Ένα δύσκολο κεφάλαιο της πολυετούς οικονομικής κρίσης, που δοκίμασε τις αντοχές της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας, επιχειρείται να κλείσει με το νομοσχέδιο που εισάγεται, σήμερα Τρίτη, στην Ολομέλεια.
Με τις προωθούμενες διατάξεις, το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας αναλαμβάνει την αποστολή να προχωρήσει στη σταδιακή πώληση των τραπεζικών μετοχών που κατέχει, μέσα στα επόμενα 3,5 χρόνια.
Να προχωρήσει δηλαδή, την καλούμενη «στρατηγική αποεπένδυση», με απώτερο χρονικό ορίζοντα το 2025, οπότε και το ΤΧΣ θα ολοκληρώσει τον ρόλο του. Έτσι, μετά από 12 χρόνιας θεσμικής μνήμης της λειτουργίας αυτού του μηχανισμού, η σημερινή συζήτηση που αρχίζει στη Βουλή στις 12.00, αναπόφευκτα αναδεικνύει το μείζον ερώτημα: Και μετά το ΤΧΣ, τί;
Mε το νομοσχέδιο, το Ταμείο δεν θα λειτουργεί πλέον ως εποπτικός φορέας ελέγχου και έγκρισης των αποφάσεων τραπεζών, αλλά ως ένας μέτοχος που θα έχει λόγο κυρίως στο ζήτημα του εταιρικού μετασχηματισμού των τραπεζικών ιδρυμάτων. Η διαδικασία αποεπένδυσης του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας από τις τράπεζες στις οποίες σήμερα διατηρεί συμμετοχή, θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί το 2025.
Με τις διατάξεις του σχεδίου νόμου, αναμορφώνεται και το μοντέλο διοίκησης του Τ.Χ.Σ., με στόχο την απλούστευσή του και την ενίσχυση της ευελιξίας του, κατά τη λήψη αποφάσεων, και με βασική στόχευση την έγκαιρη από-επένδυση από τα πιστωτικά Ιδρύματα, στα οποία σήμερα συμμετέχει.
Επίσης αίρονται οι υφιστάμενοι περιορισμοί στα δικαιώματα ψήφου του Ταμείου, το οποίο εφεξής θα το ασκεί ως κοινός μέτοχος. Στο νομοσχέδιο αποτυπώνονται οι γενικές αρχές που διέπουν τη στρατηγική αποεπένδυσης και οι προδιαγραφές, για τη διαμόρφωση και υλοποίηση της.
Η κυβέρνηση έχει δηλώσει ότι η πολιτική αποεπένδυσης οφείλει να τηρεί τις αρχές του ανταγωνισμού και να διέπεται από αρχές, όπως η οικονομική και λειτουργική βιωσιμότητα του πιστωτικού ιδρύματος, οι συνθήκες της αγοράς, οι μακροοικονομικές συνθήκες, οι συνθήκες που διέπουν τον κλάδο των πιστωτικών ιδρυμάτων, ο σεβασμός στην αρχή της διαφανούς δράσης, η κατάρτιση χρονοδιαγράμματος, η υλοποίηση στρατηγικής αποεπένδυσης, η ανάγκη επιστροφής του ελληνικού χρηματοπιστωτικού τομέα σε καθαρά ιδιωτική μετοχική σύνθεση.
Επίσης περιορίζονται, σε συνεργασία με την Τράπεζα της Ελλάδος, ως αρμόδιας για την εφαρμογή της τραπεζικής νομοθεσίας, τα ειδικά δικαιώματα διοίκησης του Ταμείου στα διοικητικά συμβούλια των τραπεζών, προκειμένου να αρθούν επικαλύψεις της ισχύουσας τραπεζικής νομοθεσίας και να αυξηθεί η επενδυσιμότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων.
Κατά το στάδιο της επεξεργασίας, στην επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής, η ΝΔ ψήφισε υπέρ της αρχής του νομοσχεδίου. Καταψήφισαν ο ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΚΕ και το ΜέΡΑ25. Επιφύλαξη για την τελική τους στάση στην Ολομέλεια, δήλωσαν το ΠΑΣΟΚ- Κίνημα Αλλαγής και η Ελληνική Λύση, με το ΠΑΣΟΚ να έχει ήδη προειδοποιήσει πως εκτός εξαιρετικού απροόπτου αλλαγών στο νομοσχέδιο, η τελική του στάση τείνει στο «κατά».
