Ο λόρδος Ελγιν, που έκλεψε τα γλυπτά του Παρθενώνα και άλλες αρχαιότητες, τα έστειλε στην πατρίδα του μέσω θαλάσσης. Ένα ιστορικό πλοίο ήταν ο «Μέντωρ» που ναυάγησε στα Κύθηρα. Εκεί έγινε και το 2020 υποβρύχια αρχαιολογική έρευνα της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων υπό την διεύθυνση του αρχαιολόγου, Δρ. Δημήτρη Κουρκουμέλη.
Κατά την έρευνα, συνεχίσθηκε η διερεύνηση και ανασκαφή της τομής που είχε ήδη αρχίσει το 2019, στο δυτικό όριο του σωζόμενου σκαριού του πλοίου. Στον χώρο της τομής εντοπίσθηκαν πολλά ξύλα, τόσο από το πέτσωμα του πλοίου όσο και τμήματα νομέων. Τα τμήματα αυτά ήταν διάσπαρτα και χωρίς συγκεκριμένη διάταξη, που μαρτυρούν τη γενικότερη καταστροφή που συντελέσθηκε στο χώρο του ναυαγίου κατά τη βύθισή του, όσο και κατά τις μετέπειτα διεργασίες ναυαγιαιρεσίας. Η εικόνα της καταστροφής του πλοίου ήταν ιδιαίτερα έντονη, καθώς τμήματα των νομέων βρέθηκαν να έχουν παγιδευτεί κάτω από βράχια, ενδεικτικό και της σφοδρότητας του κυματισμού που προκαλούν στην περιοχή κυρίως οι νότιοι άνεμοι και οι οποίοι επηρεάζουν το πυθμένα σε μεγάλο βάθος.
Στον χώρο της τομής εντοπίσθηκαν, όπως και κατά την προηγούμενη ανασκαφική περίοδο το 2019, ένας σημαντικός αριθμός ξύλινων και μεταλλικών αντικειμένων που σχετίζονται κατά κύριο λόγο με τον εξαρτισμό του ενός εκ των δύο ιστών του πλοίου. Ξύλινοι διαμπερείς κύλινδροι που χρησίμευαν για την κύλιση της κεραίας του κεντρικού ιστίου στον ιστό, ξύλινοι κύλινδροι που απέτρεπαν την περιτύλιξη των σχοινιών, ξύλινες δέστρες για την πρόσδεση των σχοινιών, τροχαλίες διαφόρων μεγεθών, μονές ή διπλές, ορισμένες από τις οποίες σώζουν ακόμα τμήματα των σχοινιών πρόσδεσής τους (από το χώρο του ναυαγίου έχουν ανελκυσθεί μέχρι σήμερα 35 τροχαλίες ακέραιες ή τμήματά τους, από συνολικά περίπου τις 120 που απαιτούνται για τον εξαρτισμό ενός πλοίου των διαστάσεων του Μέντορα).
Γενικά, από τα αποτελέσματα της έρευνας επιβεβαιώνεται, ότι ο χώρος που ανασκάφθηκε συμπίπτει με τη θέση του ενός εκ των δύο ιστών του πλοίου (ο Μέντωρ ήταν ένα δικάταρτο μπρίκι) και κατά πάσα πιθανότητα του πρυμναίου, αφού ορισμένα από τα ξύλινα εξαρτήματα συνδέονται με τον εξαρτισμό της κεραίας της πρύμνης του πλοίου. Ακόμα κατά τη φετινή έρευνα, δόθηκε η ευκαιρία να ανελκυσθούν και να φωτογραφηθούν τρισδιάστατα, δύο τμήματα νομέων του πλοίου. Οι νομείς αυτοί, δεν ήταν στη θέση τους και είχαν μετακινηθεί κατά την θραύση του πλοίου, μετά, δε, τη φωτογράφηση επανατοποθετήθηκαν στην τομή.
