Λίγο κάτω από 850, να το αφήσω; Μερικοί από τους μεγαλύτερους καυγάδες στο επάγγελμά μας μπορεί να ξεκινήσουν από την αθώα αυτή φράση, η οποία δεν αναφέρεται σε ψωμί, τυρί, κρέας, ή προϊόν τέλος πάντων. Δεν πρόκειται για κάτι υλικό, πρόκειται για ύλη, όπως λέμε τα κείμενα με τα οποία γεμίζουμε στις σελίδες, χάρτινες ή ψηφιακές. Μετράμε τις λέξεις. Ένα «διακοσαράκι» δεν είναι ποτό, είναι μια μικρή είδηση, που μπορεί να γίνει ακόμα μικρότερη εφόσον ο αρχισυντάκτης ή ο συντάκτης ύλης έχουν… κέφια. ?Η ακεφιές. Εν πάση περιπτώσει, το πρώτο πράγμα που ρωτάει ο δημοσιογράφος πριν ακόμα ξεκινήσει, είναι: πόσες λέξεις;
Εδώ ξεκινά το βιβλίο της Όλγας Σελλά με τίτλο- ακριβώς- «Πόσες λέξεις;» που αποτελεί, σύμφωνα με τον υπότιτλό του «Ένα πολιτιστικό μετα-ρεπορτάζ 1996-2016» και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Στερέωμα». Αυτό το γεμάτο ζωντάνια χρονικό χαρακτηρίζεται από τη Ρούλα Γεωργακοπούλου στον πρόλογό της «Θρίλερ για γερά νεύρα που μόνον ο καλό ρεπόρτερ που είναι ταυτόχρονα και δεινός γραφιάς έχει τα φόντα να το φέρει βόλτα και να επιβιώσει.»
«Πράγματι, σ' αυτό το ανάδρομο ταξίδι στο χρόνο, αυτήν την σπιρτόζα και μαζί στοχαστική ανάκληση γεγονότων, προσώπων, στιγμών από την εικοσάχρονη διαδρομή της συγγραφέα στον χώρο του Τύπου και δη του πολιτιστικού ρεπορτάζ, παρακολουθεί κανείς μια νέα και άπειρη, αρχικά, δημοσιογράφο να θαμπώνεται, να γοητεύεται, να δοκιμάζεται, να μοχθεί, να αποθαρρύνεται, να απομαγεύεται και να ωριμάζει στο συναρπαστικό αλλά απαιτητικό και συχνά δύστροπο περιβάλλον της εφημερίδας. Και να παρατηρεί, με όλες τις αισθήσεις της σε επιφυλακή, τον περίπλοκο και ευαίσθητο χώρο του πολιτισμού, για να βρει την ισορροπία ανάμεσα στο γεγονός, τα παρασκήνιά του, τις φανερές και τις κρυφές προθέσεις του και να συλλάβει, πίσω από την επιφάνεια, την ουσία του έργου και της προσφοράς των ανθρώπων του.
Αλλά καθώς αλλάζει η ίδια, αλλάζει και η φύση της δημοσιογραφίας. Από τις προ-διαδικτύου ημέρες μεταβαίνει στο πολλαπλά διασυνδεδεμένο σήμερα, από την έμφαση στα κείμενα αρχίζει να δίνει μεγαλύτερη βαρύτητα στη φωτογραφία, από την αποστασιοποιημένη γραφή της τεκμηρίωσης κάνει το άλμα σε ένα ύφος πιο προσωπικό και, ίσως, πιο ελκυστικό. Και η δημοσιογράφος;
Εκείνη προσαρμόζεται και συνάμα οξύνει την κριτική της ματιά. Κι αυτό ακριβώς είναι το βιβλίο της: Η νέα, εμβαπτισμένη στην πολύχρονη πείρα της και την κατακτημένη ωριμότητά της, αφήγηση μιας πολυτάραχης αλλά άκρως ενδιαφέρουσας εποχής. Και ο αναστοχασμός, με βασικό συμπαραστάτη τη μνήμη και τα δεκάδες κλασέρ με τα κείμενά της, μιας ιστορίας που παρά την κρίση της έντυπης δημοσιογραφίας δεν πρέπει και δεν πρόκειται να τελειώσει». (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου).
