Ένα μείγμα ιστορικών δεσμών, οικονομικών συμφερόντων και γεωπολιτικών στρατηγικών-παραμέτρων αντανακλά η σχέση της Ρωσίας του Βλαντιμίρ Πούτιν με τα κράτη της Κεντρικής Ασίας, μία σχέση σύνθετη και πολύπλευρη που αναπροσαρμόστηκε εν μέσω του επιθετικού πολέμου στην Ουκρανία και πιθανώς θα αναπροσαρμοστεί ξανά εφόσον η επερχόμενη προεδρία Τραμπ σημάνει τον τερματισμό της σύγκρουσης.
Οι χώρες της Κεντρικής Ασίας (Καζακστάν, Κιργιστάν, Τατζικιστάν, Τουρκμενιστάν και Ουζμπεκιστάν) έχουν κινηθεί σε μια λεπτή διπλωματική ισορροπία στα τρία χρόνια του πολέμου, επιδιώκοντας να εξισορροπήσουν τους ιστορικούς δεσμούς τους με τη Ρωσία με την ξεκάθαρη επιθυμία για μεγαλύτερη αυτονομία. Προσέχουν μεν να μην ανταγωνιστούν τη Μόσχα, όμως παράλληλα διευρύνουν νέες, πολυμερείς συνεργασίες προβάλλοντας την αποφασιστικότητα να διεκδικήσουν την κυριαρχία τους στο μετασοβιετικό τοπίο.
Ενώ η ιστορική κυριαρχία της Ρωσίας αμφισβητείται, ιδίως από την οικονομική δύναμη της Κίνας, τα κράτη της Κεντρικής Ασίας γίνονται όλο και πιο επιδέξια στην πλοήγηση μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων για να διεκδικήσουν τα δικά τους συμφέροντα και ανεξαρτησία. Και αυτό είναι κάτι που απηχεί και η πρόσφατη άρνηση τόσο του Καζακστάν, όσο και του Ουζμπεκιστάν, να ενταχθούν σε οργανισμούς-«αντίβαρα» στη Δύση -την ομάδα των BRICS και την Ευρασιατική Οικονομική Ένωση (EEU), αντίστοιχα.
Σαφώς δεν πρόκειται για… ανταρσία, όμως κατά τους αναλυτές η κίνηση αμφότερων των χωρών αναδεικνύει τη θέση στην οποία έχει περιέλθει η Κεντρική Ασία από το 2022, καθώς από τη μία πλευρά προσπαθεί να αποστασιοποιηθεί από την απειλή δευτερογενών κυρώσεων που σχετίζονται με την πλήρους κλίμακας εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, ενώ παράλληλα προσπαθεί να μην προκαλέσει την οργή της Μόσχας. Η «επίδειξη ανεξαρτησίας» από την Αστάνα και την Τασκένδη έχουν προκαλέσει δυσαρέσκεια στο Κρεμλίνο.
Οι χώρες της Κεντρικής Ασίας έχουν σε γενικές γραμμές διατηρήσει επίσημα ουδέτερη στάση όσον αφορά τον πόλεμο στην Ουκρανία. Καμία δεν υποστήριξε ανοιχτά την εισβολή. Απέφυγαν να «επικροτήσουν» τη ρωσική επιθετικότητα, όπως απέφυγαν επίσης να την καταδικάσουν ευθέως. Στα Ηνωμένα Έθνη κυρίως απείχαν από τις ψηφοφορίες επί ψηφισμάτων που καταδίκαζαν τις ρωσικές ενέργειες. Το Καζακστάν και το Ουζμπεκιστάν έχουν εκφράσει πάντως την υποστήριξή τους στην εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας και έχουν επίσης αποστείλει ανθρωπιστική βοήθεια.
Η Ρωσία του Πούτιν θεωρεί την Κεντρική Ασία ως μέρος της μετασοβιετικής σφαίρας επιρροής της, επιδιώκοντας να διατηρήσει τα ερείσματά της στην περιοχή αυτή και ταυτόχρονα να διαχειριστεί την αυξανόμενη παρουσία της Κίνας. Ο πόλεμος στην Ουκρανία οδήγησε σε αυξημένη ρωσική εμπλοκή με την Κεντρική Ασία για να «σπάσει» ο Πούτιν τη διεθνή απομόνωση. Οι επισκέψεις υψηλού επιπέδου και οι οικονομικές συμφωνίες ενισχύθηκαν από το 2022, καθιστώντας σαφή την προσπάθεια της Ρωσίας να διατηρήσει την επιρροή της στην περιοχή παρά τις προκλήσεις και να εμποδίσει τα κράτη της Κεντρικής Ασίας να ακολουθήσουν αυτόνομη εξωτερική πολιτική μακριά από τη ρωσική επικυριαρχία.
