Από το 2008 έως το 2020 το ελληνικό χρηματιστήριο βίωσε μια από τις πιο «σκληρές» περιόδους σε επίπεδο μεταβλητότητας. Γεγονότα όπως η πιστωτική κρίση στις ΗΠΑ, η χρεοκοπία της Ελλάδας, τα capital controls και η πανδημία φόρτισαν την αγορά με ένταση η οποία μεταφράστηκε σε μεγάλες πτωτικές κινήσεις. Οι κινήσεις αυτές δεν άφησαν ανεπηρέαστες τις επιμέρους μετοχές, όταν το συστημικό ρίσκο αυξάνεται άνω του 40% η πιθανότητα να τιμολογηθούν με αποτελεσματικό τρόπο οι προοπτικές των επιχειρήσεων είναι πολύ μικρή. Ο εκκωφαντικός θόρυβος από την αύξηση του ασφάλιστρου κινδύνου επισκιάζει κάθε άλλη θετική ανάγνωση και βραχυπρόθεσμα συμπαρασύρει το σύνολο της Αγοράς.
Στις τοξικές χρονιές της μεγάλης μεταβλητότητας (2012, 2015, 2020) ο τραπεζικός κλάδος ήταν ο κύριος εκφραστής για την ένταση των φαινομένων. Η βελτίωση της ποιότητας των ισολογισμών, η αύξηση της κερδοφορίας και η επαναφορά του μερίσματος δεν έχουν αλλάξει μόνο τα θεμελιώδη δεδομένα αλλά φαίνεται ότι έχουν βελτιώσει και την ποιότητα του μετοχολογίου. Με τον βασικό κλάδο-φορέα της μεταβλητότητας σε ύφεση και το εξωτερικό χρηματιστηριακό περιβάλλον σε ανοδική τροχιά η φετινή χρονιά δείχνει ικανή να ισοφαρίσει ή και να νικήσει τη χαμηλότερη τιμή που έχει καταγραφεί από το 1999.
Αυτό βέβαια δεν χρειάζεται να είναι κανείς ειδικός για να το καταλάβει καθώς εμπειρικά διαπιστώνεται από τη μακρά περίοδο διαπραγμάτευσης του Γενικού Δείκτη σε ένα πολύ συγκεκριμένο εύρος διαπραγμάτευσης. Από τον Μάιο ο Γενικός Δείκτης βρίσκεται «κλειδωμένος» σε ένα εύρος διακύμανσης 100 μονάδων το οποίο έχει αντανάκλαση και στις τιμές των μετοχών κυρίως της υψηλής κεφαλαιοποίησης.
Για τους έχοντες καλή μνήμη (και αρχεία τιμών) κάτι τέτοιο είχε συμβεί και το 2005. Ο Γενικός Δείκτης από τις αρχές του έτους ως τον Αύγουστο «έπαιζε» σε ένα εύρος τιμών 10%. Μετά τη μακρά συσσώρευση ακολούθησε ράλι ανόδου με τον δείκτη να κλείνει εκείνη τη χρονιά με απόδοση 31,5%. Ωστόσο, η στατική εικόνα της Αγοράς στη μεγαλύτερη διάρκεια του 2005 οδήγησε και στον χαμηλότερο συντελεστή μεταβλητότητας που έχει καταγραφεί από το 1999, μόλις 13,3%.
Σε ανάλογα επίπεδα κινείται και η φετινή χρονιά και έχοντας πλέον ένα μεγαλύτερο σετ δεδομένων για το παρελθόν η διαφορά από τον 26ετή μέσο όρο δείχνει ότι το ΧΑ κινείται στο 50% της ετήσιας ιστορικής μεταβλητότητας. Απομένουν μόλις 49 συνεδριάσεις για να κλείσει το 2024 και αν δεν υπάρξουν εντάσεις στο γεωπολιτικό μέτωπο ή αναταράξεις μετά τις Αμερικανικές εκλογές η αγορά θα καταγράψει την πιο ήσυχη χρονιά της πρόσφατης ιστορίας της. Για κάποιους όλο αυτό μπορεί να μοιάζει βαρετό και ολίγον αδιάφορο. Για εμάς, τους παλαιούς της αγοράς, είναι μια στάση για ανάσες.