Νέες αιχμές κατά του υπουργού Παιδείας Νίκου Φίλη άφησε σήμερα ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος κατά τη διάρκεια της προσφώνησης του, καλωσορίζοντας τα μέλη της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος.
«Ο δημόσιος λόγος το τελευταίο διάστημα έχει βομβαρδιστεί με μία ανεξήγητη φλυαρία, πολυλογία, λόγια, λόγια» είπε χαρακτηριστικά ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος και πρόσθεσε λίγο αργότερα:
«Η Εκκλησία δεν διανοείται να απευθυνθεί στα παιδιά της με ιδεοληψίες με αγκυλώσεις, με σύνδρομα μειονεξίας, με απωθημένα από το παρελθόν ή με φαντασιακή ενατένιση του μέλλοντος».
Ο Αρχιεπίσκοπος αναφέρθηκε μεταξύ άλλων στο διαχωρισμό Εκκλησίας - Κράτους λέγοντας πως «η προσωπική μου άποψη είναι, ότι η Πολιτεία ούτε θέλει, αλλ' ούτε μπορεί πράγματι να χωρισθεί από την Εκκλησία με όρους κοινωνίας, όπως δεν μπορεί να χωρισθεί από οποιαδήποτε ''γνωστή θρησκεία''. Προφανώς μπορεί η Πολιτεία να επιβάλλει με ιδεολογικά κριτήρια τον χωρισμό της Εκκλησίας από τις θεσμικές λειτουργίες του Κράτους, αλλά δεν μπορεί να επιβάλει και τον χωρισμό της Εκκλησίας από την Κοινωνία...».
Παράλληλα, επισήμανε πως «η Εκκλησία υπήρξε, είναι και θα υπάρχει μάνα αυτού του λαού με ό,τι αυτό σημαίνει. Η Πολιτεία, αν το θελήσει και έχει την συγκατάθεση αυτού του λαού, ας το επιχειρήσει τηρώντας βεβαίως τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει απέναντι της Εκκλησίας και τις σχετικές συμβάσεις».
Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος αναφέρθηκε επίσης στις σχέσεις εκκλησίας και κράτους από την εποχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μέχρι και σήμερα ενώ αναφερόμενος στο μάθημα των Θρησκευτικών παρέπεμψε στην επιστολή που απέστειλε στον κ. Πρωθυπουργό, στις αποφάσεις της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου και στα ισχύοντα περί του μαθήματος στη Γερμανία.
Διαβάστε ολόκληρη την εισήγηση του Αρχιεπισκόπου στην Ιερά Σύνοδο
«Σε ένα κόσμο που σπαράσσεται από ποικίλα προβλήματα, σε μία κοινωνία καθημαγμένη από την πολυεπίπεδη και πολυδιάστατατη κρίση, η οποία την ταλανίζει, μέσα σε μία περιρρέουσα ατμόσφαιρα ανασφάλειας και αστάθειας και έντασης, καλείται και πάλι η Ιεραρχία της Εκκλησίας μας να αρθρώσει τον Λόγο της Αληθείας και της Αγάπης. Εάν λάβουμε ιδιαιτέρως υπ' όψη μας, ότι ιδίως η πρόσφατη επικαιρότητα και εν πολλοίς και ο δημόσιος λόγος έχει βομβαρδιστεί με ανεξήγητη φλυαρία, με ατεκμηρίωτη πολυλογία, με λόγια, λόγια, λόγια, τότε καθίσταται απολύτως αυτονόητο ότι ο Λόγος ο ουσιαστικός της Εκκλησίας είναι ''ο Επιούσιος Άρτος'', που μπορεί να θρέψει έναν κόσμο πεινασμένο και ταλαιπωρημένο από τα τεράστια προβλήματα της σύγχρονης εποχής.
Η Εκκλησία μας δεν παρακολουθεί ως θεατής το δράμα τόσο της ελληνικής κοινωνίας όσο και γενικότερα της ανθρωπότητας, αλλά ως η Μητέρα και Τροφός του Γένους. Για τον λόγο αυτό δεν διανοείται ότι μπορεί να απευθυνθεί στα παιδιά της με ιδεοληψίες, με αγκυλώσεις, με σύνδρομα μειονεξιών, με απωθημένα από το παρελθόν η με φαντασιακή ενατένιση του μέλλοντος».
