Μπορεί η ημερομηνία που θα στηθούν οι κάλπες να μην έχει ακόμα ορισθεί, η εκλογολογία ωστόσο καλά κρατεί. Είναι άλλωστε μονίμως η αγαπημένη συζήτηση του πολιτικού συστήματος που ξεκινάει από την επομένη σχεδόν που μια κυβέρνηση αναλαμβάνει τα καθήκοντά της.
Οι διαδοχικές κρίσεις που ακόμα αντιμετωπίζει η χώρα και οι τραγικές εμπειρίες των τελευταίων χρόνων δεν φαίνεται να διαφοροποιούν την πολιτική αντιπαράθεση παρά ως προς διαδικαστικά ή και επικοινωνιακά μικροκομματικά ζητήματα. Η συζήτηση για τις κρίσιμες αποφάσεις που αφορούν το μέλλον της χώρας μετατίθεται κοινή συναινέσει.
Ο δημόσιος διάλογος εξαντλείται τους τελευταίους μήνες στο αν θα γίνουν και πότε πρόωρες εκλογές. Η θεσμική παραβίαση της συνταγματικά προβλεπόμενης κυβερνητικής θητείας, που βαρύνει τόσο αυτούς που προκηρύσσουν τις πρόωρες εκλογές όσο και εκείνους που τις απαιτούν συνεχώς, δεν φαίνεται να προβληματίζει ιδιαίτερα. Αντίθετα, προβληματίζουν οι μετεκλογικοί συσχετισμοί από τους οποίους θα εξαρτηθεί η κοινοβουλευτική αυτοδυναμία και τα διάφορα συγκυβερνητικά σενάρια.
Ο προβληματισμός αφορά σχεδόν αποκλειστικά στη συμπλήρωση του απαιτούμενου αριθμού των βουλευτών και όχι το περιεχόμενο μιας προγραμματικής συμφωνίας διακυβέρνησης της χώρας. Στο θέμα των πιθανών συνεργασιών το ενδιαφέρον επικεντρώνεται κυρίως στο ποιος θα έχει την ευθύνη για το ναυάγιο των προσπαθειών σχηματισμού κυβέρνησης συνεργασίας σε περίπτωση επανάληψης των εκλογών.
Ωστόσο, το διακύβευμα των επόμενων εκλογών είναι από τα πλέον κρίσιμα των τελευταίων ετών. Τόσο η κατάσταση στη χώρα όσο και η διεθνής συγκυρία έχουν διαμορφώσει εκρηκτικές συνθήκες που απαιτούν τολμηρές αποφάσεις και ριζοσπαστικές λύσεις. Η εισβολή του Πούτιν στην Ουκρανία και οι βαριές συνέπειές της, τα ανοιχτά γεωπολιτικά ζητήματα, η δύσκολη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας και η θωράκιση της αξιοπιστίας των θεσμών δεν αντιμετωπίζονται με προεκλογικά πυροτεχνήματα.
Αυτή τη φορά (ή τις φορές, αν χρειαστεί) θα πρέπει να δώσουμε δύσκολες απαντήσεις σε καίρια ερωτήματα: Θέλουμε να είμαστε κομμάτι της «Δύσης» και των θεσμών της ή προτιμάμε να καλοπιάνουμε τον Πουτινισμό και τον διεθνή Τραμπισμό που απειλούν να γυρίσουν την ανθρωπότητα στο σκοτάδι του μεσαίωνα;
Θέλουμε να εδραιώσουμε τη γεωπολιτική μας θέση και να αντιμετωπίσουμε τον τουρκικό αναθεωρητισμό με συνολικό σχέδιο και συμμαχίες ή προτιμάμε να απαντάμε στην προκλητική επιθετικότητα του Ερντογάν και να προσφεύγουμε κατά της τουριστικής καμπάνιας της γειτονικής χώρας αμφισβητώντας τις ακτές της στο Αιγαίο;
Θέλουμε να συνεχίσουμε να εξαρτούμε την οικονομική και φορολογική μας πολιτική από τη μάστιγα της φοροδιαφυγής ή θα υπάρξει η βούληση να παταχθεί η φοροδιαφυγή και να ανοίξει ο δρόμος για την υγιή επιχειρηματικότητα και ένα δίκαιο φορολογικό σύστημα; Θα προχωρήσουμε στην πλεονεκτική για τη χώρα μας συστηματική αξιοποίηση των ΑΠΕ ή θα επιστρέφουμε, με την πρώτη δυσκολία, στα ορυκτά καύσιμα;
Θέλουμε να ενισχύσουμε το κύρος και την αξιοπιστία των θεσμών, ιδιαίτερα της αξιοκρατίας, της διαφάνειας και της δικαιοσύνης ή προτιμάμε τη σκανδαλολογία, τα παραδικαστικά κυκλώματα, την κατάχρηση της εξουσίας και τις συνεχείς παραπομπές κρατικών λειτουργών και αξιωματούχων στα «ειδικά δικαστήρια» που εδραιώνουν στην κοινωνία την αίσθηση της θεσμικής ανασφάλειας;
Θέλουμε να απεγκλωβιστούμε από τον άγονο δικομματισμό και τα εκβιαστικά διλήμματα; Θέλουμε πολιτική σταθερότητα που στηρίζεται σε ουσιαστικές προγραμματικές συγκλίσεις και όχι σε ευκαιριακές συμπράξεις εξουσίας; Θέλουμε την εναλλαγή στην εξουσία υπεύθυνων πολιτικών δυνάμεων που θα εξασφαλίζουν τη συνέχεια του κράτους;
Στα ερωτήματα αυτά δεν χωράνε ούτε μεσοβέζικες απαντήσεις ούτε μικροκομματικές σκοπιμότητες και προσωπικές φιλοδοξίες. Τις απαντήσεις δεν πρόκειται να δώσουν ούτε ο οπαδικός φανατισμός ούτε η δήθεν αντισυστημική αποχή των απογοητευμένων ψηφοφόρων. Και όσο οι απαντήσεις θα αναβάλλονται τόσο πιο επώδυνες θα είναι αυτές που θα κληθούμε να δώσουμε την επόμενη φορά.