Η ανάγκη να υπάρξει έγκυρη και αυθεντική έκφραση των ελληνικών θέσεων στην διεθνή κοινή γνώμη σε μια περίοδο επικοινωνιακής «καταιγίδας» της Τουρκίας και μετά από αστοχίες στον επικοινωνιακό χειρισμό σοβαρών θεμάτων όπως η Τριμερής στο Βερολίνο και οι επαφές με τον ΓΓ του ΝΑΤΟ Γ.Στόλτενμπεργκ ήταν επιτακτική.
Με το άρθρο του σε ξένες εφημερίδες ο κ.Μητσοτάκης παρουσίασε την πραγματική εικόνα της κρίσης που είναι σε κορύφωση στην Ανατολική Μεσόγειο, τις ευθύνες της Τουρκίας για την απειλή ασφάλειας που δημιουργείται στην περιοχή, απέρριψε την κατηγορία που επιχειρεί να φορτώσει στην Ελλάδα η Άγκυρα ότι δήθεν απορρίπτει τον διάλογο, έθεσε το πλαίσιο επανάληψης συνομιλιών και πρόβαλε το «μαστίγιο» αλλά και το «καρώτο» για την Τουρκία. Καλώντας την Τουρκία να επιλέξει εάν η Ελλάδα θα είναι «γέφυρα η εμπόδιο» για την Εταιρική Σχέση της με την Ε.Ε..
Όμως η επιστολή του Έλληνα πρωθυπουργού έκρυβε ορισμένα μηνύματα που δεν απευθύνονται μόνο στο εξωτερικό αλλά και στο εσωτερικό
Ο πρωθυπουργός για πρώτη φορά και με ξεκάθαρο τρόπο δηλώνει μια πραγματικότητα την οποία η κοινή γνώμη αγνοεί η πάντως παραβλέπει.
«…ο Πρόεδρος Ερντογάν έστειλε το πολεμικό ναυτικό του για να στηρίξει μια προσπάθεια εξερεύνησης κοιτασμάτων φυσικού αερίου σε περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου στην οποία τόσο η Ελλάδα όσο και η Τουρκία διεκδικούν δικαιώματα και η οποία δεν έχει ακόμη οριοθετηθεί. Σύμφωνα με τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το δίκαιο της θάλασσας, επρόκειτο για μονομερή πράξη κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου».
Είναι γεγονός ότι στην περιοχή στην οποία πλέει το Oruc Reis η Ελλάδα διεκδικεί ipso facto και ab initio κυριαρχικά δικαιώματα τα οποία όμως για να ασκηθούν θα πρέπει να προηγηθεί οριοθέτηση που φυσικά αφορά και την Τουρκία. Μέχρι τότε η περιοχή «δεν ανήκει» σε κανέναν. Η αντίδραση της Ελλάδας η οποία προφανώς θα ήταν διαφορετική εάν η περιοχή ήταν οριοθετημένη, περιορίζεται έτσι σε ήπιες στρατιωτικές κινήσεις αποτροπής και καταγραφής της θέσης και σε διπλωματικό επίπεδο ότι δεν αναγνωρίζονται οι μονομερείς κινήσεις της Τουρκίας, ούτε δημιουργούν προηγούμενο.
Σε τέτοιες περιοχές που δεν υπάρχει οριοθετημένη υφαλοκρηπίδα και δυο η περισσότερες χώρες διεκδικούν δικαιώματα, κινήσεις όπως αυτές που κάνει η Τουρκία συνιστούν παραβίαση του Διεθνούς Δικαίου. Και σε αυτό αναφέρεται η Ελλάδα καταγγέλλοντας την τουρκική παράνομη συμπεριφορά θέλοντας έτσι να αποτρέψει την επέκταση αυτής της παραβίασης του Διεθνούς Δικαίου και πιθανή προσπάθεια της Τουρκίας να φθάσει μέχρι την αμφισβήτηση κυριαρχικών δικαιωμάτων ή ακόμη και ελληνικής κυριαρχίας (όπως έγινε με τα Ίμια). Η δήλωση αυτή του κ. Μητσοτάκη εξηγεί και δίνει απάντηση για ποιόν λόγο δεν... τορπιλίσθηκε το Oruc Reis όταν επιχείρησε να κάνει έρευνες στην συγκεκριμένη μη οριοθετημένη περιοχή που η Ελλάδα θεωρεί ότι εμπίπτει στην ελληνική υφαλοκρηπίδα.
Ο κ. Μητσοτάκης που παραδέχθηκε ότι η αρχική αισιοδοξία του μετά την πρώτη συνάντηση με τον Ερντογάν διαψεύσθηκε σύντομα, επέμεινε στην ανάγκη του διαλόγου και σε πολύ πιο ρεαλιστικό τόνο δήλωσε ότι είναι «ανοικτός σε διάλογο» όμως, όπως είπε, «οι ελπίδες που συνεχίζω να τρέφω για την Τουρκία δεν μου αποκρύπτουν την πραγματικότητα, γιατί χρειαζόμαστε διάλογο αλλά όχι υπό καθεστώς εκβιασμού».
Ο πρωθυπουργός στο πλαίσιο αυτό αναφέρθηκε στην μεσολαβητική προσπάθεια του Βερολίνου και της κ. Μέρκελ λέγοντας ότι οι δυο πλευρές κάθισαν και προσπάθησαν να βρουν «κοινό έδαφος».
«Καταφέραμε ακόμη και να καταλήξουμε σε «έγγραφη συμφωνία». Το αποτέλεσμα ήταν να αποσυρθεί τελικά η Τουρκία, αποκαλύπτοντας ανεπίσημες αλλά απόρρητες συζητήσεις..»
