Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις θα συνεχίσουν να μας απασχολούν και να μας αγχώνουν όσο δεν καταφέρουν οι ηγεσίες των δύο χωρών να κάνουν τον απαραίτητο και μεγάλο έντιμο συμβιβασμό (είτε πολιτικό είτε δια της παραπομπής της διαφοράς στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης) που θα έδινε και στις δύο χώρες μια μακρά πνοή και προοπτική ασφάλειας, σταθερότητας, και την επακόλουθη ευημερία. Στην απουσία μιας τέτοιας προοπτικής, το μόνο που μπορούμε να ελπίζουμε είναι η διατήρηση του στάτους κβο, δηλαδή των συνθηκών μη έντασης.
Για να μπορέσουμε να επιστρέψουμε σε κάποια κανονικότητα, θα πρέπει να επαναλειτουργήσουν οι δίαυλοι επικοινωνίας μεταξύ αξιωματούχων και θεσμών των δύο χωρών. Ως εκ τούτου, οι πρόσφατες συναντήσεις στο «πόδι» των υπουργών Εξωτερικών και Άμυνας των δυο χωρών μπορεί να είναι μια ένδειξη επιθυμίας επικοινωνίας από την πλευρά της Τουρκίας αλλά είναι ολοφάνερο πια ότι η εξωτερική πολιτική της Άγκυρας διεξάγεται σπασμωδικά και με λογική συναλλαγής από τον ηγέτη της, τον πρόεδρο Ερντογάν. Δηλαδή, οι θεσμοί όπως τα υπουργεία Εξωτερικών και Άμυνας έχουν απωλέσει την προνομιούχα θέση τους να χαράζουν εξωτερική πολιτική και να παρουσιάζουν στην εκάστοτε πολιτική ηγεσία το πλαίσιο στο οποίο θα πρέπει να λαμβάνονται και να διαμορφώνονται οι σχετικές πολιτικές αποφάσεις.
Αυτό φάνηκε πρόσφατα με την ανακοίνωση του προέδρου Ερντογάν, χωρίς προηγούμενη προειδοποίηση, μετά την προσευχή της Παρασκευής στις 13 Μαΐου, ότι η Τουρκία θέτει βέτο στο αίτημα της Φινλανδίας και της Σουηδίας να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ εφόσον δεν ικανοποιηθούν μια σειρά από αιτήματα και ζητήματα από την Τουρκία. Τις επόμενες δύο ημέρες, 14-15 Μαΐου, στην άτυπη συνάντηση υπουργών Εξωτερικών του ΝΑΤΟ στο Βερολίνο, η τουρκική αντιπροσωπία έτρεχε να διαμορφώσει τη θέση της χώρας για το θέμα με τα γνωστά αποτελέσματα και την αβεβαιότητα εάν θα βρεθεί σύντομα κάποια λύση.
Το ίδιο ισχύει και στα ελληνοτουρκικά. Δεν μπορούμε με απόλυτη σιγουριά να πούμε πότε επικρατούν οι προϋποθέσεις για επικοινωνία και ομαλότητα στις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών και πότε βαίνουμε σε κρίση. Με άλλα λόγια, οι παρούσες συνθήκες - η βαθιά κρίση μεταξύ των ΗΠΑ και της Τουρκίας, θέτοντας υπό ουσιαστική αμφισβήτηση την πρωτοκαθεδρία την Άγκυρας στη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ με τη διευρυμένη αμερικανική παρουσία στην Ελλάδα, η εξισορρόπηση στρατιωτικής ισχύος μεταξύ των δυο χωρών, η σημειολογική ταύτιση της ήττας των Ελλήνων τον μαύρο Αύγουστο του 1922 με τη Μικρασιατική καταστροφή και την επακόλουθη καταστροφή της Σμύρνης τον Σεπτέμβριο το 1922 με την εκατονταετηρίδα από την ίδρυση του Τουρκικού κράτους, η αγωνιώδης προσπάθεια του Ερντογάν και του κόμματός του να ανατρέψουν τα αρνητικά εκλογικά προγνωστικά εν μέσω μιας οικονομικής κρίσης που με μαθηματική ακρίβεια θα βαθύνει περαιτέρω πριν κατασταλάξει, και ένας πρόεδρος που παίρνει αποφάσεις οι οποίες φαινομενικά δεν είναι καταλλήλως θεσμικά επεξεργασμένες – δεν προϋποθέτουν ομαλότητα και εφησυχασμό.
Πέραν της αβεβαιότητας που εξάγει η τουρκική κυβέρνηση με τη συμπεριφορά της, υφίσταται και η συνεχής και επίμονη θεσμική και διαχρονική προσπάθεια αναθεωρητισμού της γειτονικής χώρας, όπως μας υπενθύμισε η παρενόχληση του ελικοπτέρου του υφυπουργού Άμυνας ενώ βρισκόταν καθ' οδόν για τον Άγιο Ευστράτιο.
Παρά ταύτα, τώρα είναι η στιγμή ουσιαστικής επεξεργασίας νέων ιδεών από Αθήνα (από κοινού με Άγκυρα όπου αυτό είναι εφικτό) οι οποίες θα βοηθήσουν στην οικοδόμηση εμπιστοσύνης και στην εμβάθυνση των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών και των σχέσεων ΕΕ - Τουρκίας.
Δηλαδή, πέραν της αποτροπής (αμυντικής και διπλωματικής), η χώρα έχει ανάγκη να προβάλλει εποικοδομητικές ιδέες και προτάσεις που θα βοηθήσουν προς την κατεύθυνση και την προοπτική επίλυσης των διαφορών, εφόσον και όσο δεν είναι οι δύο χώρες έτοιμες να προχωρήσουν σε ουσιαστική λύση.
Πρέπει να είμαστε πάντα έτοιμοι να συμβάλλουμε με προτάσεις και δράσεις στη δημιουργία ενός πλαισίου εμπιστοσύνης που λαμβάνει υπόψη την σημερινή συγκυρία αλλά και που θα διευκολύνει στην επιτάχυνση του διαλόγου όταν οι κατάλληλες συνθήκες το επιτρέψουν.
*Δημήτρης Τριανταφύλλου, Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Kadir Has της Κωνσταντινούπολης και εξωτερικός επιστημονικός συνεργάτης του ΙΔΙΣ