Οι «Ten Years After» ήταν ένα βρετανικό μπλουζ ροκ συγκρότημα, το οποίο δημιουργήθηκε το 1966. H έκφραση «Ten Years After», δηλαδή «Δέκα χρόνια μετά», θα μπορούσε να είναι η επικεφαλίδα όλων των άρθρων που καλύπτουν το Χρηματιστήριο σήμερα. Διότι είναι σήμερα που μετά από σχεδόν δέκα χρόνια, ο Γενικός Δείκτης του Χρηματιστηρίου Αθηνών ξεπερνάει τις 1379 μονάδες που είχαν καταγραφεί το 2014. Οι 1385 μονάδες της Παρασκευής αποτελούν μια νέα κορυφή, σε μια κεφαλαιαγορά με εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά και προοπτικές.
Ωστόσο, όπως κάθε σημαντικό γεγονός, έχει δυο αναγνώσεις. Αφού σε κάθε φάση της χρηματιστηριακής πορείας, υπάρχουν οι επενδυτές που επιλέγουν τη θετική ανάγνωση και ερμηνεία των γεγονότων, οι γνωστοί ως «ταύροι», ενώ παράλληλα υπάρχουν και οι επενδυτές που επιλέγουν την αρνητική ανάγνωση και ερμηνεία των γεγονότων, οι γνωστοί ως «αρκούδες».
Οι «αρκούδες» του Χρηματιστηρίου Αθηνών εξακολουθούν να βλέπουν τα πάντα μαύρα. Παραμένουν τραυματισμένοι από τις μνήμες του 1999 οι παλαιότεροι και από τις αντίστοιχες διηγήσεις οι νεότεροι. Παραμένουν φοβισμένοι μετά από την κατάρρευση της Lehman Brothers τον Σεπτέμβριο του 2008 και την τεραστίων διαστάσεων χρηματοπιστωτική κρίση που ακολούθησε. Και δεν είναι λίγοι όσοι θεραπεύουν ακόμα τις κεφαλαιακές πληγές των χαρτοφυλακίων τους, που προκλήθηκαν από τις τραπεζικές ανακεφαλαιοποιήσεις, που είχαν μηδενίσει στην ουσία τα χαρτοφυλάκια ακόμα και των πιο συντηρητικών επενδυτών.
Οπότε το γεγονός ότι χρειάστηκαν 10 χρόνια για να επιστρέψει ο Γενικός Δείκτης στις τιμές που είχε κατά τη διάρκεια των μνημονιακών εποχών, δεν τους συγκινεί. Αντιθέτως, τους αποθαρρύνει το γεγονός ότι χρειάστηκε ένα τόσο δυνατό ράλι διαρκείας για να επιστρέψει ο Γενικός Δείκτης σε αυτά τα αντικειμενικά χαμηλά επίπεδα. Και να διακρίνουν επομένως, ελάχιστες δυνατότητες περαιτέρω ανόδου. Εκτιμώντας ότι οι αποτιμήσεις των εισηγμένων εταιρειών δεν είναι πλέον τόσο φθηνές και ότι οι χρηματοοικονομικοί δείκτες έχουν πάψει να είναι ελκυστικοί.
Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Όχι. Οι 1379 μονάδες του 2014 και οι 1385 μονάδες του 2024, έχουν πολύ σημαντικές διαφορές.
Εστιάζοντας στους αριθμούς και μόνο, θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι o Γενικός Δείκτης του Χρηματιστηρίου Αθηνών, ήταν ακόμα πιο τραπεζοβαρής από ό, τι είναι σήμερα. Με αποτέλεσμα η σύγκριση με το 2014 να είναι απολύτως στρεβλή. Ο Γενικός Δείκτης του Χρηματιστηρίου του 2014 με τον αντίστοιχο του 2024, δεν έχουν πέραν του ονόματος τους καμιά άλλη σχέση.
Χαρακτηριστικά, αν λάβουμε υπ’ όψη μας τις ανακεφαλαιοποιήσεις και τα dilutions που έχουν μεσολαβήσει από τότε, η τιμή της Εθνικής Τράπεζας ήταν τον Μάρτιο του 2014 στα 602 ευρώ, η τιμή της Alpha Βank στα 36 ευρώ, της Eurobank στα 47 ευρώ και της Τράπεζας Πειραιώς στα 66.811 ευρώ.
Αν εστιάσουμε στο πολιτικό και οικονομικό περιβάλλον, θα πρέπει να θυμηθούμε ότι ήδη από την άνοιξη του 2014 ήταν θέμα χρόνου η άνοδος του Σύριζα στην κυβερνητική εξουσία, οπότε ήταν διάχυτη η ανησυχία που υπήρχε στην αγορά. Η Ελλάδα πάλευε να κρατηθεί στη ζωή και να προωθήσει μια σειρά από δημοσιονομικά μέτρα και μεταρρυθμίσεις που θα της επέτρεπαν να ορθοποδήσει. Η λέξη «ανάπτυξη» δεν υπήρχε στο ελληνικό λεξιλόγιο.
