Παραμονές ιστορικών επετείων, καλούμαι συχνά να παραθέσω σύντομα κείμενα με αναφορά στα γεγονότα και συμπεράσματα εκείνων των περιόδων. Το εγχείρημα, καίτοι φαίνεται απλό εκ πρώτης όψεως ενέχει δύο δυσκολίες. Η πρώτη αναφέρεται στην αποφυγή -στο μέτρο του δυνατού της επανάληψης- ορθών αλλά πολλάκις λεχθέντων σημείων. Η μεγαλύτερη όμως δυσκολία έγκειται στο γεγονός της επισήμανσης σημείων και συμπερασμάτων τα οποία αντίκεινται στις ιδεολογικές προτιμήσεις και θεμελιώδεις επιλογές του γράφοντος.
Για να γίνω πιο συγκεκριμένος, ανήκω στη γενιά των πολλών ελληνοπαίδων που συντετριμμένα από την εθνική καταστροφή του Κύπρου το 1974, έσπευσαν να ενταχθούν ποικιλοτρόπως στις ένοπλες δυνάμεις (εποχή με δικαιολογημένη συναισθηματική φόρτιση κατά του θεσμού αυτού) ονειρευόμενα τη δυναμική αναστροφή των τετελεσμένων γεγονότων. Ενδεχομένως η αναφορά μου σε επιζητούμενη στρατιωτική σύγκρουση, έστω και για αποκατάσταση του εθνικού εδάφους (ναι η Κύπρος αποτελεί με την ευρύτερη έννοια του όρου, εθνικό έδαφος) να χαρακτηριστεί από πολλούς ως εθνικιστική ή μιλιταριστική ή ακόμη και εθνικά ανεύθυνη.
Προσπερνώ τους χαρακτηρισμούς, θεωρώντας ως ένδειξη φρονήματος και ορμής τη νεανική ασυμβίβαστη και δυναμική αλλά ταυτόχρονα και ριψοκίνδυνη, διάθεση. Χαρακτηριστικά που πρέπει να διακρίνουν -τουλάχιστον τη νεολαία ενός έθνους- εάν το τελευταίο δεν επιθυμεί την επικείμενη διαγραφή του από τον κατάλογο των «ζώντων οργανισμών».
Πέραν όμως του νεανικού ενθουσιασμού, η ιστορική προσέγγιση καταδεικνύει ότι το ελληνικό κράτος -σε διαφορετικές συνθέσεις και με διαφορετικά πρόσωπα- επέλεξε το δρόμο της μετριοπάθειας, σήμερα θα λέγαμε της «στρατηγικής ψυχραιμίας», έναντι της τουρκικής προκλητικότητας στη Μεγαλόνησο (και όχι μόνο). Πολλαπλές ηγεσίες προέκριναν τον συμβιβασμό και μια υποχωρητική διάθεση -με εξαίρεση ελάχιστες περιπτώσεις- ακόμη και εποχές με σχετικά ευνοϊκή, υπέρ ημών, στρατιωτική ισορροπία. Η αποτίμηση αυτών των επιλογών είναι δύσκολο ακόμη και σήμερα να γίνει καθώς βρίσκεται σε εξέλιξη ο ελληνοτουρκικός ανταγωνισμός και σωρεία θεμάτων είναι σε εκκρεμότητα (είτε το θέλουμε είτε όχι).
Βέβαια η διαχρονική επιλογή της μετριοπάθειας και υποχωρητικότητας έχει καταστήσει τον αντίπαλο περισσότερο απαιτητικό και προκλητικό. Δυστυχώς οι συγκρατημένες ελληνικές επιλογές των τελευταίων δεκαετιών εκλαμβάνονται από τις εκάστοτε τουρκικές ηγεσίες ως ενδείξεις αδυναμίας, αναποφασιστικότητας και ειλημμένης απόφασης αποφυγής σύγκρουσης με κάθε κόστος ειδικά σε περιπτώσεις που το διακύβευμα της αντιπαράθεσης δεν εμφανίζει (άμεσα) υπαρξιακά χαρακτηριστικά. Η αντίληψη αυτή των τουρκικών ηγεσιών που δύσκολα ανατρέπεται, αφενός αποτελεί πρόκριμα για ανάληψη μελλοντικών προκλητικών κινήσεων και αφετέρου εμπεριέχει τον κίνδυνο της αναπόφευκτης ρήξης ως αποτέλεσμα της υπέρβασης ορισμένων ορίων ή ατυχήματος.
