«Παράλογο και επικίνδυνο -αλλά δυστυχώς όχι πρωτοφανές για τον κ. Τσίπρα - είναι να χαρακτηρίζει πολιτικός αρχηγός κοινοβουλευτικού κόμματος παράνομο τον νόμο» ανέφερε σε δήλωση του ο κυβερνητικός εκπρόσωπος σχολιάζοντας ανάρτηση του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ σχετικά με την τιμή ρεύματος και τη ρήτρα αναπροσαρμογής, μετά την επίσκεψή του στον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών.
Ο Γιάννης Οικονόμου υπογράμμισε επίσης ότι «ο κ. Τσίπρας επιδιώκει να ξαναβυθίσει τη χώρα στην άβυσσο, όπως και το 2015» και προσέθεσε ότι η κυβέρνηση γνωρίζει πολύ καλά την επιβάρυνση των πολιτών και έχει δαπανήσει πάνω από 4 δισ. ευρώ έως τώρα για την κάλυψη μέρους των αυξήσεων.
«Όπως πικρά κατάλαβαν όσοι, την περίοδο των μνημονίων, εξαπατήθηκαν από τον κ. Τσίπρα και τα διάφορα κινήματα-δορυφόρους του, σαν το αλήστου μνήμης "Δεν Πληρώνω", τα εύκολα λόγια και οι υποσχέσεις για μαγικές λύσεις επιδεινώνουν τα προβλήματα, δεν τα λύνουν ποτέ» ανέφερε συγκεκριμένα ο κυβερνητικός εκπρόσωπος και προσέθεσε:
«Η Κυβέρνηση, γνωρίζοντας πολύ καλά την επιβάρυνση των πολιτών από την παγκόσμια κρίση στην ενέργεια, έχει ήδη δαπανήσει πάνω από 4 δισ. για να καλυφθεί μέρος των αυξήσεων. Για αυτό στις τιμές λιανικής η Ελλάδα ήταν κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο το μήνα Μάρτιο. Χάρη στις πολιτικές έμπρακτης στήριξης, οι Έλληνες πολίτες πλήρωσαν φθηνότερα το ρεύμα από τους Ισπανούς και τους Πορτογάλους, τους οποίους συχνά επικαλείται ο κ. Τσίπρας, ενώ αντίστοιχη αναμένεται να είναι η εικόνα και τον Απρίλιο».
Ο ίδιος υπογράμμισε επίσης ότι «γνωρίζουμε πολύ καλά ότι η συγκυρία είναι εκρηκτική και οι δυσκολίες για τους πολίτες μεγάλες» και συμπλήρωσε πως «η κυβέρνηση, πέραν των όσων έχει ήδη κάνει θα εξαντλήσει κάθε περιθώριο, για να μετριάσει τις επιπτώσεις της παγκόσμιας ενεργειακής κρίσης. Γι΄αυτό επεξεργάζεται ένα ακόμη εφαρμόσιμο σχέδιο ουσιαστικής παρέμβασης στην τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας. Ο κ. Τσίπρας επιδιώκει να ξαναβυθίσει τη χώρα στην άβυσσο, όπως και το 2015. Ο λαός, που έπαθε κι έμαθε, δεν θα του το επιτρέψει».
ΥΠΕΝ: Στο «Δεν Πληρώνω» επανέρχεται ο Αλέξης Τσίπρας
Για ρεσιτάλ «ξεδιάντροπου λαϊκισμού», υποσχόμενος την κατάργηση της ρήτρας αναπροσαρμογής «που εφαρμόζεται από το 2013 και δεν κατήργησε επί της δικής του διακυβέρνησης», κατηγόρησε τον Αλέξη Τσίπρα σε ανακοίνωσή του το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας σημειώνοντας ότι ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ «επιμένει να διαστρεβλώνει την πραγματικότητα και να στρέφεται στο ψέμα και την παραπλάνηση για να ξεπεράσει τα πολιτικά του αδιέξοδα».
Σχολιάζοντας τις σημερινές δηλώσεις του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης στον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών ο Υπουργείο αναφέρει ότι «το πόσο κόστισαν και κοστίζουν στους Έλληνες τα ανεύθυνα λόγια του ΣΥΡΙΖΑ είναι σε όλους γνωστό« και σημειώνει ότι η ρήτρα αναπροσαρμογής προβλέπεται από το ευρωπαϊκό νομοθετικό πλαίσιο και έχει ενσωματωθεί στον Κώδικα Προμήθειας Ηλεκτρικής Ενέργειας εδώ και σχεδόν μία δεκαετία, όπως συμβαίνει στα κυμαινόμενα τιμολόγια ηλεκτρικής ενέργειας στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες.
«Στο ρεσιτάλ ψευδολογίας του μάλιστα, παραλείπει συστηματικά να αναφερθεί στη λιανική τιμή που πληρώνουν οι καταναλωτές στην Ελλάδα, η οποία τον Μάρτιο ήταν χαμηλότερη από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο κατά 8% μετά τις επιδοτήσεις της Κυβέρνησης. Ιδιαίτερα στην Ισπανία και την Πορτογαλία, χώρες στις οποίες αναφέρεται διαρκώς η Αξιωματική Αντιπολίτευση, η μέση λιανική τιμή ήταν κατά 62% και κατά 4% αντίστοιχα ακριβότερη σε σχέση με την Ελλάδα τον περασμένο μήνα», συμπληρώνει.
Σύμφωνα με το ΥΠΕΝ τον Απρίλιο, με τις κρατικές επιδοτήσεις απορροφάται η αύξηση στους λογαριασμούς ηλεκτρισμού των νοικοκυριών σε ποσοστό άνω του 80%. Το ίδιο ισχύει για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, με παροχή ισχύος έως 35 kVA και για όλα τα αρτοποιεία ανεξαρτήτως ισχύος παροχής. Οι επιχειρήσεις αυτές, που ανέρχονται σε 1.240.000, επιδοτούνται για το σύνολο της μηνιαίας κατανάλωσης με 230 ευρώ/MWh.
Σε ό,τι αφορά τις διακοπές ηλεκτροδότησης, «οφείλουμε να υπενθυμίσουμε στον ΣΥΡΙΖΑ ότι επί δικής του διακυβέρνησης ο αριθμός των καταναλωτών στους οποίους διεκόπη η παροχή ήταν πολύ μεγαλύτερος. Το 2017, οι διακοπές λόγω ληξιπρόθεσμων οφειλών ανήλθαν σε 233.092 και το 2018 σε 220.314. Αντίστοιχα, το 2020 μειώθηκαν σε 186.887 και το 2021 σε 168.471», υπογραμμίζει.