Το σύνθημα «Ελλάς-Γαλλία-συμμαχία» έχει σφραγίσει τις σχέσεις ανάμεσα στις δύο χώρες από τα χρόνια ακόμα του αγώνα για την Εθνική ανεξαρτησία. Τις τελευταίες δεκαετίες πήρε συγκεκριμένη μορφή σε αρκετές κρίσιμες καμπές της σύγχρονης διαδρομής της χώρας.
Η Γαλλία, ανεξαρτήτως του πολιτικού «χρώματος» της εκάστοτε ηγεσίας της στήριξε αποφασιστικά την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ, συνέβαλε στην παραμονή της στην ΕΕ στα δύσκολα μνημονιακά χρόνια, στέκεται σήμερα στο πλευρό της απέναντι στις αναθεωρητικές γεωπολιτικές βλέψεις των γειτόνων μας.
Από τον καιρό της Γαλλικής επανάστασης, η Γαλλία αποτελεί ένα θεσμικό και πολιτιστικό πρότυπο δυτικής δημοκρατίας. Ωστόσο, οι πρόσφατες εκλογικές αναμετρήσεις ήρθαν να αποδείξουν με εκκωφαντικό τρόπο ότι καμιά δημοκρατία, όσο ισχυρή κι αν φαίνεται, δεν είναι δεδομένη.
Τα αντανακλαστικά της δημοκρατικής Γαλλίας δεν αφυπνίστηκαν ούτε όταν τα «κίτρινα γιλέκα» διαμόρφωναν τη δική τους λαϊκιστική Αριστερά που κατάπιε τα παραδοσιακά αριστερά κόμματα, αλλά ούτε και όταν η πλειοψηφία του 82% που είχε συντρίψει τον Λε Πεν το 2002 συρρικνώθηκε στο 58,5% που καταψήφισε την Λε Πεν στις πρόσφατες εκλογές.
Η υποτίμηση του ακροδεξιού και λαϊκιστικού κινδύνου οδήγησε ένα κρίσιμο κομμάτι των δημοκρατικών ψηφοφόρων στην αποχή από τη κάλπη της Εθνοσυνέλευσης και έφερε τη Γαλλία στο χείλος της ακυβερνησίας. Η κεκτημένη για τη Γαλλική Δημοκρατία ασφαλιστική δικλείδα της «συγκατοίκησης» είναι αδύνατον να λειτουργήσει αυτή τη φορά προς όφελος της οικονομίας, της κοινωνικής συνοχής και της πολιτικής σταθερότητας στη χώρα.
Κάτι τέτοιο θα σήμαινε την από κοινού διαχείριση της τύχης της χώρας με τις δυνάμεις της Ακροδεξιάς και της «παλαβής Αριστεράς» που συναγωνίστηκαν προεκλογικά σε ακραία συνθήματα και ακατάσχετη παροχολογία. Πολύ περισσότερο που η συγκατοίκηση αυτή πρέπει να γίνει στις συνθήκες της Ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, τη στιγμή που Λε Πεν και Μελανσόν κλείνουν το μάτι στον Πούτιν.
Στις ίδιες αυτές διεθνείς συνθήκες του πολέμου στην καρδιά της Ευρώπης και της ενεργειακής κρίσης, με τις επώδυνες για την οικονομία και τους πολίτες επιπτώσεις τους, θα διεξαχθούν οι επόμενες βουλευτικές εκλογές στη χώρα μας.
Το πολιτικό σύστημα δεν φαίνεται διατεθειμένο να κάνει πίσω από τις παραδοσιακές του προεκλογικές συνήθειες. Η συζήτηση για πρόωρες ή μη εκλογές έχει υποκαταστήσει την ουσιαστική πολιτική αντιπαράθεση για την αντιμετώπιση των προβλημάτων.
Και το κυριότερο, η συζήτηση για την επόμενη μέρα εξακολουθεί να εστιάζεται σε θέματα επικοινωνιακών εκλογικών τακτικισμών και σεναρίων περί πρώτης και δεύτερης, ίσως και τρίτης Κυριακής μακριά από τις δυνατότητες επίτευξης ρεαλιστικών συγκλίσεων και συμβιβασμών.
Η χώρα δεν θα αντέξει μια ενδεχόμενη ακυβερνησία, λίγο μόλις χρόνο μετά την έξοδό της από την «εντατική» της εποπτείας. Καμιά πολιτική δύναμη δεν δικαιούται να επιμείνει σε μια αυτοδύναμη αλαζονεία αλλά και καμιά δεν δικαιούται να θέσει όρους που θα ξεφεύγουν από μια καθαρή, διαφανή και υλοποιήσιμη προγραμματική συμφωνία.
Η Ελλάδα δεν πρέπει να μείνει ακυβέρνητη, αλλά ούτε και να εξαρτήσει το μέλλον της από τις απρόβλεπτες διαθέσεις των διαφόρων «Ελληνικών λύσεων» και «παλαβών Αριστερών». Τα μηνύματα της Γαλλίας ας δώσουν την απάντηση στο δίλημμα των Ελλήνων ψηφοφόρων.
* Ο Γιάννης Μεϊμάρογλου είναι εκδότης του ηλεκτρονικού περιοδικού metarithmisi.gr