Όποιος έχει ζήσει τα γεγονότα και την αλληλουχία τους, θα θυμηθεί και θα συγκινηθεί. Όμως δεν πρόκειται γι? αυτό. Με το «Πόσες λέξεις;» η Ολγα οδηγεί τον αναγνώστη έντεχνα αλλά χωρίς καμιά επιβολή, να ξαναστήσει μέσα του κάθε εποχή, και, κυρίως, να διακρίνει τις περιόδους της. Τόσο συστηματικά γίνεται αυτό, ώστε να ευγνωμονεί κανείς τη συγγραφέα καθώς, εκτός των άλλων χαρισμάτων της, έχει κι εκείνα της ταξινόμησης και της ανάλυσης. Όσο για εκείνους που δεν τα έχουν ζήσει, θα περιηγηθούν σε καιρούς που όλα ήταν τόσο διαφορετικά, γοητευτικά ή απογοητευτικά, και θα καταλάβουν τις αιτίες που οι αλλαγές είχαν αυτόν και όχι άλλους χαρακτήρες.
Μεγάλοι άνθρωποι, μεγάλα θέματα, μεγάλα ρεπορτάζ, συμπλέκονται αξεδιάλυτα με μικρότερες, αλλά σημαντικές στιγμές- εφόσον τις ξεχώρισε. Ευνοημένα, τα μικρότερα, από την εξαιρετική αίσθηση του χιούμορ, της λεπτότητας όπως και της ακριβούς αναπαράστασης μέσα σε ένα γόνιμο κλίμα, παίρνουν τη δική τους αξία και ξεδιπλώνουν το βάρος που είχαν για εκείνην. Δεν είναι, τελικά, μόνο τα κορυφαία που αξίζουν να τα ζεις σαν σε γιορτή. Όλα έχουν τον δικό τους λόγο να θαμπώνουν τα μάτια σου. Αν, βέβαια, αυτά έχουν την τρυφερότητα και τις ευαισθησίες της συγγραφέως.
Δεν πρόκειται όμως για ένα απλό χρονικό, που περιδιαβάζει σε στιγμές του πολιτιστικού μας «γίγνεσθαι» επί μια κρίσιμη εικοσαετία. Πρόκειται για μια εξαιρετική πραγματεία γεμάτη χυμούς, με τη δυνατότητα να μας μεταφέρει σε ένα «Ήμουν κι εγώ εκεί» με κάποιο μαγικό ραβδάκι. Που δεν είναι άλλο από την πέννα της Ολγας Σελλά (θα με εξέπληττε να γράφει στο κομπιούτερ!) Με αυτήν, και στον κομπιούτερ όμως όταν έγραφε για την εφημερίδα, έχει γράψει λέξεις ων ουκ έστιν αριθμός. Περιγράφοντας ιδέες γοητευτικές, ή εκφράζοντας τη συμφωνία και- καθόλου σπάνιο, αλλά εξίσου σοβαρό- τη διαφωνία της.
Διαβάστε, λοιπόν, γελάστε, απολαύστε, σκεφτείτε, προβληματιστείτε. Πρόκειται για ένα βιβλίο «παλιάς κοπής» γραμμένο από δημοσιογράφο «παλιάς κοπής». Που έψαχνε πάντοτε τα θέματά της μέχρις τελικής πτώσεως, που προσπαθούσε να τα κάνει όλα πρώτη και σωστά, που διάβαζε και επι-μορφωνόταν μονίμως και που δεν είχε παρωπίδες στο ρεπορτάζ της. Ενσυναίσθηση, υπέροχο γραπτό και τα λοιπά, εννοούνται για όποιον την έχει παρακολουθήσει. Η Όλγα δεν κάθεται ήσυχη, εξακολουθεί να δείχνει το ενδιαφέρον και την αγάπη της για τον πολιτισμό μέσα από σάιτ και το Facebook. Αναζητήστε την και εκεί, εκτός από το βιβλίο!