ΠΕΡΙΛΗΨΗ. Το μέλλον του ΚΙΝΑΛ δεν θα κριθεί από διάφορες μετρήσεις αποστάσεων αλλά, από το κατά πόσο θα μπορέσει να διαμορφώσει μια τέτοια προοδευτική πρόταση και την υποβάλει με πειστικό τρόπο στο εκλογικό σώμα. Και βέβαια καταλυτικό ρόλο σε όλα αυτά θα παίξει και η συνεδριακή διαδικασία, η οποία θα οδηγήσει στη διαμόρφωση της παραπάνω πρότασης.
Τον τελευταίο καιρό γίνεται πολλή δημόσια συζήτηση για τις «αποστάσεις» του ΚΙΝΑΛ από τη Νέα Δημοκρατία και τον ΣΥΡΙΖΑ και το αν αυτές θα πρέπει να είναι ίσες ή άνισες, μεγάλες κ.ο.κ. Και μόνο το γεγονός βέβαια ότι όλα αυτά έχουν έρθει τώρα στο προσκήνιο της επικαιρότητας αποτελεί μια ακόμα απόδειξη της δυναμικής που έχει δώσει στο ΚΙΝΑΛ η εκλογή του Νίκου Ανδρουλάκη στην ηγεσία του, με αποτέλεσμα το πολιτικό «στίγμα» του να καθίσταται πλέον αντικείμενο σχολιασμού π.χ. από τον πρωθυπουργό και άλλους κυβερνητικούς παράγοντες. Ωστόσο, η όλη φιλολογία περί «αποστάσεων» μπορεί να καταντήσει αποπροσανατολιστική.
Ένα κόμμα που φιλοδοξεί να κυβερνήσει τη χώρα δεν είναι λογικό να ετεροπροσδιορίζεται ως προς τις πολιτικές του θέσεις. Οι προτάσεις του για τα προβλήματα του τόπου πρέπει να καθορίζονται αυτοτελώς, με κριτήριο τη διασφάλιση ενός βιώσιμου μέλλοντος για την ελληνική κοινωνία, και να μην εξαρτώνται από το αν θα βρεθεί να συμπλέει ή να μη συμπλέει με τον έναν ή τον άλλον (εκλογικό) ανταγωνιστή του στο Α ή στο Β θέμα. Με άλλες λέξεις, πρέπει να αυτοπροσδιορίζεται, αν θέλει και περιμένει να το πάρουν στα σοβαρά οι ψηφοφόροι ως κόμμα εξουσίας.
Ακόμη περισσότερο, ένα προοδευτικό κόμμα εξουσίας οφείλει να διαμορφώσει μια προοδευτική πρόταση για τη (μελλοντική) διακυβέρνηση της χώρας. Μια τέτοια πρόταση κατ’ ανάγκη βέβαια θα βρίσκεται σε μεγάλη απόσταση, στην πράξη και όχι μόνο στα λόγια, από τις πρακτικές τόσο της σημερινής κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας όσο και της προηγούμενης κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ.
Και τούτο όχι για λόγους μέτρησης αποστάσεων, αλλά επειδή αμφότερα τα κόμματα αυτά, ανεξάρτητα από τη ρητορική τους, είναι βαθιά συντηρητικά ως προς τις επιλογές τους, με κύριο άξονα τους τη διατήρηση του πελατειακού συστήματος («τα δικά μας παιδιά») και την καλλιέργεια σχέσεων διαπλοκής μεταξύ δημόσιας/πολιτικής, αφενός, και αφετέρου ιδιωτικής/οικονομικής εξουσίας.
Μια προοδευτική πρόταση εξουσίας πρέπει να συνδυάσει τις παραμέτρους: α) της οικονομικής ανάπτυξης, με ανάκτηση του παραγωγικού μοντέλου της χώρας και επίτευξη υψηλού επιπέδου απασχόλησης, β) της κοινωνικής δικαιοσύνης, με έλλογη αναδιανομή από τους έχοντες προς τους μη έχοντες, γ) της προστασίας της φύσης και της πολιτισμικής μας κληρονομιάς, και δ) της ανάταξης του δημογραφικού προβλήματος, που μακροπρόθεσμα απειλεί τον Ελληνισμό με εξαφάνιση.
Το μέλλον του ΚΙΝΑΛ δεν θα κριθεί από διάφορες μετρήσεις αποστάσεων αλλά, από το κατά πόσο θα μπορέσει να διαμορφώσει μια τέτοια προοδευτική πρόταση και την υποβάλει με πειστικό τρόπο στο εκλογικό σώμα. Και βέβαια καταλυτικό ρόλο σε όλα αυτά θα παίξει και η συνεδριακή διαδικασία, η οποία θα οδηγήσει στη διαμόρφωση της παραπάνω πρότασης.
Εκείνο που χρειάζεται δεν είναι μια αψιμαχία συσχετισμών και κατοχύρωσης εσωκομματικών κεκτημένων, αλλά ένα συνέδριο ουσιαστικού και ειλικρινούς πολιτικού διαλόγου για τα κρίσιμα διακυβεύματα του αύριο και για το αναγκαίο άνοιγμα του ΚΙΝΑΛ στην κοινωνία, έτσι ώστε να μπορέσει να διευρυνθεί σε βαθμό επαρκή ώστε να καταστεί πραγματικός διεκδικητής της εξουσίας.
* Ο Κώστας Χρυσόγονος είναι Καθηγητής Νομικής ΑΠΘ.