Το παράδειγμα της Ιταλίας είναι ιστορικά διαφορετικό από της Ελλάδας, γιατί ήδη από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου πολέμου είχε διαμορφωθεί μια παράδοση συμμαχικών κυβερνήσεων. Είχαν έτσι γνωρίσει συμμαχικές κυβερνήσεις με ηγεμονικό πρώτο κόμμα, τις πρώτες δεκαετίες, το Χριστιανοδημοκρατικό, κάποια στιγμή υπήρξε το Σοσιαλιστικό ηγεμονικό κόμμα και την προτελευταία περίοδο από αυτή που ζούμε τώρα κυριαρχούσε το κόμμα του Μπερλουσκόνι με τη στήριξη και άλλου κόμματος. Δεν είχαν όμως παράδοση μονοκομματικών κυβερνήσεων, όπως είχαμε εμείς.
Στην Ιταλία επίσης δεν είχαν παράδοση δικομματισμού. Με αυτό το δεδομένο αν εξετάσουμε συγκριτικά την Ελλάδα, θα διαπιστώσουμε ότι στη χώρα μας είχαμε από τη μεταπολίτευση και μετά μόνιμα και σταθερά μονοκομματικές κυβερνήσεις, -με εξαίρεση την κυβέρνηση Τσίπρα- Καμένου, που και αυτή στο τέλος κατέρρευσε. Οι μονοκομματικές κυβερνήσεις χάρισαν στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης εντυπωσιακή κυβερνητική σταθερότητα, με όλες τις αδυναμίες που το κυβερνητικό αυτό σχήμα, παρήγαγε: Αλαζονεία, πόλωση και δικομματισμό, πολιτικούς μονόλογους και ασυνεννοησία.
Στην Ιταλία οι συμμαχικές κυβερνήσεις λειτούργησαν και εξασφάλισαν κυβερνησιμότητα, με ενδιάμεσες κρίσεις, διότι το κράτος και η διοίκηση κάλυπταν το κενό της κυβερνησιμότητας διατηρώντας τη συνέχεια των κυβερνητικών πολιτικών στο όνομα της κρατικής συνέχειας. Το πρόβλημα στην Ελλάδα είναι ότι δεν δημιουργήθηκε καμία παράδοση συμμαχικών κυβερνήσεων και δεν καλλιεργήθηκε από το πολιτικό σύστημα κουλτούρα συναίνεσης, συνεννόησης και συμβιβασμού.
Η τρικομματική του Σαμαρά το 2012 έγινε αναγκαστικά, λόγω της κρίσης, και στο τέλος κατέρρευσε, χωρίς να δημιουργήσει θετικό προηγούμενο. Το πολιτικό κλίμα στην Ελλάδα είναι πάντα πολωμένο μεταξύ δύο μεγάλων κομμάτων και το κομματικό μας σύστημα ήταν στην ουσία πάντα δικομματικό. Αυτό είχε ως συνέπεια το πολιτικό και ιδεολογικό διχασμό, τον πολιτικό μανιχαϊσμό, την καταστροφολογική αντιπαράθεση και την ακύρωση του έργου της προηγούμενης κυβέρνησης από την επόμενη, με τραγική συνέπεια την ανυπαρξία στην Ελλάδα κρατικής και κυβερνητικής συνέχειας.
Από την άλλη μεριά θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι ο δικομματισμός και η ενισχυμένη αναλογική, που ήταν το πάγιο εκλογικό σύστημα στη χώρα μας, με παραλλαγές, εξασφάλιζαν κυβερνησιμότητα και κυβερνητική σταθερότητα, κάτι που ήταν πολιτικά πολύ θετικό για τη χώρα. Η κυβερνητική σταθερότητα ήταν εξάλλου και ένας σκοπός συνταγματικά αναγνωρισμένος με την αναθεώρηση του 1986 και τη διαδικασία διορισμού κυβέρνησης μετά από εκλογές, που υποχρεώνει τον ΠτΔ να ορίζει πρωθυπουργό αυτόν που είναι πρώτο κόμμα.
Άρα στην Ελλάδα είχαμε κυβερνητική σταθερότητα, επειδή υπήρξαν μονοκομματικές κυβερνήσεις, οι οποίες εξασφαλίζονταν με το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής και της πριμοδότησης του πρώτου κόμματος. Μπορούμε να πούμε ότι είναι διαχρονικό το αίτημα της πολιτικής σταθερότητας και αυτό είναι το διακύβευμα των προσεχών εκλογών. Πως θα εξασφαλιστεί δηλαδή, πάση θυσία λόγω της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης μια κυβέρνηση ισχυρά, ικανή να αντιμετωπίσει την κρίση.
Η απλή αναλογική που ισχύει αναγκάζει τα κόμματα να συνεργαστούν, αλλά απαιτεί κλίμα πολιτικής συναίνεσης και κομματικής συνεννόησης που παντελώς απουσιάζει. Ο μεν ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκει και ελπίζει ότι θα καταλάβει την εξουσία μόνος του ή ηγεμονικά σε συνεργασία με το ΚΙΝΑΛ, χωρίς καμία προ-συνεννόηση για το κοινό πολιτικό πρόγραμμα που σκοπεύουν να εφαρμόσουν. Αντίθετα, έτσι όπως συμπεριφέρονται αποκλείουν στην πράξη ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Και συμμαχικές κυβερνήσεις δεν δημιουργούνται σε τρείς μέρες, και μάλιστα σε περιόδους κρίσης. Απαιτούν χρόνο συνεννόησης και συμφωνία, που στη Γερμανία χρειάζεται μήνες για να επιτευχθεί.
Επομένως το πολιτικό κλίμα που δημιουργείται στη χώρα μας δεν προοιωνίζει κυβερνητική σταθερότητα αν έχουμε συμμαχική κυβέρνηση. Άρα η δημιουργία μονοκομματικής κυβέρνησης είναι μονόδρομος. Και αυτή δεν επιτυγχάνεται με εκλογικό σύστημα την απλή αναλογική. Όλα δείχνουν ότι οι δεύτερες εκλογές είναι η μοιραία κατάληξη.
Πηγαίνοντας στην κάλπη, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι εκλογές δεν γίνονται μόνο για να εκφραστούν οι ιδεολογικές ή κομματικές πεποιθήσεις μας, αλλά και για να εκλέξουμε κυβέρνηση. Για να επιλέξουμε ποιος είναι κατάλληλος πρωθυπουργός, ποιος μπορεί να κυβερνήσει καλύτερα τη χώρα σε συνθήκες κυβερνητικής σταθερότητας.
* Αντώνης Μανιτάκης, Ομότιμος καθηγητής Α.Π. Θ., Επικεφαλής του επιστημονικού συμβουλίου της Νομικής, Πανεπιστημίου Λευκωσίας