Το Συμβούλιο της Επικρατείας αποφάνθηκε ότι συνταγματικά και νόμιμα δεν επιστρέφεται το διαβατήριο της συζύγου του Κυριάκου Γριβέα, Αναστασίας Βάτσικα, το οποίο έχει κατασχεθεί. Η κ. Βάτσικα εμπλέκεται με τον σύζυγό της στην υπόθεση του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου και έχει κατηγορηθεί για «ξέπλυμα βρώμικου χρήματος» και άμεση συνέργια σε κακουργηματική απιστία ύψους 20.135.000 ευρώ μαζί με άλλα πρόσωπα. Σύμφωνα με την απόφαση, η κ. Βάτσικα μπορεί να μεταβεί και να κυκλοφορεί ελεύθερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση με την αστυνομική ταυτότητα.
Τον Σεπτέμβριο του 2014 μετά την απολογία του στον ανακριτή, αφέθηκε ελεύθερο με περιοριστικούς όρους το ζεύγος Γριβέα. Στον Κυριάκο Γριβέα επιβλήθηκε ο περιοριστικός όρος της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα και της εγγύησης ύψους 500.000 ευρώ και η σύζυγός του αφέθηκε ελεύθερη με εγγύηση ύψους 100.000 ευρώ. Παράλληλα, και στους δύο τέθηκε ο περιοριστικός όρος της εμφάνισης κάθε μήνα στο αστυνομικό τμήμα της κατοικίας τους.
Κατόπιν αυτού, η κυρία Βάτσικα κλήθηκε να παραδώσει - και το παρέδωσε στο Αστυνομικό Τμήμα Παλλήνης- το διαβατήριο της, σε εφαρμογή του Προεδρικού Διατάγματος 25/2004, σύμφωνα με το οποίο αφαιρείται το διαβατήριο σε περίπτωση άσκησης ποινικής δίωξης για κακούργημα.
Στη συνέχεια, η κυρία Βάτσικα προσέφυγε στο ΣτΕ υποστηρίζοντας ότι η αφαίρεση του διαβατηρίου της είναι παράνομη και αντισυνταγματική.
Σήμερα, το Δ' Τμήμα του ΣτΕ στην υπ΄ αριθμ. 1477/2017 απόφασή του, αναφέρει ότι η νομοθεσία που θεσπίζει περιορισμούς στην ελεύθερη έξοδο και είσοδο οποιουδήποτε Έλληνα δεν αντίκειται στο σύνταγμα.
Παράλληλα, στη δικαστική απόφαση αναφέρεται πως η αφαίρεση του διαβατηρίου μετά την άσκηση κακουργηματικής ποινικής δίωξης, ανεξαρτήτως από το εάν υπάρχει απαγόρευση εξόδου από τη χώρα από δικαστική αρχή, δικαιολογείται από λόγους δημόσιου συμφέροντος που συνδέονται με την ανάγκη αποτροπής κινδύνου διαφυγής σε τρίτες χώρες (μη μέλη της Ε.Ε.) των προσώπων σε βάρος των οποίων υπάρχουν ενδείξεις τέλεσης ιδιαιτέρως σοβαρής ποινικής κολάσιμης πράξης. Επίσης, αποβλέπει στην εξασφάλιση της αυτοπρόσωπης παρουσίας του κατηγορουμένου στην ποινική δίκη και στην απρόσκοπτη διεξαγωγή της, αλλά και στην εξασφάλιση ότι «θα υποβληθεί στην εκτέλεση της ποινικής απόφασης».
Εξάλλου - αναφέρει το ΣτΕ - με την αφαίρεση του διαβατηρίου δεν παραβιάζεται η συνταγματική αρχή της αναλογικότητας, γιατί ως μέτρο δεν υπερβαίνει το αναγκαίο, όταν μάλιστα το υπό κατηγορία πρόσωπο μπορεί να κινηθεί ελεύθερα εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης με το δελτίο της αστυνομικής του ταυτότητας. Ακόμη, υπάρχει η δυνατότητα να επιστραφεί προσωρινά το διαβατήριο για λόγους υγείας του ίδιου του κατηγορούμενου ή συγγενών του εξ' αίματος και εξ αγχιστείας, όταν είναι αναγκαία η μετάβασή του στην αλλοδαπή.
Όπως είναι γνωστό, ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Χαράλαμπος Βουρλιώτης σε γνωμοδότησή του (8/2014) έχει υποστηρίξει ότι το διαβατήριο πρέπει να αποδίδεται στον ιδιοκτήτη του, μετά την άρση του περιοριστικού όρου της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα.