Φοιτητής στα πρώτα έτη του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, συμμετείχα μαζί με άλλες ρομαντικές ψυχές σε αναδασώσεις. Το θεωρούσα ελάχιστο που μπορούσα να κάνω για το περιβάλλον και μάλιστα το περιαστικό, να φυτέψω μερικά πεύκα και μπορώ να πω ότι καθώς είχα εμπειρία αγροτικών εργασιών, ήμουν και πολύ αποτελεσματικός. Λίγο αργότερα όμως, σε μεγαλύτερο έτος, έμαθα με κάποια έκπληξη ότι το πεύκο και ιδιαιτέρως το πεύκο του Χαλεπιού, η χαλέπιος πεύκη όπως λέγεται - καθώς πρώτο περιγράφηκε από τον Miller με βάσει ενός τοπικού πληθυσμού δένδρων στη Συρια- δεν είναι ακριβώς το καλύτερο που μπορείς να κάνεις για το περιβάλλον και μάλιστα το περιαστικό. Για την ακρίβεια, είναι ενδεχομένως ένα από τα λιγότερο καλά και λογικά. Είναι το γνωστό φαινόμενο της ωριμάνσεως, όταν πιστεύεις σε κάτι ακράδαντα σε μικρή ηλικία για να το διαψεύσει η εμπειρία και η γνώση καθώς μεγαλώνεις.
Κι έτσι τολμώ να γράψω μερικές γραμμές αμφισβητήσεως του κυρίαρχου αφηγήματος για τις αναδασώσεις με πεύκα, στην ανάγνωση των οποίων νομίζω ο 19χρονος εαυτός μου θα αντιδρούσε έντονα. Και τη διαφορά την έκανε η γνώση στο μάθημα αν δεν κάνω λάθος της Οικολογίας, για τα οικοσυστήματα και τον ανταγωνισμό των φυτών εντός αυτών. Διότι, να το πω απλά, το πεύκο «χρησιμοποιεί» τη φωτιά ή καλύτερα επωφελείται ξεκάθαρα από αυτήν, για να επεκταθεί εις βάρος άλλων ειδών. Είναι κομμάτι του βιολογικού του κύκλου. Διόλου τυχαία σε πολλές χώρες θεωρείται δασολογικό ζιζάνιο και υπάρχουν προγράμματα περιορισμού του, όπως έμαθα.
Έκτοτε, παρατηρώ τα πεύκα με σκεπτικισμό και ενίοτε με ανησυχία. Θυμάμαι ζωηρά κάποια φορά που βρέθηκα στο μαρτυρικό Μάτι προ ετών και χάθηκα στα λαβυρινθώδη στενά με τα τεράστια πεύκα, γύρισα και είπα στη σύζυγο μου, αυτό που είμαι βέβαιος έχουν πει χιλιάδες άλλοι: «Μόνο μην πιάσει καμία φωτιά εδώ μέσα». Το ίδιο είπα προχτές επιστρέφοντας από τη Μακεδονία μέσω της παλαιάς Εθνικής Οδού, αναγκαστικά αφού η Νέα ήταν κλειστή λόγω φωτιάς, μετά τις Ερυθρές, καθώς πηγαίναμε σχεδόν σημειωτέον σε στενό δρόμο μέσα από πυκνό πευκοδάσος. Και το ίδιο αναπόφευκτα σκέφτομαι κάθε φορά που περνάω από πευκοδάση, τα οποία κυριαρχούν στη Νότιο Ελλάδα και, καθόλου τυχαία, στις περιοχές που τα τελευταία χρόνια είχαν τα μεγαλύτερα προβλήματα από τεράστιες πυρκαϊές.
Είναι το πεύκο συνώνυμο της δάδας;
Έχω ξαναγράψει, ότι ένα από τα προβλήματα που προκάλεσε η Μεταγλωσσία του 1976 και η καθολική υποχρεωτική επιβολή της Κρατικής Νέας Ελληνικής, είναι ότι πλέον η συντριπτική πλειοψηφία έχει αποκοπεί από τη γνώση που προσφέρει η διαχρονική Ελληνική Γραμματεία, θύμα κι αυτή της «προόδου». Για όποιον όμως έχει μεράκι, η 4 χιλιετιών γραπτή ιστορία της γλώσσας μας πάντα κάτι έχει να πει. Ψάχνοντας λίγο, μπορεί κανείς εύκολα να διαπιστώσει ότι οι αρχαίοι χρησιμοποιούσαν τη λέξη πεύκη και πεύκα ως συνώνυμο για τους πυρσούς, τις δάδες, τα δαδιά που λέμε ακόμα σήμερα.