Κλείνοντας την προσφώνησή του ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος είπε: «Συνερχόμεθα σε αυτήν την τακτική μας Συνεδρία με απόλυτη αίσθηση της ευθύνης μας ως ποιμαίνουσας Εκκλησίας και με επίγνωση της κρισιμότητας των καιρών. Δεν πρέπει να παραβλέπουμε, συν τοις άλλοις, εν μέσω ποίων συνθηκών και ποίων καταστάσεων ευρίσκεται, ιδίως αυτήν την περίοδο, η Πατρίδα μας. Είμαι βέβαιος ότι θα μας δοθεί αυτές τις ημέρες η δυνατότητα να ανταλλάξουμε γόνιμες σκέψεις και να καταλήξουμε σε κατά Θεόν αποφάσεις».
Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Καρυστίας και Σκύρου κ. Σεραφείμ, ως αντιπρόεδρος της Ιεραρχίας, αντεφώνησε εκ μέρους των Σεβασμιωτάτων Ιεραρχών.
Στη συνέχεια ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος ανέγνωσε την Εισήγησή του, συμποσούμενη σε 84 σελίδες, με θέμα: «Εκκλησιαστικοί Προβληματισμοί. Χθες – σήμερα – αύριο». Κάνοντας αρχικά ιστορική ανασκόπηση της «Συνεργασίας Εκκλησίας – Πολιτείας», υπογράμμισε μεταξύ άλλων τα εξής:
«1. Οποιαδήποτε πρόταση αναθεώρησης του Συντάγματος (άρθρο 110 παρ. 2) απόκειται στην πρωτοβουλία της Βουλής. Επομένως η οποιαδήποτε συζήτηση γύρω από το θέμα αυτό θα γίνει με διακομματική Επιτροπή των Κοινοβουλευτικών Κομμάτων και όχι με εκπροσώπους της Κυβέρνησης.
α) Επειδή μόνη η Βουλή έχει την αναθεωρητική αρμοδιότητα,
β) επειδή τα θέματα σχέσεων Ορθόδοξης Εκκλησίας και ελληνικού Κράτους έχουν σημασία δομική και ιστορική για την πορεία του ελληνικού Έθνους και δεν μπορούν να επιλυθούν χωρίς συζήτηση με το σύνολο των κοινοβουλευτικών δυνάμεων, που εκπροσωπούν τον Ελληνικό λαό.
Θα ήθελα να τονισθεί, ότι όλες αυτές οι αναθεωρητικές επιδιώξεις, καμία σχέση δεν έχουν με τις νομικές υποχρεώσεις της Ελλάδος, που προκύπτουν από την συμμετοχή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όμως μας βομβαρδίζουν ή εκφοβίζουν οι εδώ παράγοντες, καθώς είναι ζήτημα που δεν αφορά στους πυλώνες της ευρωπαϊκής ενοποιητικής διαδικασίας. Χαρακτηριστικά τα κράτη μέλη της Ε.Ε. τόνισαν στην κοινή Δήλωση με αρθ. 11 της Συνθήκης του Άμστερνταμ ότι: ''Η Ευρωπαϊκή Ένωση σέβεται και δεν προδικάζει το σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο καθεστώς των εκκλησιών και των θρησκευτικών ενώσεων η κοινοτήτων στα κράτη μέλη. Η Ε.Ε. σέβεται με τον ίδιο τρόπο το καθεστώς των φιλοσοφικών και ομολογιακών ενώσεων''».
Ακολούθως ο Μακαριώτατος αναφέρθηκε στην ενότητα με τίτλο «Χωρισμός Εκκλησίας – Πολιτείας» τονίζοντας μεταξύ άλλων ότι, «η προσωπική μου άποψη είναι, ότι η Πολιτεία ούτε θέλει, αλλ' ούτε μπορεί πράγματι να χωρισθεί από την Εκκλησία με όρους κοινωνίας, όπως δεν μπορεί να χωρισθεί από οποιαδήποτε ''γνωστή θρησκεία''. Προφανώς μπορεί η Πολιτεία να επιβάλλει με ιδεολογικά κριτήρια τον χωρισμό της Εκκλησίας από τις θεσμικές λειτουργίες του Κράτους, αλλά δεν μπορεί να επιβάλει και τον χωρισμό της Εκκλησίας από την Κοινωνία, αφ' ενός μεν γιατί ο όρος χωρισμός δεν υπάρχει στην πνευματική αποστολή της Εκκλησίας, η οποία συνάπτει και τα διεστώτα, αφ' ?τέρου δε γιατί η εντυπωσιακή ιστορική αντοχή της πνευματικής σχέσεώς της με τον λαό παραμένει αλώβητη ή και ενισχύεται από τις ιδεολογικές προκλήσεις, όπως αποδείχθηκε επίσης από την ιστορική αντοχή των Ορθοδόξων Εκκλησιών της Ανατολής στην καταπιεστική των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού.
