«Δεν χρειάζεται να σπεύδουν οι συνταξιούχοι ούτε με αιτήσεις ούτε με αγωγές. Δεν θα χρειαστούν, γιατί οι αποφάσεις που θα ληφθούν εντέλει -και στα σκέλη που δεν είχαν κριθεί- θα είναι αποφάσεις δεσμευτικές προς όλους, καθώς για τη δική μας κυβέρνηση πάγια πολιτική και πρακτική είναι η ισονομία και απόλαυση δικαιωμάτων με ίδιο τρόπο από τους πολίτες που το δικαιούνται», δήλωσε ο υφυπουργός Κοινωνικής Ασφάλισης, Τάσος Πετρόπουλος, στον ρ/σ του ΑΠΕ-ΜΠΕ σχετικά με την υποβολή αιτήσεων προς τον ΕΦΚΑ για την επιστροφή αναδρομικών, που βάσει δικαστικών αποφάσεων παρακρατήθηκαν παρανόμως από τη σύνταξή τους.
Ειδικότερα, σε σχέση με τη λειτουργία της online εφαρμογής efka.gov.gr για την ηλεκτρονική υποβολή αίτησης, που αφορά στη διακοπή μειώσεων, οι οποίες έχουν εφαρμοστεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 του ν. 4051/2012 (παρακράτηση του ποσοστού 12% για κύριες συντάξεις άνω των 1.300 ευρώ) και του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.5 και υποπαρ. ΙΑ.6 του ν. 4093/2012 στην κύρια και την επικουρική σύνταξη ο κ. Πετρόπουλος διευκρίνισε: «Μπορούν κάποιοι που θέλουν οπωσδήποτε να υποβάλουν αίτηση, αν και δεν χρειάζεται να το κάνουν, αντί να τρέχουν να συνωστίζονται σε ουρές [...] να το κάνουν σε αυτή την απλή εφαρμογή της συμπλήρωσης αίτησης με απλό τρόπο, στην ηλεκτρονική σελίδα του ΕΦΚΑ».
Ερωτηθείς εάν το Δημόσιο προτίθεται να ασκήσει έφεση στις πρωτόδικες αποφάσεις για την επιστροφή αναδρομικών, ο υφυπουργός εξήγησε: «Είναι υποχρεωμένο το Δημόσιο, ο ΕΦΚΑ, να ασκήσει έφεση, διότι αυτή η απόφαση για την οποία γίνεται η συζήτηση είναι του πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης ή και άλλων πρωτοδικείων, τα οποία όμως έλαβαν υπόψη την απόφαση του ΣτΕ εν μέρει και όχι στο σύνολό της».
«Το ΣτΕ προσδιόρισε περιορισμένα την έκταση της ικανοποίησης τέτοιων προσφυγών, δηλαδή μόνο σε όσους είχαν υποβάλει μέχρι εκείνη τη στιγμή που έβγαλε την απόφασή του και μόνο για αυτούς αναγνώριζε την καταβολή -αναδρομικά- των σχετικών παροχών, οι οποίες περικόπηκαν το 2012 από τον νόμο Κουτρουμάνη και στη συνέχεια τον νόμο Βρούτση», πρόσθεσε, παρατηρώντας ότι «το πρωτοδικείο έκρινε και υπεισήλθε σε ένα μέρος που το ΣτΕ είχε απαγορεύσει με την απόφασή του, δηλαδή το ΣτΕ είχε πει "αυτοί και όχι άλλοι", ενώ το Πρωτοδικείο λέει όλοι».
«Επομένως», συνέχισε ο υφυπουργός, «αφορά παλαιές διατάξεις, όμως, με ένα τρόπο που το ΣτΕ θέλοντας να προσδιορίσει ότι το δημοσιονομικό κόστος δεν θα εκτιναχθεί σε όρια πέραν του 16,2% του ΑΕΠ --διότι και αυτός ο νόμος του πρώτου μνημονίου είναι δεσμευτικός και για τα δικαστήρια και για όλους και έχει τυπική αυξημένη ισχύ και μάλιστα ο πρώτος νόμος του μνημονίου κρίθηκε και συνταγματικός από το ΣτΕ».
Στην περίπτωση που επεκταθεί για όλους του πολίτες η αναίρεση όλων των δεσμεύσεων που υπήρξαν, ο κ. Πετρόπουλος προέβλεψε ότι «θα δημιουργηθεί μια δημοσιονομική δαπάνη που θα ξεπερνά κατά πολύ το δεσμευτικό για τη χώρα όριο του 16,2% του ΑΕΠ (σ.σ. ανώτατο όριο συνταξιοδοτικής δαπάνης)».
«Δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή λόγος να μιλάμε για μία δαπάνη, η οποία είναι εντελώς αμφίβολη. Το ΣτΕ με μια απόφασή του, που είναι δεσμευτική ως προς όλα τα μέρη της, έχει πάρει υπόψη του τα θέματα που δεσμεύουν τη χώρα και για αυτόν το λόγο εξέδωσε αυτή την απόφαση για περιορισμό της δαπάνης μόνο σε όσους είχαν ασκήσει αγωγές».
Ως προς το σκέλος αυτό, κατέληξε ο κ. Πετρόπουλος, «είμαστε υποχρεωμένοι να εφεσιβάλλουμε τις πρωτόδικες αποφάσεις, διότι ξεφεύγουν από το δεσμευτικό πλαίσιο του ΣτΕ, άρα και το ΣτΕ -αλλά και το Εφετείο πρώτα- καλείται να σκεφτεί αν θα έβγαζε πραγματικά την ίδια απόφαση με τον όρο ότι θα ισχύσει για όλους», καθώς «αν ισχύσει για όλους το 16,2% του ΑΕΠ δεν πρόκειται να τηρηθεί, επομένως θα εκτοξευθεί, επομένως θα παραβιαστεί το πρώτο μνημόνιο, το οποίο κρίθηκε συνταγματικό και θα βρεθεί σε μια αντίφαση και αντίθεση με τον εαυτό του το Ανώτατο δικαστήριο».
Ερωτηθείς σχετικά με την αποτύπωση στο σχέδιο προϋπολογισμού της πρόθεσης της κυβέρνησης να μην προχωρήσει στην ψηφισμένη περικοπή των συντάξεων, ο κ. Πετρόπουλος απάντησε: «Στείλαμε το προσχέδιο χωρίς την περικοπή των συντάξεων, εγκρίθηκε αυτή η εκδοχή, επομένως αφού η Κομισιόν, το διευθυντήριο της ΕΕ δέχθηκε τον προϋπολογισμό χωρίς την περικοπή, γιατί εμείς να συζητάμε ακόμη για την περικοπή; Δεν θα υπάρξει».