Χωρίς να προλάβουμε να το συνειδητοποιήσουμε, ο Γενικός Δείκτης του Χρηματιστηρίου Αθηνών έφθασε στις 1.705,16 μονάδες και βρίσκεται 16,02% πάνω από την αρχή της χρονιάς. Πολύ δυνατή επίδοση, η οποία έχει εκπλήξει πολύ μεγάλο μέρος των συμμετεχόντων στην ελληνική χρηματιστηριακή αγορά και έχει «αφήσει έξω» πολλούς επενδυτές που πίστευαν πως θα μπορούσαν να αγοράσουν σε πιο χαμηλές τιμές.
Οδηγός του ράλι είναι μέχρι στιγμής οι τράπεζες, οι οποίες έχουν δώσει πολύ μεγαλύτερες αποδόσεις από τον Γ.Δ., έχουν ανεβάσει κατά πολύ τη συναλλακτική τους δραστηριότητα και δίνουν καθημερινά τον τόνο όσον αφορά στην κατεύθυνση κάθε συνεδρίασης.
Τα πολύ καλά τους αποτελέσματα έτους για το 2024 και οι ανακοινώσεις τους σχετικά με τις ανταμοιβές των μετόχων και τις εκτιμήσεις τους για τα επόμενα χρόνια έφεραν πολλές νέες αγορές στις μετοχές τους. Εκτός αυτού, πρέπει να επισημάνουμε πως το ράλι των ελληνικών τραπεζών δεν αποτελεί ένα μεμονωμένο φαινόμενο, καθώς ο τραπεζικός κλάδος έχει δώσει εξαιρετικές επιδόσεις σε όλα τα μεγάλα δυτικά ευρωπαϊκά χρηματιστήρια τους τελευταίους μήνες.
Βρισκόμαστε λοιπόν στην περιοχή των 1.700 μονάδων κυρίως λόγω της πολύ καλής ανόδου των τραπεζών, της επίσης πολύ καλής πορείας των ευρωπαϊκών χρηματιστηρίων αλλά και χάρη στη βοήθεια από καλά νέα μεμονωμένων επιχειρήσεων, όπως π.χ. τα πολύ καλά αποτελέσματα 2024 που ανακοίνωσε η Coca Cola Hellenic και από μεγάλες επιχειρηματικές συμφωνίες, με πιο πρόσφατα παραδείγματα την εξαγορά της Εθνικής Ασφαλιστικής από την Τράπεζα Πειραιώς και την εξαγορά της Astra Bank της Κύπρου από την Alpha Bank. Πέρα από αυτά, είναι βέβαιο πως και η αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας από την Moody’s έδωσε και αυτή μία ακόμα βοήθεια στη χρηματιστηριακή μας αγορά.
Έχουμε φτάσει αρκετά γρήγορα σε ένα επίπεδο που για πολλούς δεν θα μπορούσαμε να πετύχουμε μέσα σε ολόκληρο το 2025, είναι λογικό να αναρωτηθούμε πόσο ακόμα θα μπορέσει να ανεβεί το χρηματιστήριό μας. Έχει δρόμο μπροστά του ή μήπως εξάντλησε γρήγορα όλο το δυναμικό του; Κρατώντας ως βασική προϋπόθεση τη διατήρηση του καλού κλίματος στα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια και την αποφυγή πολύ μεγαλύτερης πτωτικής κίνησης στα αμερικανικά, μπορούμε να πούμε πως η πιθανότητα περαιτέρω ανοδικής κίνησης είναι σημαντική.
Φυσικά, έχοντας υπόψη μας πως μία αξιόλογη πτωτική κίνηση μπορεί να εκδηλωθεί στο Χρηματιστήριο Αθηνών ανά πάσα στιγμή, με οποιαδήποτε αφορμή. Τα κέρδη σε πολλές μετοχές, ειδικά των τραπεζών αλλά όχι μόνο αυτών, είναι πολύ σημαντικά και αν για κάποιον λόγο εκδηλωθούν ισχυρές πωλήσεις, είναι πολύ πιθανόν να δούμε αρκετούς επενδυτές να ακολουθούν για να προστατέψουν τα κέρδη τους.