Η Εκκλησία, η οποία οφείλει να ορίζει τις σχέσεις της προς την Πολιτεία με όρους κοινωνίας και όχι με όρους ιδεολογίας, δεν γνωρίζει τον όρο «χωρισμός» στην πνευματική της αποστολή, αφού δεν μπορεί να τον εφαρμόσει στην κοινωνία, έστω και αν επιβληθή μονομερώς από την Πολιτεία με ιδεολογικούς όρους, γι αυτό την οριστική απάντηση στο ζήτημα αυτό τη δίνει πάντοτε, ''θάττον η βράδιον'' ο ίδιος ο ευλαβής ελληνικός λαός.
Η Εκκλησία κατά την άποψή μου δεν πρέπει να ζητήσει ποτέ τον χωρισμό από το λαό της, γιατί αυτό επιδιώκεται. Εκεί αποβλέπει το εγχείρημα. Η Εκκλησία υπήρξε, είναι και θα υπάρχει μάνα αυτού του λαού με ό,τι αυτό σημαίνει. Η Πολιτεία, αν το θελήσει και έχει την συγκατάθεση αυτού του λαού, ας το επιχειρήσει τηρώντας βεβαίως τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει απέναντι της Εκκλησίας και τις σχετικές συμβάσεις.
Το ζήτημα των σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας υπήρξε πάντοτε μείζον θέμα για δύο ολόκληρες χιλιετίες και προκάλεσε πάντοτε απρόβλεπτες πολιτικές, εκκλησιαστικές και κοινωνικές εντάσεις, ιδιαίτερα όταν αντιμετωπίσθηκε από τις δύο πλευρές με δογματική ιδεολογική ή εκκλησιαστική εσωστρέφεια. Οι σοβαρότερες κρίσεις σχέσεως Εκκλησίας και Πολιτείας πάντοτε κατέληξαν σε συμβατικές ρυθμίσεις μετά από οξύτατες και αλυσιτελείς αντιπαραθέσεις, οι οποίες υπήρξαν πάντοτε οδυνηρές για τους χριστιανικούς λαούς τόσο της Ανατολής όσο και της Δύσης και με σύγχρονες προοπτικές.
Η σύνδεση της προτάσεως για την αναθεώρηση του άρθρου 3 του Συντάγματος με την ιδεολογική πρότασή του για χωρισμό Εκκλησίας και Πολιτείας υπερβαίνει τα όρια αρμοδιοτήτων όχι μόνον της Επιτροπής της Βουλής. Άλλωστε οι σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας ούτε είναι, ούτε μπορεί να είναι μια προσωπική ή ιδεολογική υπόθεση εργασίας, αφού είναι υπόθεση ενός λαού και μάλιστα όχι μόνο με μεγάλο ιστορικό βάθος. Όλη αυτή η επιδίωξις είναι ρήξις ιδεών».
Κάνοντας αναφορά στους διακριτούς ρόλους Εκκλησίας - Πολιτείας ο Μακαριώτατος, μεταξύ των άλλων ανέφερε, ότι «οι διακριτοί ρόλοι ήδη υπάρχουν, όπως αναφέρει ο νυν Πρόεδρος της Δημοκρατίας στο βιβλίο του ''Η αναθεώρηση του Συντάγματος. Υπό το πρίσμα της κοινοβουλευτικής εμπειρίας''. Κατ' αυτόν ''οι διακριτοί ρόλοι προκύπτουν από τη συγκρότηση του περιγράμματος του Κράτους δικαίου δηλ. από την συνταγματική και έννομη τάξη και ευρίσκονται στα όρια εκκοσμικεύσεως των σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας υφισταμένου του πολυθρύλητου διαχωρισμού''».