Μπορεί λοιπόν η ελληνική αυτοσυγκράτηση, που συχνά αποκαλείται και κατευνασμός, να έχει επιτύχει την αποφυγή μιας αγνώστου κλίμακος και αποτελέσματος σύγκρουσης αλλά δεν έχει επιφέρει και ποθητή επίλυση οποιουδήποτε εθνικού θέματος. Παρά ταύτα και πάλι ιστορικά έχει αποδειχθεί ότι οι άφρονες επιλογές συγκρουσιακών αποφάσεων, χωρίς την κατάλληλη προετοιμασία, την επιλογή του επιθυμητού τελικού σκοπού (end state) και των επιπέδων κλιμάκωσης και αντίδρασης, υπήρξαν απολύτως καταστρεπτικές για τα εθνικά συμφέροντα. Εντύπωση δε προκαλεί ότι σε αυτά τα ολέθρια σφάλματα σύρθηκαν αξιόλογες πολιτικές ηγεσίες αλλά και «μπαρουτοκαπνισμένοι» αξιωματικοί που ολέθρια ανέτρεψαν το δημοκρατικό πολίτευμα της χώρας.
Σίγουρα στο υποσυνείδητο του ελληνικού λαού υποβόσκουν θεωρίες συνωμοσίας για την τραγική κατάληξη του κυπριακού ζητήματος –από την ανάδειξη του μέχρι και σήμερα. Ευτυχώς τα υπάρχοντα στοιχεία δεν στοιχειοθετούν ανάλογες κατηγορίες και καταδεικνύουν σωρεία τραγικών και ανεύθυνων αποφάσεων, αδυναμίας χειρισμού κρίσεων ακόμη και αστοχιών στο επίπεδο των επιχειρήσεων. Καίτοι η στάση των συμμάχων μας, στις περισσότερες των περιπτώσεων, υπήρξε μάλλον μεροληπτική υπέρ της Άγκυρας -πραγματικότητα που έπρεπε να έχουμε έγκαιρα εντοπίσει-εντούτοις το μέγιστο των ευθυνών πρέπει να καταλογιστούν στη δική μας πλευρά και σε όλα τα επίπεδα. Στη σωρεία αυτών των σφαλμάτων, επεισέρχονται κομματικοί αλλά και ατομικοί ανταγωνισμοί αλλά κυρίως μια αδυναμία κατάρτισης και εφαρμογής σταθερής και παράλληλα ρεαλιστικής εθνικής πολιτικής.
Δυστυχώς στην ιστορία του κυπριακού ζητήματος, η ανεπάρκεια των μέσων -που διαπιστώθηκε από το 1963- δεν συμβάδιζε με τους επιθυμητούς στόχους μας χωρίς όμως αυτή η ανισορροπία να οδηγήσει στην ενίσχυση των πρώτων ή έστω (στη μη αποδεκτή κατά τη γνώμη μου) σμίκρυνση των δεύτερων. Εδώ ίσως έγκειται και το κρίσιμο σημείο του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού. Καλοί και χρήσιμοι οι διπλωματικοί ελιγμοί και αγώνες, αλλά η φύση και επιδιώξεις του αντιπάλου περιορίζονται μόνο με την αξιόπιστη αποτροπή (με την ολοκληρωτική έννοια του όρου). Ενδεχομένως σήμερα, να τίθεται σε αμφιβολία και η δυνατότητα της αποτροπής και ίσως πρέπει να επικεντρωθούμε κυρίως σε επιδίωξη ενός ευνοϊκού αποτελέσματος στην επερχόμενη αναπόφευκτη σύγκρουση μεγάλης κλίμακος.
