Φθάνοντας στο κατώφλι ενός επιπέδου που πριν μερικούς μήνες φαινόταν εντελώς ανέφικτο να δούμε γρήγορα μπροστά μας, ο Γενικός Δείκτης φαίνεται πως άλλαξε γνώμη και αποφάσισε να μην το περάσει με συνοπτικές διαδικασίες όπως είχε κάνει στις αρχές του 2023, όταν «πέρασε τις 1.000 μονάδες σαν σταματημένες».
Για πολλούς ανυπόμονους επενδυτές το γεγονός πως, μετά τη διάσπαση των 1.500 μονάδων και το κλείσιμο του Γενικού Δείκτη πάνω από αυτές στο τέλος της συνεδρίασης της 20ης Μαΐου, αυτός ξαναγύρισε κάτω από αυτές, ήταν κάτι που προκάλεσε μία μικρή απογοήτευση. Λογικό εδώ που τα λέμε, αφού πάντα μας ανοίγει η όρεξη για κάτι ακόμα καλύτερο όταν έχουμε πετύχει κάτι που είναι πολύ δύσκολο.
Παράλογο όμως από την άλλη μεριά, γιατί δεν είναι δυνατόν να έχουμε μία χρηματιστηριακή αγορά μονίμως ανοδική, ειδικά όταν η άνοδος του Γενικού Δείκτη από το φθινόπωρο του 2022 είναι της τάξης του 87% και από το φθινόπωρο του 2023 της τάξης του 33%.
Μπορούμε όμως να εξηγήσουμε τη δυσκολία του Γενικού Δείκτη να αφήσει πίσω του γρήγορα τις 1.500 μονάδες και με πιο ορθολογικό τρόπο. Αν δούμε τη γενική εικόνα των στατιστικών μεγεθών του Χρηματιστηρίου Αθηνών από τον Νοέμβριο μέχρι τώρα, μπορούμε να πούμε πως ο μέση ημερήσια χρηματική αξία των συναλλαγών δεν ξεπερνά τα 140 εκατομμύρια Ευρώ, συμπεριλαμβανομένων όλων των πακέτων.
Στο ίδιο χρονικό διάστημα, η νέα προσφορά μετοχών στο Χρηματιστήριο, δηλαδή οι μετοχές που πουλήθηκαν από υφιστάμενους μετόχους εισηγμένων εταιρειών (συμπεριλαμβανομένου και του Δημοσίου), οι μετοχές που εισήχθησαν μέσω διαδικασίας δημόσιας εγγραφής και αυτές που εκδόθηκαν κατά τη διαδικασία αύξησης μετοχικού κεφαλαίου ήδη εισηγμένων εταιρειών, πλησίασε σε χρηματική αξία τα 4 δισεκατομμύρια ευρώ.
Με σχετικά πρόχειρους υπολογισμούς είναι εύκολο να βρούμε πως η νέα προσφορά μετοχών αντιστοιχεί σε αξία συναλλαγών τουλάχιστον 28 συνεδριάσεων. Αν μάλιστα λάβουμε υπόψη μας πως η μέση αξία συναλλαγών σε αυτό το διάστημα έχει αυξηθεί σε σημαντικό βαθμό λόγω της εκδήλωσης αυτής της προσφοράς, αντιλαμβανόμαστε πως αυτή η προσφορά μετοχών στην πραγματικότητα αντιστοιχεί σε συναλλαγές σχεδόν δύο μηνών.
Αν κάποιος μας έλεγε πριν 12 μήνες πως θα εκδηλωνόταν τέτοια προσφορά και ο Γενικός Δείκτης του Χρηματιστηρίου θα ανέβαινε σημαντικά αντί για να πέσει, μάλλον θα τον θεωρούσαμε τρελό. Το ότι τελικά η χρηματιστηριακή μας αγορά άντεξε με άνεση αυτή την πολύ μεγάλη προσφορά είναι μία σαφής απόδειξη της μεγάλης ζήτησης που υπάρχει για τα ελληνικά περιουσιακά στοιχεία που διαπραγματεύονται σε οργανωμένες αγορές.
Η ζήτηση λοιπόν ήταν τόσο μεγάλη που απορρόφησε εύκολα αυτή την προσφορά. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως θα συνεχίσει να εκδηλώνεται τόσο έντονα. Όλα τα συστήματα χρειάζονται κάποιου τύπου ξεκούραση, από το φίδι που καταπίνει ολόκληρο βόδι και κοιμάται για μερικούς μήνες μέχρι τους επενδυτές που ανοίγουν το ένα σεντούκι μετά το άλλο προκειμένου να αγοράσουν περιουσιακά στοιχεία που θεωρούν φθηνά.
