Οι υγειονομικοί και οι εργαζόμενοι σε δομές ηλικιωμένων είναι η αρχή. Στις κατηγορίες που υπόκεινται σε υποχρεωτικό εμβολιασμό πρέπει να συμπεριλάβουμε τους φοιτητές πανεπιστημίων, τους οδηγούς μέσων μαζικής μεταφοράς, τους εργαζόμενους σε σούπερ μάρκετ, τους εκπαιδευτικούς, τους εργαζόμενους στον τουρισμό και στην εστίαση.
Και επειδή έχουν εξαντληθεί όλα τα άλλα μέσα, όπως οι συστάσεις και οι εξηγήσεις, αλλά παρ' όλα αυτά κάποιοι εξακολουθούν να αρνούνται τον εμβολιασμό, η πολιτεία υποχρεούται να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα.
Το προβλέπει ξεκάθαρα το Σύνταγμα. Όλον αυτό τον καιρό έχουμε αποδεχθεί σημαντικούς περιορισμούς στην άσκηση των ελευθεριών μας. Στο δικαίωμα μετακίνησης, στο δικαίωμα ψυχαγωγίας, στο δικαίωμα άθλησης, στο δικαίωμα διαμονής. Όλα αυτά τα δικαιώματά μας περιορίστηκαν. Και αυτοί οι περιορισμοί κρίθηκαν συνταγματικοί.
Συνταγματικοί επομένως είναι και οι υποχρεωτικοί εμβολιασμοί εργαζομένων, εφόσον κρίνεται ότι είναι απαραίτητο για να προφυλαχθεί η δημόσια υγεία, με σκοπό την ανοσία. Έχουμε δύο πρόσφατες αποφάσεις του ΣτΕ προς αυτή την κατεύθυνση. Μια με αφορμή τις αντιδράσεις των πυροσβεστών της ΕΜΑΚ και μία για το υποχρεωτικό self-test, μία της Ολομέλειας και μία του Τετάρτου Τμήματος.
Εργαλείο σε περίπτωση άρνησης των παραπάνω να εμβολιαστούν είναι ασφαλώς η αναστολή εργασίας. Στο πρόσφατο διάγγελμά του, ο πρωθυπουργός χρησιμοποίησε τον όρο για τα γηροκομεία και τις δομές υγείας. Πρόκειται για ένα γενικό όρο που καλύπτει πολλές περιπτώσεις, και αφορά τόσο την εργασία στον Δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα.
Καταρχάς, κάθε νοσοκομείο και κάθε δομή υγείας, οφείλει να λαμβάνει όλα τα μέτρα ώστε να προφυλάσσει τους ασθενείς από τη μετάδοση του ιού και από τον κίνδυνο να χάσουν τη ζωή τους. Αυτός προφανώς είναι λόγος προστασίας της δημόσιας υγείας.
Δεύτερον, μέσα στους όρους σύμβασης όσων εργάζονται στον τομέα της υγείας και στα γηροκομεία, υπάρχει ρητός όρος ότι παρέχουν περίθαλψη, σύμφωνα με τους κανόνες υγιεινής που επιβάλλει η κάθε περίπτωση. Όταν αυτοί δεν τηρούνται, τότε οι ίδιοι οι εργαζόμενοι παραβιάζουν τη σύμβασή τους. Άρα, ο εργοδότης δικαιούται να προβεί σε ένα μέτρο που λέγεται αναστολή εργασίας, δηλαδή αναγκαστική άδεια άνευ αποδοχών, για να μην φτάσει στην απόλυση.
Είναι η απόλυση ένα έσχατο μέτρο; Είναι καταρχήν ένα πολύ ακραίο μέσο και μέχρι στιγμής δεν είναι αναγκαίο.
Εκτός και αν τεκμηριώσει τη δυνατότητα χρήσης του η αρμόδια επιστημονική επιτροπή. Αν δηλαδή δούμε στο μέλλον δυσάρεστες εξελίξεις, δεν μπορέσουμε με τους εμβολιασμούς να τιθασεύσουμε τις εξάρσεις από τις μεταλλάξεις και δεν φτάσουμε γρήγορα προς τη συλλογική ανοσία, στόχος που πρέπει να πετύχουμε έως τον Σεπτέμβριο, τότε ίσως θα πρέπει να μπει και αυτό στην ατζέντα.
Εύχομαι να μην φτάσουμε σε αυτό το σημείο. Ούτε να αναγκαστεί η πολιτεία να κάνει υποχρεωτικό τον εμβολιασμό για όλους – εννοώ για εκείνους που τον αρνούνται λόγω πεποιθήσεως.
Αρκετοί επίσης διαφωνούν με τη δυνατότητα στους εργοδότες να πληροφορούνται αν οι εργαζόμενοι έχουν εμβολιαστεί ή όχι. Απαντώ ότι δικαιούνται να το γνωρίζουν και με το παραπάνω. Ο εργοδότης βαρύνεται με την υποχρέωση να διασφαλίζει όρους υγιεινής για τους εργαζόμενους. Οφείλει να λαμβάνει όλα τα μέτρα ώστε στον χώρο εργασίας να επικρατούν υγιεινές συνθήκες, συνθήκες ασφάλειας και προστασίας της υγείας όλων των εργαζόμενων αλλά και του κοινού με το οποίο έρχονται σε επαφή.
Αν δεν το κάνει, τότε ο ίδιος φέρει αστική ευθύνη. Στα πλαίσια αυτά, για την προστασία των εργαζόμενων αλλά και την επιβίωση της επιχείρησης, κρίνεται αναγκαίο από την πολιτεία, αλλά και από τον ίδιο τον εργοδότη. Στην εστίαση, για παράδειγμα, ακριβώς επειδή η δραστηριότητα ενέχει κινδύνους για τη δημόσια υγεία, είναι αδιανόητο ο εργοδότης να μη γνωρίζει ποιοι από το προσωπικό δεν έχουν εμβολιαστεί, ούτως ώστε να τους κατανείμει κατά τέτοιο τρόπο, προκειμένου να μην έρχονται σε επαφή με το κοινό.
Δεν είναι δυνατόν να δεχόμαστε περιορισμούς στην ελευθερία μας και από την άλλη να γίνεται σεβαστή η καταχρηστική άσκηση ενός ατομικού δικαιώματος που βλάπτει τρίτους.
* Ο Αντώνης Μανιτάκης είναι Ομότιμος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου, Πρόεδρος της Επιστημονικής Επιτροπής της Νομικής Σχολής Λευκωσίας, πρώην Υπουργός