Γεγονός είναι όμως πως ο πόλεμος επιτάχυνε τις τάσεις προς μεγαλύτερη ανεξαρτησία και διαφοροποίηση των διεθνών συνεργασιών. Ενώ τα κράτη της Κεντρικής Ασίας διατηρούν την επίσημη ουδετερότητα και συνεχίζουν την οικονομική συνεργασία με τη Ρωσία, έχουν απομακρυνθεί σημαντικά από την επιρροή της. Και αυτή είναι μία δυναμική που δεν εκτιμάται ως αναστρέψιμη με το τέλος του πολέμου.
Η ρωσική εισβολή του 2022 στην Ουκρανία, αλλά και οι προηγούμενες εμπειρίες του ρωσικού (στρατιωτικού) επεκτατισμού, όπως στην Υπερδνειστερία, τη Νότια Οσετία, την Αμπχάζια, την Κριμαία επιτάχυνε ορισμένες γεωπολιτικές διεργασίες στα κράτη της Κεντρικής Ασίας, πολλώ δε μάλλον που ενίσχυσε τους φόβους τους ότι η μοίρα τους μπορεί να ήταν ίδια δεδομένης της παρουσίας φιλορωσικών μειονοτήτων εντός των συνόρων τους, που αποτελούσαν πιθανή απειλή για την ίδια την εδαφική τους ακεραιότητα. Όπως για παράδειγμα, η ενίσχυση των αποσχιστικών κινημάτων μεταξύ των Καρακαλπάκων στο βόρειο Ουζμπεκιστάν, μετά την προσάρτηση από τη Ρωσία της Κριμαίας.
H περίπτωση του Καζακστάν, της μεγαλύτερης χώρας της Κεντρικής Ασίας, χρήζει μιας ιδιαίτερης προσοχής. Οι σχέσεις της Αστάνα με τη Μόσχα επιδεινώθηκαν σημαντικά μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Η ηγεσία του Καζακστάν δεν καταδίκασε μεν τη ρωσική εισβολή και απείχε από την ψηφοφορία στον ΟΗΕ για την καταδίκη της, αλλά ταυτόχρονα αρνήθηκε να αναγνωρίσει της παράνομα προσαρτηθείσες από τη Ρωσία «λαϊκές δημοκρατίες» του Ντονέτσκ και του Λουχάνσκ στην Ανατολική Ουκρανία.
H άλλη μεγάλη πρώην σοβιετική δημοκρατία της περιοχής με την πολύ πλούσια ιστορία, το Ουζμπεκιστάν, έχει πάει ένα βήμα παραπέρα και ανέπτυξε ισχυρές σχέσεις και με τις Ηνωμένες Πολιτείες, που δεν είναι μόνο διπλωματικές, οικονομικές, πολιτισμικές, αλλά και στρατιωτικές. Η Τασκένδη μάλιστα ανέστειλε τη συμμετοχή της από το 2012 στον Οργανισμό της Συνθήκης Συλλογικής Ασφαλείας, τη στρατιωτική συμμαχία των πρώην σοβιετικών δημοκρατιών. Αλλά και άλλα μέρη της συνθήκης δείχνουν πλέον απροθυμία να ευθυγραμμιστούν πλήρως με τις ρωσικές πρωτοβουλίες.
Για την περιοχή ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει και σημαντικές οικονομικές επιπτώσεις. Οι χώρες της Κεντρικής Ασίας ανησυχούν για τις διαλυτικές επιπτώσεις του πολέμου στις οικονομίες τους και επιδιώκουν να διαφοροποιήσουν τις εμπορικές τους σχέσεις και να δημιουργήσουν εναλλακτικές οδούς διέλευσης που παρακάμπτουν τη Ρωσία, εκδηλώνοντας μια ροπή προς την ενδοπεριφερειακή συνεργασία για τον μετριασμό των οικονομικών κινδύνων.
Όμως, η οικονομική ισχύς της Ρωσίας στην περιοχή δεν μπορεί να αγνοηθεί, ειδικά στον ενεργειακό τομέα. Ρωσικές εταιρείες συμμετέχουν σε μεγάλα έργα εξόρυξης και μεταφοράς υδρογονανθράκων, ιδίως το πετρέλαιο από το Καζακστάν. Σημαντικά επίσης στις οικονομίες των χωρών της Κεντρικής Ασίας είναι τα εμβάσματα των μεταναστών που εργάζονται στη Ρωσία. Η Μόσχα παραμένει σημαντικός οικονομικός εταίρος και αυτό μεταφράζεται σε οικονομική εξάρτηση και κατά συνέπεια σε πολιτικό έλεγχο και επιρροή.
Σε πολιτικό επίπεδο, ωστόσο, παρατηρείται μια αυξανόμενη δέσμευση με άλλες δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένης της Κίνας, της Τουρκίας και των δυτικών χωρών, όπως και μια αυξημένη εστίαση σε οργανισμούς που δεν είναι ρωσικής επινοήσεως ή συνέχεια του κοινού σοβιετικού παρελθόντος, όπως ο Οργανισμός Συνεργασίας της Σαγκάης, ο Οργανισμός Τουρκογενών Κρατών ή τομείς συνεργασίας με την ΕΕ. Σε ένα ραγδαία μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον, επιδιώκουν όλο και περισσότερο πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική.