλλον μπέρδεψε παρά αποσαφήνισε τα πράγματα. Ο ίδιος πάντως την επικοινωνεί ως απόδειξη πολυσυλλεκτικότητας. Το πλέον ευάλωτο σημείο της υποψηφιότητάς του συνδέεται πάντως με το κοινοβουλευτικό ασυμβίβαστο ως το 2019 που δεν θα του επιτρέψει να ηγείται της ΚΟ της ΝΔ ενόσω το κόμμα του θα βρίσκεται στην αντιπολίτευση!
Κυρ. Μητσοτάκης
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει αναμφίβολα παρουσιάσει την πλέον ολοκληρωμένη πολιτική πρόταση. Σαν έτοιμος από καιρό πολιτικά για την ώρα της διεκδίκησης της ηγεσίας, ανακοίνωσε πρώτος και άμεσα την υποψηφιότητά του, βασικό πλεονέκτημα της οποίας αποτελεί η δυνατότητα διείσδυσης σε δυνάμεις πέραν από τη ΝΔ. Αν τα θετικά σχόλια που έχει αποσπάσει από προσωπικότητες εκτός ΝΔ τα είχε ακούσει και από κομματικούς παράγοντες θα ήταν ίσως το φαβορί των εκλογών. Το φιλελεύθερο μεταρρυθμιστικό προφίλ που έχει οικοδομήσει τον καθιστά θεωρητικά ικανό να διευρύνει ως Πρόεδρος την ΝΔ προς τον χώρο του κέντρου. Αλλά δεν έχει μεγάλη επιρροή στον κομματικό πυρήνα και για να βρεθεί στον δεύτερο γύρο θα πρέπει να προσέλθουν στις κάλπες όσο το δυνατόν περισσότεροι «περαστικοί». Για τον λόγο αυτό βασίζει τις ελπίδες του στην όσο το δυνατόν μεγαλύτερη συμμετοχή των «ενεργών πολιτών» και όχι στους «κομματικούς στρατούς», όπως λέει χαρακτηριστικά. Εκπέμπει τέλος μήνυμα βεβαιότητας ότι μπορεί να κερδίσει τον Αλ. Τσίπρα, γι΄αυτό και ζητά μία μόνο ευκαιρία για να το πετύχει.
Αδ. Γεωργιάδης
Ο Άδωνις Γεωργιάδης, ο μοναδικός, όπως τονίζει, υποψήφιος «που δεν είναι από τζάκι», έχει ως αδιαμφισβήτητο πλεονέκτημα τον δυναμισμό με τον οποίο υπερασπίζεται την Δεξιά, το έργο της κυβέρνησης Σαμαρά που αποτελεί γι΄ αυτόν σημείο αναφοράς, την ανάγκη ιδεολογικής σύγκρουσης με την Αριστερά ως προϋπόθεση για να προχωρήσουν οι μεταρρυθμίσεις στη χώρα, αλλά και το πάθος με το οποίο κατακεραυνώνει την «καταστροφική κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα». Ακριβώς όμως επειδή απευθύνεται στον δεξιό πυρήνα της κομματικής βάσης τυχόν επικράτησή του θεωρείται ότι θα περιχαρακώσει την ΝΔ στερώντας της κάθε δυνατότητα ανοίγματος προς το κέντρο. Και αυτό συνιστά το μεγαλύτερο μειονέκτημα της υποψηφιότητάς του. Η ιδεολογική περιχαράκωση δηλαδή την οποία όμως εν πολλοίς σα να έχει… επιδιώξει και ο ίδιος επικοινωνώντας, ειδικά στην τελική ευθεία της κούρσας, την δεξιά ιδεολογική ταυτότητα πολύ περισσότερο από το άλλο χαρακτηριστικό του, την φιλελεύθερη οικονομική αντίληψη που στην πραγματικότητα καθιστά αυτόν και τον Κυριάκο Μητσοτάκη τους δύο πιο ένθερμους υποστηρικτές των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Αρκετοί αμφισβητούν εξάλλου το ηγετικό του προφίλ, έστω και αν αναγνωρίζουν αποτελεσματικότητα στην άσκηση υπουργικών καθηκόντων που είχε αναλάβει στο παρελθόν