To οριακό κλείσιμο του Γενικού Δείκτη πάνω από τις 1.400 μονάδες, διασκέδασε έστω και ελάχιστα την ιδιαίτερα δυσάρεστη εικόνα που παρουσίασε η αγορά κατά τη διάρκεια της περασμένης εβδομάδας. Η επίσκεψη του ΓΔ στον πυθμένα των 1.360 μονάδων για πρώτη φορά μέσα στο Νοέμβριο κατά τη συνεδρίαση της Τρίτης, δεν αποτελούσε καλό δείγμα γραφής. Έτσι το κλείσιμο στο 1.401, προσφέρει ανάσες κάποιας οριακής αισιοδοξίας, δίχως να μεταβάλει τη μεγάλη εικόνα, της πενιχρής ανόδου του +8% από την αρχή του έτους.
Βέβαια, το +8%, αδικεί μερικές μετοχές που έχουν προσφέρει υψηλότατες αποδόσεις. Ωστόσο, η συγκεκριμένη απόδοση του ΓΔ είναι αυτή από την οποία εξάγονται όλα τα χρήσιμα συμπεράσματα. Η αδυναμία του Γενικού Δείκτη να απομακρυνθεί από αυτήν τη διακεκαυμένη ζώνη και να διεκδικήσει με αξιώσεις την προσέγγιση των 1.500+ μονάδες, προβληματίζει.
Οι στηρίξεις του ΓΔ όπως φάνηκε μέσα στην εβδομάδα βρίσκονται κατά πρώτον στις 1.380 μονάδες και κατά δεύτερον στις 1.360 μονάδες, όπου έγινε και το «γκελ». Οι αντιστάσεις ξεκινούν από τις 1.415 και φτάνουν μέχρι τις 1.435 μονάδες. Τι θα μπορούσε να μας σώσει σε αυτήν τη φάση; Μόνο η παρέμβαση των εγχώριων θεσμικών επενδυτών, που επιθυμούν στο κυνήγι των εντυπώσεων να βρεθούν υψηλότερα στη λίστα με τις μεγαλύτερες αποδόσεις. Οπότε μέχρι το τέλος τους έτους, ίσως να δούμε την τακτική του «window dressing» να ξετυλίγεται μπροστά μας, για τις μετοχές που έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα στα χαρτοφυλάκια των θεσμικών επενδυτών.
Δε γνωρίζουμε αν είναι δυνατή η αλλαγή τάσης μέσω αυτής της προσπάθειας βελτίωσης της εικόνας, αφού η ψυχολογία της αγοράς είναι τραυματισμένη. Και αυτό διότι ένα μεγάλο ερώτημα παραμένει αναπάντητο. Ερώτημα που αφορά τη συμπεριφορά των θεσμικών επενδυτών από το εξωτερικό. Πού έχουν εξαφανιστεί όλοι αυτοί οι αγοραστές των δημόσιων προσφορών που συνωστίζονταν στις «λίστες αναμονής» για να αγοράσουν μετοχές; Πού εξαφανίστηκε εκείνο το πρωτοφανές ενδιαφέρον για ελληνικές μετοχές; Μήπως οι δυνητικές τοποθετήσεις μέσω των υπερεγγραφών, δεν ήταν τίποτα άλλο, παρά μια τυπική συμμετοχή σε μια λίστα και όχι ένα πραγματικό ενδιαφέρον, αφού εκ των προτέρων οι ξένοι επενδυτές γνώριζαν ότι δε θα λάβουν τον αριθμό των μετοχών που ζητούσαν;
Διότι εάν το ενδιαφέρον αυτό ήταν πραγματικό, για ποιον λόγο οι ίδιοι ξένοι θεσμικοί επενδυτές δεν αγοράζουν τώρα τις ίδιες μετοχές μέσα από το ταμπλό, σε τιμές αρκετά χαμηλότερες από τα προηγηθέντα placements; Γιατί δεν κτίζουν μεγαλύτερες θέσεις; Γιατί δεν μεγεθύνουν τα χαρτοφυλάκια τους; Γιατί στην τελική γραμμή δεν αγοράζουν «Ελλάδα», σε καλύτερες τιμές και σε χαμηλότερες αποτιμήσεις; Ειδικά όταν οι εκθέσεις των σημαντικότερων χρηματιστηριακών και επενδυτικών οίκων δίνουν ένα «πλεονέκτημα» στις ελληνικές μετοχές έναντι των αντίστοιχων ευρωπαϊκών. Εν τω μεταξύ, ούτε το σημερινό rebalancing (αναδιάρθρωση) του δείκτη MSCI δεν αναμένεται να επηρεάσει ούτε θετικά, ούτε αρνητικά την αγορά.
Ας δούμε τις δυο πιο πρόσφατες εκθέσεις σχετικά με την Ελληνική Οικονομία και το Χρηματιστήριο Αθηνών.
Ο αμερικανικός οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Fitch την Παρασκευή το βράδυ, διατήρησε την Ελλάδα στην πιστοληπτική βαθμίδα "ΒΒΒ-", με σταθερές προοπτικές (outlook). Χτυπώντας ωστόσο μια καμπάνα μεγέθους του κωδωνοστασίου της Παναγίας των Παρισίων και όχι ένα απλό «καμπανάκι» που συνηθίζουμε να λέμε, λόγω του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της χώρας. Και αυτό έχει τη σημασία του, διότι η Fitch και επενδυτές δεν κρίνουν την Ελλάδα από μόνη της, αλλά σε σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες και αγορές.
Αίσθηση προκάλεσε και η έκθεση της Goldman Sachs, η οποία θέτει ως τιμή - στόχο για το Χρηματιστήριο Αθηνών τις 1.475 μονάδες. Δηλαδή προβλέπει μια άνοδο μόλις της τάξης του 5% από τα παρόντα επίπεδα. Σε επίπεδο κερδών των εταιρειών του Γενικού Δείκτη αναμένει μείωση της τάξης του -4% για το 2025 και αύξηση +2% για το 2026. Είναι αμφίβολο, το εάν συμφέρει επομένως έναν επενδυτή να αναλάβει το «ρίσκο της αγοράς» για να στοχεύσει σε μια απόδοση της τάξης μόλις του 5%.
Η ουσία είναι ότι πλησιάζουμε στο τέλος του έτους και η αγορά δε δείχνει τη διάθεση να ξεφύγει από αυτό το εύρος τιμών από τις 1.350 μέχρι τις 1.450 μονάδες, που έχει κουράσει τους υπάρχοντες επενδυτές και έχουν απογοητεύσει τους δυνητικούς επενδυτές, οι οποίοι διακρίνουν ευκαιρίες σε άλλα χρηματιστήρια και αγορές.
Shutterstock
Shutterstock