Οι λέξεις «κέρδη» και «επενδύσεις» ήταν χαμένες στο περίφημο χρονοντούλαπο της ιστορίας. Η δε «έξοδος» στις αγορές για άντληση κεφαλαίων ήταν ίσως τότε, το πιο σύντομο ευρωπαϊκό ανέκδοτο.
Σήμερα 10 χρόνια μετά, η Ελλάδα είναι μια άλλη χώρα. Με πολιτικούς, οικονομικούς και κοινωνικούς όρους, που συνθέτουν ένα εντελώς διαφορετικό επενδυτικό περιβάλλον. Και αυτό δεν είναι κάτι το θεωρητικό, αλλά κάτι που αποδεικνύεται στην πράξη, με τις διαδοχικές και επιτυχημένες εξόδους του Δημοσίου αλλά και του ιδιωτικού τομέα στις διεθνείς αγορές κεφαλαίων.
Η συγκλονιστική διαφορά των 1385 μονάδων του 2024, από τις 1379 μονάδες του 2014, έγκειται στην συμμετοχή των ξένων επενδυτών. Το 2014 οι ξένοι επενδυτές είχαν ήδη πάρει την άγουσα. Οι οίκοι αξιολόγησης και οι χρηματιστηριακοί αναλυτές είτε δεν ασχολούντο με την Ελλάδα, είτε εξέδιδαν εκθέσεις με αρνητικά πρόσημα και με προβληματικές προοπτικές.
Σήμερα έχουμε φτάσει στο αντίθετο ακριβώς σημείο, με αποτέλεσμα να παρατηρείται υπερκάλυψη στις εγγραφές για ομόλογα και στις δημόσιες προτάσεις για μετοχές. Και παράλληλα οι θετικές αξιολογήσεις, οι ενθουσιώδεις αναλύσεις και οι προτάσεις αγοράς ελληνικών ομολόγων και μετοχών να έχει ξεπεράσει κάθε ιστορικό προηγούμενο.
Και τώρα ερχόμαστε στον πυρήνα των ενστάσεων όσων θεωρούν ότι το χρηματιστήριο είναι ακριβό, ότι δεν έχει προοπτικές και ότι είναι μια φούσκα που σύντομα θα σκάσει. Σημασία στην παρούσα φάση στο χρηματιστήριο δεν έχει το πιστεύει ο καθένας μας, αλλά το τι πιστεύουν οι αγοραστές από το εξωτερικό, οι οποίοι επενδύουν στο αναπτυξιακό «story» της ελληνικής οικονομίας. Οι αγοραστές από το εξωτερικό συνεχίζουν να αγοράζουν παρ’ όλο που οι μετοχές είναι πράγματι ακριβότερες από ό,τι ήταν πριν από ένα χρόνο.
Εισήλθαν με στρατηγικό ενδιαφέρον στις τράπεζες. Συμμετείχαν πιεστικά στη Δημόσια Εγγραφή του Διεθνούς Αερολιμένα Αθηνών. Υπερκαλύπτουν τις εκδόσεις ομολόγων. Αγοράζουν όλες τις μετοχές του FTSE-25. Και όλα αυτά συμβαίνουν, πριν καν η Moody’s αναβαθμίσει το αξιόχρεο της Ελλάδας και μας δώσει την επενδυτική βαθμίδα.
Το κλασσικό αγγλοσαξονικό ρητό λέει «trade wat you see, not what you believe», δηλαδή να κινούμαστε στις αγορές με βάση αυτά που βλέπουμε και όχι αυτά που πιστεύουμε. Διαφορετικά θα εξακολουθούμε να βλέπουμε τα κέρδη να περνούν μπροστά μας προς τους ξένους επενδυτές και τους 15.000 ενεργούς χρηματιστηριακούς επενδυτές της Αθήνας.
Μπορεί να αλλάξουν τα πράγματα; Φυσικά. Μπορεί να αλλάξουν κατεύθυνση οι διεθνείς αγορές; Φυσικά και μπορούν. Αλλά ο φόβος για το τι μπορεί να συμβεί αύριο ή ο ριζωμένος φόβος από το παρελθόν, έχει αποδειχθεί ότι είναι κακός χρηματιστηριακός σύμβουλος. Διότι μας αποτρέπει από το να εκμεταλλευτούμε την τρέχουσα ανοδική δυναμική.
Όσον αφορά τους διαγραμματικούς στόχους για τον Γενικό Δείκτη, σύμφωνα με τους τεχνικούς αναλυτές, το επόμενο σημαντικό επίπεδο αντίστασης βρίσκεται στις 1410 μονάδες. Η ενδεχόμενη ανοδική διάσπαση του οποίου, θα προσδώσει μια καινούργια δυναμική.