Η στροφή του Ερντογάν στο Ισραήλ αποτελεί διπλωματική ήττα της Τουρκίας και μια προσπάθεια να περιορίσει τις ζημιές που έχει υποστεί διπλωματικά τα προηγούμενα χρόνια. Η στροφή αυτή είναι η κατάληξη μιας διαδικασίας που έχει ξεκινήσει εδώ και καιρό με την Τουρκία απεγνωσμένα να προσπαθεί να εξομαλύνει τις διπλωματικές σχέσεις με το Ισραήλ, οι οποίες ήταν παγωμένες εδώ και τουλάχιστον δέκα χρόνια.
Πρέπει να τονιστεί ότι από αυτήν την εξομάλυνση των σχέσεων η Τουρκία δεν κερδίζει κάτι ουσιαστικό, αντιθέτως πρόκειται για μια μεγάλη κυβίστηση. Από εκεί που οι απαιτήσεις της Τουρκίας πριν από έξι με επτά χρόνια ήταν πολύ μεγάλες, όχι μόνο για να ζητήσει επισήμως συγγνώμη το Ισραήλ και να καταβάλει αποζημιώσεις στις οικογένειες των θυμάτων του «Mavi Marmara», αλλά και ένα σωρό άλλα ανοιχτά ζητήματα που χρησιμοποιούσε η Τουρκία για να πιέζει το Ισραήλ. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι το ζήτημα της Χαμάς και των Παλαιστινίων.
Τώρα λοιπόν η Τουρκία έρχεται να συμβιβαστεί με την εξομάλυνση των διπλωματικών σχέσεων χωρίς να πάρει απολύτως τίποτα από την ισραηλινή πλευρά. Πρόκειται για μία μεγάλη διπλωματική ήττα και μια προσπάθεια να περιορίσει τις ζημιές που έχει υποστεί διπλωματικά η Τουρκία όλα τα προηγούμενα χρόνια.
Σε ό,τι αφορά στο Ισραήλ, αυτή η στροφή της Τουρκίας είναι μια διπλωματική νίκη καθώς εξομαλύνονται οι σχέσεις του με την Άγκυρα, χωρίς να καταβάλει το παραμικρό τίμημα. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Τουρκία είναι σημαντική για το Ισραήλ για τις εξαγωγές και γενικά για τις εμπορικές σχέσεις, οι οποίες ανέρχονται σε πολλά δισεκατομμύρια. Πρέπει να τονιστεί ωστόσο πως δεν ανατάσσονται οι διπλωματικοί συσχετισμοί στην Ανατολική Μεσόγειο. Η καχυποψία απέναντι στην Τουρκία, ο υφέρπων αντισημιτισμός του προέδρου Ερντογάν και του κόμματος AKP θα είναι πάντοτε από τα μεγάλα αγκάθια.
Εκτός όμως από τη στροφή της τουρκικής πολιτικής έναντι του Ισραήλ, το ζήτημα της προμήθειας από την Τουρκία των ρωσικών S-400 είναι πολύ σημαντικό επίσης. Κατά πάσα πιθανότητα πρόκειται για την ολοκλήρωση της σύμβασης που είχε υπογράψει η Άγκυρα με τη Μόσχα όταν προμηθεύτηκε την πρώτη συστοιχία. Δεν πρόκειται δηλαδή για μια καινούργια συμφωνία, αλλά δείχνει το πώς κινείται η Τουρκία. Προφανώς, στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει ίσως ένας υπολογισμός κακός της Τουρκίας, ότι θα μπορέσει να ανταλλάξει ενδεχομένως την ακύρωση της δεύτερης συστοιχίας με την αναβάθμιση των F-16.
Με αυτό τον τρόπο προσδοκά να διατηρήσει την πρώτη συστοιχία των S-400. Αν αυτή είναι η επιδίωξη πρόκειται για έναν λάθος υπολογισμό. Οι ανοχές σε σημαντικά κέντρα εξουσίας στην Ουάσινγκτον είναι εξαντλημένες απέναντι στην Τουρκία και μια τέτοια κίνηση θα φέρει σε πολύ δύσκολη θέση και αυτούς τους λίγους υποστηρικτές της Άγκυρας στο αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών ή ακόμα και στο αμερικανικό Κογκρέσο.
Την ίδια στιγμή βεβαίως καταδεικνύεται αυτό που υποστηρίζουμε πολλοί εδώ και καιρό, ότι η Άγκυρα έχει μπει σε μια τροχιά δορυφοροποίησης και εξάρτησης από τη Ρωσία, από την οποία δύσκολα θα βγει. Η Τουρκία εξαρτάται από τη Ρωσία στη Συρία, σε κάποιο βαθμό στη Λιβύη και για τις στρατιωτικές προμήθειες που δεν μπορεί να βρει από αλλού. Η Άγκυρα επίσης έχει ανάγκη τη συναίνεση της Ρωσίας, ώστε να φαίνεται ότι παίζει έναν ουσιαστικό και εποικοδομητικό ρόλο στην Ουκρανία. Όλα αυτά καθιστούν την περίφημη στρατηγική αυτονομία της Άγκυρας, λιγότερο αυτόνομη από αυτό που θα ήθελε ο πρόεδρος Ερντογάν και η ηγεσία του AKP.
* Ο κ. Κώστας Υφαντής είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, διευθυντής του ΙΔΙΣ