Έτσι ο Ευριπίδης στην τραγωδία Ίων γραφει:
(716) ἵνα Βάκχιος ἀμφιπύρους ἀνέχων πεύκας
Που ο Δημητρακοπουλος μεταφράζει ως:
όπου ο Βάκχος ο θεός, κρατώντας
τις πεύκινες και δίφωτες λαμπάδες,
Και ο Σοφοκλής στο έργο Οιδίπους Τύραννος:
πελασθῆναι φλέγοντ᾽
ἀγλαῶπι ‹. . . . . . . . . .›
πεύκᾳ ᾽πὶ τὸν ἀπότιμον ἐν θεοῖς θεόν (215)
Που ο Μύρης μεταφράζει ως:
«με το φλεγόμενο δαδί να πυρπολήσει
έναν θεό που στων θεών τη σύναξη τιμή δεν έχει»
Ενώ ο Φ. Πολίτης το μεταφράζει το σχετικό «με δαδιά αναμμένα»
Σημειώνω ότι αν και έχω δει να γράφεται ότι το πεύκο αναφέρεται ως «καταραμένο δένδρο» στους ρωμαϊκούς χρόνους, δεν έχω βρει ακόμα την αναφορά στη Λατινική γραμματεία, ωστόσο στην Αινειαδα (IX, 72) διαβάζουμε το αντίστοιχο με το αρχαιοελληνικό:
atque manum pinu flagranti fervidus implet
Και είμαι βέβαιος ότι μια μεγάλη μερίδα αναγνωστών που έχει άρνηση με τα αρχαία Ελληνικά θα αναγνωρίσει στο pinu flagranti τον πρόγονο του Αγγλικού “flagrant pine” φλεγόμενο πεύκο, εννοείται βεβαίως κι εδώ μιλάει για δάδα ως συνώνυμο.
Γυρίζω πίσω λοιπόν να πω στον ρομαντικό και κάπως ευάλωτο σε αφηγήματα φθηνού συναισθηματισμού 19χρονο εαυτό μου, ότι τα πεύκα, όπως και τα δαδιά έχουν πολλές χρήσεις και χρησιμότητα, αλλά παραμένουν ένα εξαιρετικά εύφλεκτο υλικό που δεν πρέπει να εξιδανικεύεται και επ´ ουδενί να φυτεύεται επί τούτου ιδιαιτέρως όπου κινδυνεύουν ζωές ή περιουσίες. Οι συνέχειες εξαιρετικά εύφλεκτης βιομάζας που δημιουργούν καθ' ύψος με τους ρητινοφόρους κορμούς και κλάδους και κατά μήκος με τους τάπητες από εύφλεκτες πευκοβελόνες ευνοεί τις έντονες θερμικές στήλες και τις μέγα-πυρκαϊές όσο τίποτε άλλο. Και στο περιβάλλον που ζούμε σήμερα, με τη διαπιστωμένη κλιματική αλλαγή, είτε είναι ανθρωπογενής είτε όχι, η διαχείριση ακόμα και των αυτοφυών -ας πούμε γιατί είναι μια άλλη μεγάλη συζήτηση αν αντικατέστησαν επιθετικά άλλα πιο σύνθετα δάση- πευκοδασών αποτελεί προτεραιότητα. Αν συνεχίσουν τα ακραία καιρικά φαινόμενα με έντονους και πολυήμερους καύσωνες, αυτό γίνεται επιτακτικό.