Επιπρόσθετα, δεν πρέπει επίσης να διαφεύγει της προσοχής μας ότι παρά την ηρωική στάση πολλών στρατιωτικών μονάδων στην Κύπρο το 1974 υπήρξε μια αδικαιολόγητη σειρά λαθών και παραλείψεων στο επίπεδο της επιχειρησιακής διοίκησης του αγώνα. Εκτιμάται ότι παρά τον αιφνιδιασμό, μια περισσότερο αποφασιστική στάση και ανάληψη πρωτοβουλιών τις πρώτες δύο ημέρες της σύγκρουσης -από διαφορετικά κλιμάκια διοικήσεως- πιθανόν να οδηγούσαν στην αποτυχία της τουρκικής εισβολής. Αυτά όμως είναι γεγονότα και εκτιμήσεις που εξετάζει η ιστορία.
Το επιζητούμενο σήμερα είναι η σφυρηλάτηση ικανών κρατικών μηχανισμών που κινούμενοι σε όλα τα επίπεδα και ανεξαρτήτως πολιτικών ηγεσιών θα διασφαλίζουν μια σταθερή πολιτική και θα αποτρέπουν κομματικούς και ατομικούς τυχοδιωκτισμούς και ερασιτεχνισμούς. Παράλληλα, σύσσωμος ο πολιτικός κόσμος θα πρέπει να αντιληφθεί ότι το μέγεθος του προβλήματος δεν προσφέρεται για κομματική εκμετάλλευση καθώς αφορά την ύπαρξη του έθνους και κυρίως να κατανοήσει τη σημερινή ανισορροπία μέσων και στόχων πράττοντας τα δέοντα σε επίπεδο υλικής και ψυχολογικής προετοιμασίας.
Διορθωτικές κινήσεις, πλέον της επιβαλλόμενης ενίσχυσης των μέσων, πρέπει να ληφθούν και στις ένοπλες δυνάμεις με σκοπό την αύξηση της μαχητικότητας και την απόκτηση ενός επιπέδου διακλαδικής εκπαίδευσης που θα καταστήσει τον κάθε διοικητή -ανεξαρτήτως βαθμού και κλιμακίου- μια ηγετική προσωπικότητα ικανή να ανταπεξέλθει σε όλες τις προκλήσεις του απαιτητικού σύγχρονου περιβάλλοντος.
Δυστυχώς οι δείκτες ισχύος των δύο κρατών, εδώ και χρόνια κινούνται υπέρ του αντιπάλου μας, γεγονός που το έχει αντιληφθεί και με περίσσιο θράσος εμφανίζεται καθημερινά και πιο απαιτητικός. Αυτές οι υπερβολικές απαιτήσεις του καθιστούν αδύνατη οποιαδήποτε συμβιβασμό ενώ η ημετέρα πολιτική μετριοπάθειας και εξάντλησης του χρόνου σε αναμονή ευνοϊκότερων εξελίξεων για εμάς δεν φαίνεται να αποδίδει.
Κατά συνέπεια μάλλον οδηγούμαστε ενώπιον δραματικών διλημμάτων μεταξύ της επιλογής μιας αβέβαιης αναμέτρησης ή ενός ακόμη επώδυνου συμβιβασμού και ημετέρων παραχωρήσεων (ασχέτως του πως θα ονομαστούν). Μακάρι να διαψευστώ και να εμφανιστούν ευνοϊκότερες λύσεις και η ουτοπία για μια μοναδική φορά να επικρατήσει του ρεαλισμού.
Σε κάθε περίπτωση, η ενδελεχής μελέτη της σύγχρονης ιστορίας του κυπριακού ζητήματος προσφέρει δεκάδες συμπεράσματα σε όλα τα επίπεδα καθώς τίποτα δεν έχει ακόμη οριστικά τελειώσει εκτός και αν εμείς επιλέξουμε το δρόμο της ηττοπάθειας και αδράνειας.
* Ο Ιπποκράτης Δασκαλάκης είναι Αντιστράτηγος (ε.α.), Διδάκτορας Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, με Μεταπτυχιακό στις Διεθνείς Σχέσεις και Στρατηγικές Σπουδές στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Πτυχιούχος τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών Παντείου Πανεπιστημίου, Διευθυντής Μελετών του Ελληνικού Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών (ΕΛΙΣΜΕ), Διαλέκτης στη Σχολή Εθνικής Αμύνης (ΣΕΘΑ), Συνεργάτης του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων (ΙΔΙΣ) και του Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων (fainst.eu)