To Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ οδεύει προς την ολοκλήρωσή του, μία μέρα πέρασε από την ομιλία του Προέδρου του Νίκου Ανδρουλάκη και ήδη οι αναλύσεις διαδέχονται η μία την άλλη.
Όσο και αν τα μεγάλα θέματα δεν λύνονται κατά βάση ποτέ στα Συνέδρια, υπήρχαν υψηλές προσδοκίες από το συγκεκριμένο. Γιατί ήταν το πρώτο και μετά από πέντε μήνες από την εκλογή του Νίκου Ανδρουλάκη, γιατί αντικειμενικά υπάρχουν σε ένα τμήμα της κοινωνίας υψηλές προσδοκίες αλλά και γιατί οι δημοσκοπήσεις εμφανίζουν το ΠΑΣΟΚ να έχει αφήσει πίσω τις δημοσκοπήσεις που του έδιναν πρόθεση ψήφου 6%-7% και του δίνουν πια 12%-13%.
Όσο και αν το τελευταίο δίμηνο υπάρχει μια υποχώρηση της τάξης του 2%, αυτή η «αλλαγή πίστας» είναι σημαντική αλλά όχι δεδομένη βέβαια. Φαίνεται το ΠΑΣΟΚ να έχει δημιουργήσει ένα momentum και σ΄αυτό έχει παίξει ρόλο η αλλαγή ηγεσίας αφού φαινόταν σε αλλεπάλληλες έρευνες της OPINION POLL από τον Νοέμβριο του 2020 μέχρι και τη στιγμή που προκηρύχτηκαν οι εσωκομματικές εκλογές ότι το 70%-75% της βάσης του κόμματος ζητούσε αλλαγή ηγεσίας. Οπωσδήποτε, δε, παίζει ρόλο ότι δημιουργείται χώρος από τις φθορές της πάντα ισχυρής ΝΔ και την αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να διατυπώσει μια στοιχειωδώς πειστική εναλλακτική πρόταση εξουσίας. Υπήρχαν επομένως απαιτήσεις από το Συνέδριο, απαιτήσεις ώστε να μπουν στέρεες βάσεις μιας ανοδικής πορείας του ΠΑΣΟΚ και πραγματοποίησης τους στόχου του για αλλαγή συσχετισμών.
Από αυτή την άποψη επομένως θα πρέπει να κριθεί το Συνέδριο. Από επικοινωνιακή άποψη ήταν επιτυχημένο. Παρόντες ήταν όλοι οι εν ζωή πρώην Πρόεδροί του και αυτό δημιούργησε μια αίσθηση ενότητας. Προβλήθηκε πολύ. Ήταν μαζικό. Όμως αυτά κρατούν ως κλίμα κάποιες μέρες. Αυτό που μένει είναι αν μπήκαν τα θεμέλια για το μέλλον και αυτά είναι η αποσαφήνιση της φυσιογνωμίας, οι απαντήσεις για το παρόν και το μέλλον, οι απαντήσεις στα προβλήματα της κοινωνίας και της χώρας, στα κρίσιμα διακυβεύματα της εποχής. Από αυτή την άποψη, πολλά ερωτήματα έμειναν μετέωρα, αναπάντητα. Σε πολλά σημεία υπάρχει απροσδιοριστία.
Πρώτο, υπάρχει ένα ερώτημα για την ενεργητική αξιοποίηση σειράς στελεχών του χώρου που δεν ξεκαθαρίστηκε από την ομιλία του Ν.Ανδρουλάκη. Η παρουσία για παράδειγμα του Ε. Βενιζέλου στο Συνέδριο ή η συμμετοχή της Α. Διαμαντοπούλου σε κάποιο workshop του Συνεδρίου ήταν κάποια στοιχεία θετικά. Δείχνουν όμως τη θέληση της νέας ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ να τους εντάξει σε ένα συνολικότερο πολιτικό σχεδιασμό, να τους παράσχει χώρο και ρόλο και αν ναι, οι ίδιοι είναι πρόθυμοι σε μια τέτοια συστράτευση;
Αναφέρουμε αυτά τα δύο ονόματα συμβολικά, αλλά το ερώτημα αφορά εκατοντάδες στελέχη με σοβαρότητα, εμπειρία, συγκεκριμένες απόψεις και λαϊκή απήχηση. Η ύπαρξη ή μη προθυμίας εκ μέρους τους είναι βέβαια καθοριστική. Ωστόσο, το κατ' αρχήν ερώτημα είναι: Επιθυμεί η νέα ηγεσία να «ανοίξει το παιχνίδι» ή προτιμά να το κρατήσει σε ένα πιο περιορισμένο κύκλο;
Το ερώτημα είναι εύλογο μιας και το κόμμα αυτό έζησε χρόνια που υπήρξαν αποκλεισμοί, όπως υπήρχε και περιχαράκωση σε ένα στενό κύκλο στελεχών, ενώ ταυτόχρονα τα Όργανα συνεδρίαζαν πολύ «δύσκολα». Ταυτόχρονα όμως είναι και καθοριστικό, αφού η απάντηση σ' αυτό το ερώτημα θα εκπέμψει μήνυμα.