Στην περίπτωση του Χρηματιστηρίου Αθηνών είναι βέβαιο πως οι περισσότερες μετοχές που συμμετέχουν στους βασικούς χρηματιστηριακούς δείκτες διαπραγματεύονται σε ελκυστικές τιμές με βάση τα θεμελιώδη στοιχεία τους και τις προοπτικές τους για τα επόμενα χρόνια.
Αυτό φαίνεται καθαρά από τις εκθέσεις των αναλυτών των χρηματιστηριακών εταιρειών και των επενδυτικών τραπεζών, ελληνικών και διεθνών. Όπως μάλιστα επισήμανε και ο Κωνσταντίνος Χαροκόπος (Μήπως κορέστηκε η ζήτηση για μετοχές στο χρηματιστήριο; | Liberal.gr), οι ελληνικές μετοχές είναι σαφώς πιο φθηνές και ως εκ τούτου και πιο ελκυστικές από τις αντίστοιχες διεθνείς με βάση τουλάχιστον την κερδοφορία τους.
Μπορεί οι μετοχές μας να είναι φθηνές αλλά δεν είναι δυνατόν να ανεβαίνουν συνεχώς χωρίς διαλείμματα. Εκτός από τη μεγάλη προσφορά μετοχών που έχει κατακλύσει την αγορά τους τελευταίους μήνες, υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που εξηγούν τη δυσκολία άμεσης διάσπασης των 1.500 μονάδων του Γενικού Δείκτη.
Ένας από αυτούς έχει σχέση με τον κλάδο που έχει παίξει τον μεγαλύτερο ρόλο στην πιο πρόσφατη ανοδική κίνηση της αγοράς, από τα μέσα Απριλίου μέχρι πριν λίγες ημέρες. Ο τραπεζικός κλάδος ευνοήθηκε πολύ από τα καλά νέα που ήρθαν από τις ανακοινώσεις των οικονομικών αποτελεσμάτων των τραπεζών για το πρώτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους και τη γενική εκτίμηση πως οι αρχικές προβλέψεις των διοικήσεων των τραπεζών για την πορεία τους το 2024 θα αποδειχθούν μάλλον συντηρητικές.
Αυτές οι ανακοινώσεις όμως πέρασαν και αυτές τις μέρες δεν φαίνεται να υπάρχει κάποιος νέος καταλύτης για να ωθήσει ανοδικά τις μετοχές τους, παρά το ότι οι τιμές τους βρίσκονται αρκετά πιο κάτω από τους στόχους των περισσότερων χρηματιστηριακών αναλυτών.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε επίσης πως πολλές φορές οι θεσμικοί αλλά και οι ιδιώτες επενδυτές, είναι αρκετά επιφυλακτικοί στις αρχές του καλοκαιριού, λόγω του ότι στατιστικά έχει φανεί πως πολύ συχνά οι μετοχικές τοποθετήσεις που γίνονται μέσα στον Μάιο δεν αποδίδουν σύντομα καρπούς.
Η επιφυλακτικότητα αυτή είναι λογικό να συνδυάζεται και με το γεγονός πως οι μεγάλοι διεθνείς χρηματιστηριακοί δείκτες βρίσκονται (για άλλη μία φορά) σε ιστορικά υψηλά επίπεδα. Το γεγονός πως μεγάλο μέρος της διεθνούς ανόδου οφείλεται στην πολύ καλή πορεία του τεχνολογικού κλάδου, στον οποίον το ελληνικό χρηματιστήριο είναι αλήθεια πως υστερεί σε σχέση με πολλές μεγάλες διεθνείς αγορές, παίζει και αυτό κάποιον ρόλο.
Υπάρχει μία θεωρία (η οποία μας αρέσει), σύμφωνα με την οποία το χρηματιστήριο θα κάνει πάντα αυτό που είναι πιο εύκολο, όπως άλλωστε γίνεται και στη φύση. Ίσως, αυτή τη στιγμή το πιο εύκολο πράγμα να είναι η προσπάθεια της αγοράς να ξαποστάσει και να «δοκιμάσει τα νερά» για να δει ποιος δρόμος θα είναι ο πιο ξεκούραστος.
Όταν δει πως αυτός είναι ο δρόμος πέρα από τις 1.500 μονάδες, θα το καταλάβουμε και εμείς κοιτάζοντας την οθόνη μας. Όπως πάντα άλλωστε! Όσο δεν βλέπει κάτι τέτοιο, δεν πρόκειται να κάνει το επόμενο ανοδικό βήμα, όσο φθηνή και να φαίνεται η αγορά μας.