Διαχείριση και όχι δαιμονοποίηση
Έχοντας πει αυτά, δεν μπορώ παρά να διευκρινίσω, ότι τα παραπάνω δεν αποτελούν επί ουδενί δαιμονοποίηση ή κάλεσμα σε κάποιου είδους εκστρατεία κατά των πεύκων, τα οποία έχουν πολλαπλές χρήσεις και μεγάλα πλεονεκτήματα, ιδιαίτερα σε φτωχά εδάφη. Έχουν όμως και μεγάλα μειονεκτήματα τα οποία οφείλουμε να λάβουμε σοβαρότατα υπόψιν και να διαχειριστούμε, πέρα από την ρομαντική εξιδανίκευση τους. Είναι κατά μια έννοια, σε ακραίες καιρικές συνθήκες, όπως ίσως θα αντιλαμβάνονταν και οι αρχαίοι ημών πρόγονοι, σαν συστάδες από μεγάλους πυρσούς έτοιμους να λαμπαδιασουν. Κι αν είναι να κάνουμε αναδασώσεις, ειδικά σε περιαστικές ζώνες, με την αντίστοιχη σοβαρή επένδυση σε χρόνο και χρήμα, χίλιες φορές καλύτερα να κάνουμε μελετημένες φυτεύσεις πιο βραδύκαυστων φυτών, από τα οποία υπάρχουν δεκάδες, παρά να φυτεύουμε ζωντανά δαδιά.
Αφήνω τελευταία τη διαχείριση των πεύκων που βρίσκονται ήδη μέσα και γύρω σε αστικές περιοχές, καθώς οι πόλεις μας επεκτάθηκαν σε πρώην χωράφια και βοσκοτόπια, κάποια από τα οποία είχαν προλάβει να γεμίσουν πεύκα και άρα θεωρούνται δάσος ενώ βεβαίως πεύκα συνεχίζουν να φυτεύονται σε κήπους και δημοτικούς χώρους πρασίνου καθώς μεγαλώνουν γρήγορα και γίνονται εντυπωσιακά. Η διαχείριση των πεύκων εκεί είναι ένας γραφειοκρατικός λαβύρινθος καθώς χρειάζονται πολλαπλές άδειες και διαδικασίες. Σωστότατα ο νομοθέτης προέβλεψε να μην είναι εύκολο να κόβει ο καθένας δένδρα όπως του κατέβει.
Μήπως όμως θα έπρεπε αντί να απαγορεύουμε απολύτως την κοπή, ακόμα και το κλάδεμα, των πεύκων θα έπρεπε να μεριμνήσουμε για αντικατάσταση τους με βραδυφλεγή δένδρα όπου αυτό απαιτείται σε έναν ευρύτερο σχεδιασμό πολιτικής προστασίας ζωών και περιουσιών; Μήπως θα πρέπει να υπάρξει ειδική μέριμνα για την αντικατάσταση των πεύκων περιμετρικά οικισμών που κινδυνεύουν από φωτιά με πιο δύσφλεκτα φυτά;
Στα χρόνια που έρχονται θα χρειαστούμε όλο και περισσότερο, όλο και περισσότερο πράσινο. Επειδή τα πεύκα είναι η γρήγορη λύση για μεγάλη αύξηση και ορατά αποτελέσματα από παρεμβάσεις τοπικής αυτοδιοικήσεως ή ΜΚΟ, όπως παλαιότερα οι λεύκες, δεν είναι απαραιτήτως η καλύτερη, τολμώ μάλιστα να πω με κίνδυνο να εξαγριώσω τους ρομαντικούς, ότι κάθε άλλο. Κι όμως. Όπως δεν υπάρχει Άγιος Βασίλης που να φέρνει δώρα την πρωτοχρονιά, το κράτος δεν είναι απαραιτήτως η λύση σε κάθε πρόβλημα και το λεφτόδενδρο είναι φαντασίωση, όλα αφηγήματα δηλαδή που λίγο πολύ ακούγαμε ευχάριστα μικροί, είναι καιρός να απομυθοποιήσουμε και το πεύκο και να το διαχειριστούμε με προσοχή και σύνεση.
* Ο Κοσμάς Θεοδωρίδης είναι Dipl. Ing. Agr., MSc (DIC), PhD, Αντιπρόεδρος της Ομοσπονδίας Μεσιτών Ελλάδος και Eπικεφαλής του μεσιτικού οργανισμού Ακίνητα Πόλις