Δεύτερο, υπάρχει ένα ζήτημα απολογισμού που δεν αγγίχτηκε. Γιατί το ΠΑΣΟΚ συρρικνώθηκε; Ποια αίτια οδήγησαν το κόμμα που κυβέρνησε επί εικοσιδύο χρόνια στην απότομη κατακόρυφη πτώση; Αυτή η συζήτηση δεν έγινε ποτέ και αυτό οδηγεί σε εντελώς αντίθετες και σε πολλές περιπτώσεις αυθαίρετες εξηγήσεις και κατ' επέκταση διαφορετικές προτάσεις για τις πολιτικές που πρέπει να ακολουθήσει για το μέλλον.
Ούτε σ' αυτό το Συνέδριο θίχτηκε κάτι. Κι όμως. Δεν πρόκειται για μιας ιστορικής αξίας συζήτηση. Για παράδειγμα, αν πολλοί έχουν την ανιστόρητη και αστήρικτη θεωρία ότι για όλα φταίει η συνεργασία ΝΔ – ΠΑΣΟΚ στην Κυβέρνηση Α.Σαμαρά – Ε. Βενιζέλου είναι εύλογο να υποστηρίζουν ότι «δεν είναι της ώρας να βάλουμε πλάτη» ή ότι «εμείς δεν θα γίνουμε δεκανίκι». Μόνο που αγνοούν ή παριστάνουν ότι αγνοούν ότι το ΠΑΣΟΚ έπεσε από το 43,92% των Εκλογών του 2009 στο 12,28% των δεύτερων εκλογών του 2012. Εν ολίγοις το ΠΑΣΟΚ έχασε 31.64% πριν συνεργαστεί στην κυβέρνηση Α.Σαμαρά.
Έπεσε, δε στο ιστορικό χαμηλό 4,68% το 2015 και γιατί υπήρχε η δυναμική της παραπέρα φθοράς, αλλά και γιατί ο χώρος διασπάστηκε από το ΚΙΔΗΣΟ του Γ. Παπανδρέου που πήρε 2,47%, με παρούσα πια και τη ΔΗΜΑΡ με 6,05% και αισθητή και την απογοήτευση ενός τμήματος που επέλεξε την αποχή. Μπορεί να γίνεται κατανοητή η αποφυγή μιας τέτοιας συζήτησης, ωστόσο είναι ένα κενό που πληρώνεται όπως κάθε κενό στην Πολιτική.
Τρίτο, δεν μπορεί να θεωρήσει κάποιος ότι αποσαφηνίστηκαν θέματα φυσιογνωμίας, ότι έγινε πιο σαφές το πολιτικό στίγμα του ΠΑΣΟΚ από την ομιλία του Ν. Ανδρουλάκη και από Συνέδριο. Το ΠΑΣΟΚ πρέπει να διεκδικήσει τον χώρο του Κέντρου που αποτελεί το 20% του εκλογικού σώματος και που μαζί με το 20% που δηλώνουν ότι οι παλιές διαχωριστικές γραμμές δεν τους εκφράζουν και έχουν αντίστοιχα αντανακλαστικά φτάνει το 40%. Αν θέλει να δει οφέλη, πρέπει να διεκδικήσει τον χώρο αυτόν, να αμφισβητήσει σοβαρά την απόλυτη κυριαρχία του Κυρ. Μητσοτάκη σ' αυτόν. Πολύ περισσότερο αφού οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι μπορεί.