Οι θέσεις της κυβερνητικής πλειοψηφίας και της αξιωματικής αντιπολίτευσης συνοψίζονται ως εξής: Η κυβερνητική πλειοψηφία υπογραμμίζει ότι η παρουσία του Ταμείου στις τράπεζες, στη βάση τουλάχιστον του καταστατικού τους σκοπού, σημαίνει προβληματικό τραπεζικό σύστημα, σημαίνει μειωμένη κερδοφορία, σημαίνει μη βιώσιμο αριθμό μη εξυπηρετούμενων δανείων, σημαίνει αδυναμία προσέλκυσης ιδιωτικών κεφαλαίων και σημαίνει ασύμμετρους όρους ανταγωνισμού, με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές και διεθνείς τράπεζες.
«Το να ισχυριζόμαστε ότι το δημόσιο χάνει την εποπτεία των τραπεζών, είναι στην καλύτερη περίπτωση, πολιτικά αφελές, διότι ένας τέτοιος ισχυρισμός παριστάνει πως αγνοεί τον ισχυρό εποπτικό ρόλο που ασκεί η ΤτΕ και μέσω αυτής, η ΕΚΤ», ανέφεραν οι βουλευτές της κυβερνητικής πλειοψηφίας, που στήριξαν το νομοσχέδιο, σημειώνοντας μάλιστα ότι το ΤΧΣ ιδρύθηκε για να διασώσει τις τράπεζες και όχι για να επιτελέσει ρόλο δημόσιου πυλώνα του τραπεζικού συστήματος.
Στον αντίποδα, η αξιωματική αντιπολίτευση είπε ότι το ελληνικό δημόσιο θα πρέπει να διαθέτει το δικό του πυλώνα στο τραπεζικό σύστημα, ώστε να έχει ρόλο στη χάραξη συγκεκριμένης χρηματοπιστωτικής πολιτικής, με στόχους κοινωνικούς και αναπτυξιακούς. Όταν αποχωρήσει το Ταμείο από τη μετοχική σύνθεση των τραπεζών, τότε θα χαθεί και ο έλεγχος του δημοσίου στο τραπεζικό σύστημα, είπαν οι βουλευτές της αξιωματικής αντιπολίτευσης που προειδοποιούν για εκρηκτική κατάσταση στην κοινωνία, με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια.
«Το πρόβλημα των ‘κόκκινων' δανείων δεν αποτελεί απλό λογιστικό πρόβλημα των Ισολογισμών των τραπεζών, ούτε λύνεται μέσω μιας υποτιθέμενης εξυγίανσης των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων», ανέφεραν βουλευτές της αξιωματικής αντιπολίτευσης, κατά τη φάση της επεξεργασίας του νομοσχεδίου στην επιτροπή Οικονομικών της Βουλής, σημειώνοντας ότι «τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια καθίστανται διαχειρίσιμα και περιορίζονται, μέσω παρεμβάσεων στην πραγματική οικονομία και με μέτρα ελάφρυνσης των πολιτών και των επιχειρήσεων από τα δυσθεώρητα και διογκούμενα βάρη, τα οποία συνοδεύουν αυτά τα δάνεια».
Όλα αυτά ενώ, όπως τονίζει ο ΣΥΡΙΖΑ, η ροή της τραπεζικής χρηματοδότησης είναι εξαιρετικά περιορισμένη και είναι διάχυτος ο φόβος μεταξύ των επιχειρηματιών, οι οποίοι αναμένουν επιδείνωση της διαθεσιμότητας κεφαλαίων στο εγγύς μέλλον, τη στιγμή που η όποια αναπτυξιακή πορεία εκμηδενίζεται λόγω της υπέρογκης αύξησης του κόστους παραγωγής.
Η αντιπολίτευση στο σύνολο της, προειδοποιεί ότι το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας θα μπορεί να διαθέτει τις μετοχές του, χωρίς να λαμβάνει υπόψη το δημόσιο συμφέρον και γι΄αυτό, ακόμα και η αρχή σεβασμού του δημοσίου συμφέροντος δεν περιλαμβάνεται, πλέον, μεταξύ των αρχών που διέπουν τις αποφάσεις του ΤΧΣ, για την λεγόμενη «αποεπένδυση». Επισημαίνει εξάλλου ότι το Δημόσιο θα χάσει ειδικά δικαιώματα, τα οποία κατείχε στα Διοικητικά Συμβούλια των τραπεζών.
ΝΔ: Ανάκτηση της πλήρους αυτονομίας του τραπεζικού συστήματος
Ειδικότερα και ως προς το βασικό κορμό των διατάξεων για την αναμόρφωση του ρόλου του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, ο εισηγητής της ΝΔ Γιάννης Κεφαλογιάννης, κατά τη φάση της επεξεργασίας του νομοσχεδίου στην επιτροπή Οικονομικών της Βουλής, είπε ότι «σήμερα μετά από πάρα πολλά χρόνια, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα βρίσκεται στην καλύτερη δυνατή θέση.