Αφού αναφέρθηκε αναλυτικά στις νομοθετικές ρυθμίσεις επί εκκλησιαστικών θεμάτων της τελευταίας οκταετίας, ο Μακαριώτατος ομίλησε για την εκκλησιαστική περιουσία τονίζοντας τα εξής: «Όση και όποια είναι η θρυλουμένη αυτή περιουσία δεν μπορεί να αξιοποιηθεί ούτε ένα τετραγωνικό μέτρο γης αν δεν συναινέσει η Πολιτεία. Έχουν επιβληθεί σε αυτή τόσα βάρη και τόσες δεσμεύσεις που πιστεύω, αν δεν βρεθεί τρόπος Εκκλησία και Πολιτεία να συνεργαστούν ειλικρινά και με αποφασιστικότητα δεν γίνεται τίποτε. Αν επιτευχθεί αυτή η συνεργασία τότε το όφελος της λειτουργίας της Εκκλησίας, οι δυνατότητες ωφέλειας της Πολιτείας και κυρίως η ανακούφιση των πτωχών και αναγκεμένων ανθρώπων θα επιτευχθούν....
Ως Αρχιεπίσκοπος δηλώνω από τη θέση αυτή ότι με βάση τον υπάρχοντα νόμον 4182/2013 (άρθρα 83 επ.)-(ΦΕΚ 185/Α/13-9-2013) προσκαλώ την Πολιτείαν από αύριο το πρωί, η Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών και τα Μοναστήρια Πεντέλης και Πετράκη να αρχίσουμε την διαδικασία αξιοποιήσεως τουλάχιστον του πρώτου ακινήτου της Εκκλησίας. Για τα υπόλοιπα ακίνητα να αρχίσει η εκκαθάριση, η τακτοποίηση και η καταγραφή».
Στην Εισήγησή του ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος αναφέρθηκε στα οικονομικά της Εκκλησίας και στο φιλανθρωπικό-κοινωνικό έργο της. «Η οικονομική ασφυξία που έχει πλήξει την χώρα μας ήταν φυσικό να πλήξει και τον οικονομικό οργανισμό της Εκκλησίας μας. Η βαρειά φορολογία οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στο κλείσιμο πολλών από αυτά τα ιδρύματα. Απαιτείται συγκρότηση μόνιμης Επιτροπής για συζήτηση με την Πολιτεία για το έργο αυτής της διακονίας».
Ο Μακαριώτατος αναφερόμενος στο μάθημα των Θρησκευτικών παρέπεμψε στην επιστολή που απέστειλε στον κ. Πρωθυπουργό, στις αποφάσεις της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου και στα ισχύοντα περί του μαθήματος στη Γερμανία.
Κλείνοντας την Εισήγησή του ο Μακαριώτατος έκανε τις ακόλουθες προτάσεις:
1. «Δεν θα ήθελα να συνεχισθεί αυτός ο τρόπος λειτουργίας Εκκλησίας και Πολιτείας, εκείνης δηλαδή από το έτος 1834 μέχρι σήμερα. Της καταπιέσεως, της αναγκαστικής σιωπής, της ''Βαβυλώνιας αιχμαλωσίας'' ή της ''υπό πατρωνίαν'' διαβιώσεως.
2. Ο χωρισμός Εκκλησίας και Πολιτείας δεν είναι χαρακτηριστικό της εκκλησιαστικής ποιμαντικής διακονίας. Η Εκκλησία ''δεν χωρίζεται από τα παιδιά της''. Όποιος θέλει αποχωρεί. Όποιος θέλει επιστρέφει.
3. Να καθιερωθεί ο τρόπος ''των Διακριτών Ρόλων'', που εν μέρει λειτουργεί σήμερα, αλλά των ''Καθαρών Διακριτών Ρόλων'' με τάση συνεργασίας, όταν το χρειάζεται ο λαός μας.
4. Τρόπος Στελέχωσης της Εκκλησίας.
5. Αξιοποίησις της εναπομεινάσης εκκλησιαστικής περιουσίας σε συνεργασία με την Πολιτεία.
6. Αντιμετώπισις των παρενεργειών των αποφάσεων της Κοσμικής Δικαιοσύνης.
7. Υλοποίηση της ληφθείσης αποφάσεως στη Βουλή την Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2016, σύμφωνα με την οποία θα συνεχισθεί η συνεργασία μέσα από αμοιβαίο διάλογο από μηδενική βάση Εκκλησίας – Πολιτείας για το περιεχόμενο του μαθήματος των Θρησκευτικών.
8. Η Αποστολή της Εκκλησίας μας είναι καθωρισμένη. Αυτήν θα ακολουθήσουμε σταθερά κάτω από οποιεσδήποτε κοσμικές συνθήκες. Πυλώνες μας θα συνεχίσουν να είναι: α) «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εν όλη τη καρδία σου και εν όλη τη διανοία σου», β) «αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν» και γ) «ουκ ήλθον διακονηθήναι αλλά διακονήσαι».