Κάποιοι θεωρούν ότι έτσι δεν θα μπορούν να διεκδικήσουν τμήμα του ΣΥΡΙΖΑ και ότι πρέπει να φανούν πιο «αριστεροί», πιο αντιδεξιοί. Κάνουν λάθος. Μεγάλο τμήμα ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ αυτοπροσδιορίζονται ως Κεντρώοι. Δεν έγιναν δα και οι βέροι αριστεροί επειδή ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ, ούτε η μετακίνησή τους οφειλόταν κυρίως ή έστω μόνο στα Μνημόνια ή ότι ριζοσπαστιοκοποιήθηκαν ξαφνικά. Οφείλεται στο ότι για χρόνια εκπαιδεύτηκαν να βρίσκονται στην εξουσία ή κοντά της. Αν αύριο δουν δυναμική, νέες προοπτικές στο ΠΑΣΟΚ, πολύ πιο απλά απ' ότι νομίζουν κάποιοι θα αφήσουν το ΣΥΡΙΖΑ που ήδη δεν τους εκφράζει.
Όσοι αυτοπρσδιορίζονται ως Κεντρώοι όμως αποτελούν ένα δύσκολο, απαιτητικό κοινό. Θέλουν συγκεκριμένες, επεξεργασμένες, πειστικές προτάσεις. Διψούν για Μεταρρυθμίσεις. Απεχθάνονται τις γενικολογίες, τις ίσες αποστάσεις. Θέλουν καθαρές απαντήσεις και όχι προσφυγή σε εύκολη κριτική ή σε επίκληση δύο τριών παραδειγμάτων από την ευρωπαϊκή εμπειρία. Θέλουν Πρόγραμμα, σοβαρότητα, ευθύνη.
Αυτά ζητούν ιδιαίτερα από το ΠΑΣΟΚ τώρα που επανεμφανίστηκε πιο δυναμικά, γιατί αφού μιλάμε πια για ΠΑΣΟΚ, δεν ξεχνιέται από πάρα πολλούς ότι για θέματα στα οποία άσκησε σκληρή κριτική ο Ν. Ανδρουλάκης, το ΠΑΣΟΚ ως το κόμμα που κυβέρνησε επί εικοσιδύο χρόνια είχε ξεχωριστή συμβολή (πελατειοκρατία για πάρα πολλά χρόνια, επιδοματικές πολιτικές πέρα από όρια κ.λ.π).
Εν πάσει περιπτώσει ο δρόμος που θα πρέπει να ακολουθήσει ένα κόμμα είναι δικό του θέμα. Αυτός ο δρόμος πάντως, ο οποιοσδήποτε δρόμος πέραν ενός διμέτωπου που δεν βλέπει τους κινδύνους ενός κύματος άκρατου κύματος λαϊκισμού όπως και σε σειρά χωρών της Ευρώπης, δεν έγινε σαφής.
Ασφαλώς υπάρχει και το μέγα πρόβλημα των πιθανόν αναγκαίων συνεργασιών σε κυβερνητικό επίπεδο. Ας πούμε την αλήθεια. Όλα όσα λέγονται είναι αέρας. Όταν στο κλίμα του 1989 το ΚΚΕ συνεργάστηκε με τη ΝΔ, πιστεύει κανείς ότι δεν μπορούσε το ΠΑΣΟΚ να συνεργαστεί με τη ΝΔ και μάλιστα με προωθημένη προγραμματική Συμφωνία; Εκτός και αν διακατέχεται από σύνδρομο αυτοκαταστροφής και θέλει τρίτες εκλογές ή σύνδρομο Στοκχόλμης και δούμε το απίθανο συνεργασίας «βιαστή - βιασμένου». Το μείζον όμως δεν είναι αυτό, τουλάχιστον για την ώρα. Το μείζον θέμα που αντιμετωπίζει το ΠΑΣΟΚ είναι η αποσαφήνιση της φυσιογνωμίας του, η κατάθεση συγκεκριμένων μεταρρυθμιστικών προτάσεων. Σε τελευταία ανάλυση από αυτό θα φαίνεται με ποιον είναι πιο κοντά ή πιο μακριά και ας μη το δέχεται και ας μη συνεργαστεί με κανένα.
Το Συνέδριο τελειώνει, τα αναπάντητα επί πέντε μήνες ερωτηματικά δεν απαντήθηκαν, τουλάχιστον με σαφήνεια. Αυτό φαντάζομαι ότι θα γίνει στο επόμενο διάστημα. Γιατί δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα στην Πολιτική από την απροσδιοριστία. Είναι σημαντικές οι δυνάμεις που θα έβλεπαν θετικά μια αλλαγή των συσχετισμών εις βάρος του ΣΥΡΙΖΑ, άρα υπέρ του ΠΑΣΟΚ. Ωστόσο, θέλουν εγγυήσεις για σταθερότητα, πρόταξη του εθνικού και όχι του κομματικού συμφέροντος και προτάσεις που θα στέκουν.