Ωστόσο, πρέπει να κάνει το επόμενο μεγάλο βήμα, που δεν είναι άλλο από την ανάκτηση της πλήρους αυτονομίας του. Το βήμα αυτό δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί εντός του ευρύτερου θεσμικού πλαισίου ελέγχου των αποφάσεων τραπεζών που διαμορφώθηκε κατά τη διάρκεια της κρίσης και που ως κύριο ζητούμενο είχε κυριολεκτικά την επιβίωσή του».
Όσο θα μειώνεται το ποσοστό του ΤΧΣ στις τράπεζες, τόσο θα αυξάνουν οι δυνατότητες αυτών, για την προσέλκυση επενδύσεων επιτυγχάνοντας εν τέλει, τον στρατηγικό στόχο της αυτονομίας της λειτουργίας τους, είπε ο εισηγητής της ΝΔ σημειώνοντας ότι η διαδικασία αποεπένδυσης θα γίνει συντεταγμένα, με πολύ συγκεκριμένες προδιαγραφές και ασφαλιστικές δικλείδες.
Ο βουλευτής της ΝΔ στάθηκε ιδιαίτερα στην σημασία της αυτονομίας του τραπεζικού συστήματος, παρατηρώντας ότι «η ελληνική κοινωνία έχει χειροπιαστές πλέον αποδείξεις από τη λειτουργία των τραπεζών, υπό κρατικό έλεγχο, από τη δεκαετία του 80 και αργότερα», όταν δηλαδή «τα επιτόκια ήταν κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερα από τον εκάστοτε πληθωρισμό, αποτρέποντας δια μακρόν την πρόσβαση του ελληνικού νοικοκυριού και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων σε στεγαστικά δάνεια και άλλες μορφές ιδιωτικής χρηματοδότησης», ή την εποχή με τα «δεκάδες θαλασσοδάνεια και τις απώλειες χαρτοφυλακίων που μεταφράστηκαν σε ζημιές και διαγραφές απαιτήσεων», και όταν υγιείς επιχειρήσεις, για να χρηματοδοτηθούν, θα έπρεπε να έχουν «το δικό τους μπάρμπα στην τραπεζική κορώνη».
ΤΧΣ: διασώσαμε τις τράπεζες χωρίς να χαθούν οι καταθέσεις
«Το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, ιδρύθηκε το 2010 με την ιδιότητα του φορέα διασώστη του τραπεζικού συστήματος. Εν μέσω και εξαιτίας των μνημονίων, μαζί με την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, όπου πραγματοποιήθηκαν συνολικά τρεις, το 2013, το 2014 και το 2015. Δόθηκαν στο Ταμείο συγκεκριμένες αρμοδιότητες και δικαιώματα τα οποία την δεδομένη χρονική στιγμή και βάσει των τότε συνθηκών, είχαν κριθεί αναγκαία για λόγους δημοσίου συμφέροντος», είπε ο πρόεδρος του ΤΧΣ Ανδρέας Βερύκιος, ο οποίος μιλώντας στους βουλευτές-μέλη της επιτροπής Οικονομικών της Βουλής, υπογράμμισε ότι «σήμερα, υπό τις υπάρχουσες συνθήκες ενός υγιούς τραπεζικού συστήματος και βάσει της νομοθεσίας που έχει αλλάξει, με τις ρητές πλέον αρμοδιότητες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού, οι συγκεκριμένες αρμοδιότητες και δικαιώματα οφείλουν να αρθούν και ορθώς, αίρονται στο υπό ψήφιση νομοσχέδιο».
Αναφερόμενος στη διαδρομή του ΤΧΣ, ο κ. Βερύκιος είπε ότι το Ταμείο, από ρόλο διασώστη, ανέλαβε στη συνέχεια να παρακολουθεί τα σχέδια αναδιάρθρωσης των τραπεζών, τα οποία στην πλειονότητα τους έχουν ολοκληρωθεί επιτυχώς, «να μειώνει το ποσοστό του, προκειμένου να εξυπηρετηθούν αναπτυξιακά σχέδια και σχέδια εξυγίανσης χαρτοφυλακίων και ισολογισμών, να συμμετέχει σε αναπτυξιακές αυξήσεις, με πρόσφατα παραδείγματα αυτά των εξαιρετικά επιτυχημένων αυξήσεων Μετοχικού Κεφαλαίου της τράπεζας Πειραιώς και της Alpha Bank».