Αν και δεν έχει ακόμη διευκρινισθεί αν ήταν πράγματι γραπτή η «συμφωνία» ή είχε τον χαρακτήρα δέσμευσης ενώπιον των μεσολαβητών Γερμανών, οι πληροφορίες αναφέρουν ότι δεν επρόκειτο καν για Συμφωνία, αλλά δέσμευση της Ελ. Σουρανή και του Ι. Καλίν ότι μέχρι να αρχίσουν και όσο διαρκέσουν οι διερευνητικές συνομιλίες οι δυο πλευρές θα έχουν μορατόριουμ ερευνών και ασκήσεων.
Η «συμφωνία» αυτή δεν φαίνεται να αφορούσε οτιδήποτε άλλο ούτε προφανώς μπορούσε να αφορά την δέσμευση αποφυγής άσκησης περαιτέρω κυριαρχικών δικαιωμάτων της μιας η της άλλης πλευράς. Έτσι η Ελλάδα καθώς δεν δεσμεύονταν από αυτή την «Συμφωνία» προχώρησε στην σύναψη της Συμφωνίας μερικής οριοθέτησης με την Αίγυπτο, η οποία εξόργισε την Άγκυρα που την επικαλέστηκε προκειμένου να τινάξει την διαδικασία στον αέρα, να δημοσιοποιήσει τις συνεννοήσεις που είχε συμφωνηθεί να κρατηθούν εμπιστευτικές και λίγο πολύ να φθάσει στο σημείο να ζητά και τα ρέστα κατηγορώντας την Ελλάδα ότι είναι η πλευρά που δεν θέλει τον διάλογο.
Υπενθυμίζεται ότι η Τουρκία πριν από την συνάντηση του Βερολίνου και ενώ ήταν σε εξέλιξη οι διαβουλεύσεις έσπευσε να εκδώσει την NAVTEX της 21ης Ιουλίου απλώς για να πιέσει την Ελλάδα και να ενισχύσει την διαπραγματευτική θέση της... Και παρ όλα αυτά, ενώ η NAVTEX έμενε σε ισχύ (χωρίς να υλοποιείται), η Ελλάδα παρέμεινε στην διαδικασία του διαλόγου.
Το χαρτί της αποτροπής παραμένει στο τραπέζι και ο κ. Μητσοτάκης, αφού στο άρθρο του παρουσίασε όλο το φάσμα των απειλών που δημιουργεί η Τουρκία όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά και για την Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ, προειδοποίησε ότι «Η Ελλάδα έχει τη στρατιωτική δυνατότητα να αποκρούσει κάθε τουρκική επίθεση. Αλλά σίγουρα ένα στρατιωτικό επεισόδιο μεταξύ των δύο χωρών μας δεν είναι προς το συμφέρον κανενός…».
Ο κ. Μητσοτάκης με το άρθρο του έσπευσε να προσφέρει στην Τουρκία το «καρότο» για το οποίο η Γερμανική πλευρά πιστεύει ότι μπορεί να είναι δέλεαρ προκειμένου να υπάρξει κίνηση αποκλιμάκωσης από την Άγκυρα. Αυτό είναι η νέα εταιρική σχέση που επιζητεί η Τουρκία από τη Ε.Ε., καθώς φυσικά δεν αρκείται πλέον σε μια Ειδική Σχέση σαν κι αυτή που της πρόσφερε πριν σχεδόν δυο δεκαετίες ο κ. Σαρκοζί, ως εναλλακτική επιλογή μιας «τελειωμένης» ενταξιακής πορείας.
Ο πρωθυπουργός επιχειρεί να δείξει στην Τουρκία τον τρόπο απεμπλοκής από το αδιέξοδο, το οποίο οδηγεί σε σύγκρουση της Ε.Ε. με την Τουρκία και σε επιβολή σκληρών κυρώσεων που θα έχουν όπως επισημαίνει «οικονομικό κόστος».
Ο δρόμος που δείχνει η Αθήνα είναι η «αποχή από ναυτική και ερευνητική δραστηριότητα σε μη οριοθετημένες θαλάσσιες ζώνες και συγκράτηση της επιθετικής ρητορικής της. Και αφού συνεχισθεί ο διάλογος από εκεί που σταμάτησε στις διερευνητικές επαφές το 2016 θα πρέπει να συμφωνηθεί ότι εάν δεν επιτευχθεί Συμφωνία τότε θα υπάρξει παραπομπή στην Χάγη.
Ενώ απομένουν λίγες ώρες για την εκπνοή της τουρκικής NAVTEX που είναι σε ισχύ, μένει να αποδειχθεί εάν η Άγκυρα τουλάχιστον έπιασε τα κρυφά μηνύματα του πρωθυπουργού . Η εάν έχει επιλέξει τον άλλο δρόμο…
ΥΓ. Σοβαρή παράλειψη στο άρθρο η οποιαδήποτε αναφορά στην Κύπρο. Η αποχώρηση του Oruc Reis από μη οριοθετημένη υφαλοκρηπίδα, μπορεί να δώσει ευκαιρία στην επανέναρξη του ελληνοτουρκικού διαλόγου, αλλά όσο συνεχίζεται η παραβίαση οριοθετημένης ΑΟΖ στην Κύπρο, τόσο η πληγή θα μένει ανοικτή. Το Κυπριακό είναι δυστυχώς ή ευτυχώς πολύ μεγάλο για να μπαίνει στο ράφι...