Ιδιαίτερα ενδιαφέροντα ήταν, επίσης, και τα άλλα κινητά ευρήματα που ανελκύσθηκαν. Εντοπίσθηκαν για πρώτη φορά τμήματα δερμάτων υποδημάτων, πόρπες υποδημάτων και ζωνών και άλλα μικροαντικείμενα, όπως ένα μικρό νόμισμα/μάρκα που χρησιμοποιούταν κυρίως σε χαρτοπαίγνια. Είναι γνωστό από τις μαρτυρίες, τόσο του πληρώματος όσο και των επιβαινόντων, ότι κατά τη διάρκεια του ατυχήματος, απώλεσαν το σύνολο των προσωπικών τους αντικειμένων, συμπεριλαμβανομένων και των ενδυμάτων τους. Η μαρτυρία αυτή επιβεβαιώνεται από τα ευρήματα της ανασκαφής. Πέραν των ανωτέρων ανελκύσθηκαν επίσης και διάφορα άλλα μικροαντικείμενα, όπως δύο πιόνια σκακιού (τα προηγούμενα χρόνια είχαν βρεθεί και άλλα έξι πιόνια σκακιού πιθανώς από το ίδιο σύνολο), νομίσματα και θραύσματα μαγειρικών και άλλων σκευών.
Στην υποβρύχια έρευνα του 2020 συνολικά συμμετείχαν 18 άτομα διαφόρων ειδικοτήτων και επιστημονικών εξειδικεύσεων, όπως αρχαιολόγοι, θαλάσσιοι βιολόγοι, εκπαιδευτές καταδύσεων, τοπογράφοι/μηχανικοί, συντηρητές αρχαιοτήτων, τεχνικοί βυθού και συγκεκριμένα οι: Ανδρέας Σωτηρίου, Θεοτόκης Θεοδούλου, Σταυρούλα Βραχιονίδου, Αλέξανδρος Τούρτας, Πάνος Αθανασόπουλος, Κώστας Τοκμακίδης, Κίμων Παπαδημητρίου, Γιάννης Ίσσαρης, Βασίλης Τσιαϊρης, Ελπίδα Καραδήμου, Άρης Μιχαήλ, Χρύσα Φουσέκη, Ειρήνη Μάλλιου, Σπύρος Μουρέας, Άγγελος Μαγγλής, Αντώνης Μπουτάτης, Μανουήλ Κουρκουμέλης.
Όπως γνωρίζουμε, τα συνεργεία του Ελγιν αφαιρούσαν αρχαιότητες από το 1801 έως το 1804. Στις 15 Σεπτεμβρίου 1802 και ενώ η αρπαγή συνεχιζόταν, το μπρίκι «Μέντωρ» απέπλευσε από το λιμάνι του Πειραιά με κατεύθυνση τη Μάλτα και τελικό προορισμό την Αγγλία. Μετέφερε 16 μεγάλα ξύλινα κιβώτια που περιείχαν 14 τμήματα από τη ζωφόρο του Παρθενώνα και τέσσερα από τη ζωοφόρο του ναού της Απτέρου Νίκης. Επίσης, άλλα μέρη γλυπτών.
Κυβερνήτης του πλοίου ήταν ο Σκωτσέζος Γουίλιαμ Εγκλεν, και είχε 12 επιβαίνοντες, μεταξύ των οποίων ο γραμματέας του Ελγιν, Γουίλιαμ Χάμιλτον, ο λοχαγός Πυροβολικού Τζον Σκουάιρ και ο τοπογράφος και αρχαιολόγος Γουίλιαμ Λικ. Στις 6 το απόγευμα της επομένης και ενώ ο «Μέντωρ» είχε φτάσει στο ακρωτήριο Ταίναρο της Πελοποννήσου, ένας δυνατός βορειοδυτικός άνεμος τον έβγαλε από την πορεία του, παρασύροντάς τον περίπου 40 μίλια νοτιότερα. Ο Σκωτσέζος κυβερνήτης παρατηρεί πως στο σκάφος έμπαιναν νερά και αποφασίζει να πλεύσει προς τον Αβλέμονα των Κυθήρων. Πολύ αργά. Η θαλασσοταραχή λόγω των ισχυρών ανέμων που δημιουργούν κυματισμό, το ρίχνει στα βράχια, και βυθίζεται, ευτυχώς χωρίς ανθρώπινες απώλειες.
Προσλαμβάνονται Καλύμνιοι δύτες προκειμένου να ανασυρθούν από το βυθό «16 κάσες με μάρμαρα» και «ένα κάθισμα μαρμάρινο». Οι δύτες κατάφεραν να ανασύρουν μόνο το 1/4 του φορτίου του πλοίου. Το 1803 ο Έλγιν φτάνει στον Αβλέμονα με τη φρεγάτα «Νταϊάνα» και πραγματοποιούνται νέες εργασίες ανέλκυσης, όπως και τον Ιούνιο του 1804. Τα κιβώτια έμειναν προστατευμένα στην ακτή και ταξίδεψαν στη συνέχεια στην Αγγλία.