Τα συγκεκριμένα παραδείγματα, όπως επισήμανε, επέφεραν αλλαγές στον νόμο του ΤΧΣ και το Ταμείο κατάφερε με την ειδική τεχνογνωσία και εξειδίκευση του στελεχιακού δυναμικού του να συνεισφέρει με επιτυχία στις παραπάνω δράσεις επιβεβαιώνοντας το ρόλο του.
«Πλέον, το Ταμείο καλείται με προς ψήφιση αλλαγές, τις οποίες υποδεχόμαστε με μεγάλη ικανοποίηση, να προσαρμοστεί εκ νέου σε ένα ρόλο όπως αυτός επαναπροσδιορίζεται μέσα από τη διαδικασία αποεπένδυσης. Η αποεπένδυση πλέον, συμπεριλαμβάνεται στον σκοπό του ΤΧΣ, παράλληλα με τις έννοιες του δημοσίου συμφέροντος και της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, καθώς συστηματικά όλα αποβλέπουν στον ίδιο σκοπό, δηλαδή την ανάταξη και στήριξη σε στέρεες βάσεις της εθνικής οικονομίας σε μακροχρόνιο ορίζοντα», είπε ο Ανδρέας Βερύκιος και πρόσθεσε ότι στο πλαίσιο αυτό, καταργούνται ειδικά δικαιώματα μνημονιακού χαρακτήρα και θεσπίζονται κριτήρια και διαδικασίες, για την ομαλή και μεθοδική μείωση της μετοχικής συμμετοχής του ΤΧΣ στις τράπεζες, χωρίς όμως να αφαιρείται από το Ταμείο το ταυτόχρονο δικαίωμα αρνησικυρίας σε μειώσεις του ποσοστού του όταν, δικαιολογημένα μεν ανεξάρτητα δε, κρίνει ότι υπέρτεροι λόγοι δημοσίου συμφέροντος, όπως προβλέπονται από τον νόμο του, επιβάλλουν την προσωρινή διατήρησή του.
Ο πρόεδρος του ΤΧΣ απάντησε και στις τοποθετήσεις κομμάτων της αντιπολίτευσης ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί επιτυχής η δράση του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, όταν η αξία του χαρτοφυλακίου που σήμερα κατέχει είναι τόσο πεσμένη σε σχέση με τα αρχικά επενδεδυμένα κεφάλαια, για τις ανακεφαλαιοποιήσεις και την υποστήριξη των υπό εκκαθάριση τραπεζών.
«Το ΤΧΣ μπορεί να έχει αρκετές αρμοδιότητες και εξουσίες, αλλά δεν ελέγχει το χρηματιστήριο, δεν ελέγχει την κεφαλαιαγορά. Το Ταμείο βρέθηκε με μετοχές των τραπεζών, κατά τη διάρκεια της ζωής του, οι οποίες μετοχές υπέστησαν φοβερή πτώση στην αξία τους και βρεθήκαμε και σαν Ταμείο, μαζί με όλους τους επενδυτές και όλους τους μετόχους, στη δυσάρεστη θέση που είμαστε σήμερα, που βεβαίως οι αξίες είναι πολύ πεσμένες σε σχέση με τα αρχικά επενδεδυμένα κεφάλαια», είπε για να υπογραμμίσει:
«Δεν μπορώ όμως να δεχθώ, ότι αυτό είναι λάθος διαχείριση του Ταμείου. Το Ταμείο είχε ένα θεσμικό ρόλο να παίξει. Δεν είχε το δικαίωμα να εκποιήσει τις μετοχές αυτές σε τιμές εξευτελιστικές, που θα ήταν το μόνο που θα μπορούσε να είχε κάνει, αν ήθελε να αποφύγει την περαιτέρω πτώση. Ο ρόλος του Ταμείου ήταν να διασώσει τις τράπεζες σε μία δύσκολη περίοδο. Και αυτό επετεύχθη χωρίς να χάσει ούτε ένας καταθέτης τις καταθέσεις του στις τράπεζες, ενώ αυτό συνέβη, όπως ξέρουμε, σε άλλες χώρες».
«Η εξυγίανση του τραπεζικού τομέα, είναι σαφής», είπε επίσης ο πρόεδρος του ΤΧΣ και πρόσθεσε: «ως εκ τούτου, πιστεύω ότι το αποτέλεσμα είναι θετικό. Είναι θετικό, με την έννοια ότι παρόλο ότι τα κεφάλαια δεν θα μπορέσουμε να τα επανακτήσουμε, πωλώντας το χαρτοφυλάκιο που έχει στη διάθεσή του το ταμείο, παρόλα αυτά έχουμε διασώσει ένα τραπεζικό σύστημα υγειές, με τρομακτικά μειωμένα τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, έτοιμο να χρηματοδοτήσει την ανάπτυξη της οικονομίας και να παίξει το ρόλο που χρειάζεται».