Αν εκδηλωθεί μία τέτοια κίνηση, είναι σχεδόν βέβαιο πως θα δούμε πολλούς επενδυτές που έχουν μείνει εκτός αγοράς να βρίσκουν την ευκαιρία για να αγοράσουν και πάλι μετοχές σε κάπως πιο χαμηλές τιμές. Αυτά όμως είναι πάντα μέσα στο πρόγραμμα και αυτό που απασχολεί εμάς είναι οι προϋποθέσεις για τη συνέχιση της χρηματιστηριακής ανόδου πάνω και από τα σημερινά επίπεδα, τα καύσιμα που θα κινήσουν την αγορά όπως λέμε συχνά.
Πρώτα απ’ όλα, πρέπει να επισημάνουμε πως ακόμα και τώρα, μετά την πρόσφατη άνοδο της αγοράς μας, οι τιμές των μετοχών βρίσκονται σε γενικές γραμμές αρκετά πιο χαμηλά από αυτές που θέτουν ως στόχο στις εκθέσεις τους οι χρηματιστηριακοί αναλυτές. Αυτό ισχύει ακόμα και στην περίπτωση των τραπεζών, παρά τη μεγάλη άνοδό τους.
Αφενός οι τιμές τους στο τέλος του 2024 ήταν πολύ πιο κάτω από τους στόχους των αναλυτών και αφετέρου οι πολύ καλές επιδόσεις τους για το 2024 έφεραν και νέες αυξήσεις στις τιμές στόχους. Αν λοιπόν δεν αλλάξει προς το χειρότερο το κλίμα για τις ευρωπαϊκές τράπεζες, τότε η ανοδική κίνηση των ελληνικών δεν έχει λόγο να μη συνεχιστεί. Για να έχουμε όμως μία υγιή διατηρήσιμη άνοδο πάνω και από τα σημερινά επίπεδα, δεν είναι λογικό να συνεχίσουμε να βασιζόμαστε σχεδόν αποκλειστικά στις επιδόσεις των τραπεζικών μετοχών.
Χρειάζεται να κινηθούν πιο δυναμικά οι μετοχές των υπόλοιπων μεγάλων επιχειρήσεων που έχουν σημαντική συμμετοχή στη διαμόρφωση των τιμών των δεικτών του Χρηματιστηρίου Αθηνών και ταυτόχρονα να ζωντανέψουν και οι μετοχές μικρής και μεσαίας κεφαλαιοποίησης που για αρκετούς μήνες δεν έχουν δείξει μεγάλη ζωντάνια. Για να γίνουν αυτά πρέπει να έρθουν ευχάριστες εκπλήξεις από τις ανακοινώσεις των οικονομικών αποτελεσμάτων του 2024 για την πλειοψηφία των εισηγμένων εταιρειών που ακόμα δεν τα έχουν γνωστοποιήσει στο επενδυτικό κοινό.
Καλά αποτελέσματα, βελτιωμένες εκτιμήσεις για τη συνέχεια και γενναιόδωρες διανομές μερισμάτων είναι αυτά που πρέπει να ακούσουν οι επενδυτές για να επιστρέψουν πιο δυναμικά και να οδηγήσουν και πάλι προς τα πάνω τις εταιρείες εκτός του τραπεζικού κλάδου. Εκτός από τα αποτελέσματα, πολύ σημαντικό θετικό ρόλο θα παίξουν και ενδεχόμενες ανακοινώσεις σημαντικών επιχειρηματικών συμφωνιών στις οποίες θα πρωταγωνιστούν εισηγμένες εταιρείες, όπως και η επιτυχημένη εισαγωγή και άλλων νέων εταιρειών στο Χρηματιστήριο Αθηνών.
Στο τέλος αφήσαμε και κάτι άλλο που θα μπορούσε να σπρώξει ανοδικά την αγορά, δηλαδή το ενδεχόμενο αναβάθμισης του Χρηματιστηρίου Αθηνών (για την ακρίβεια της επίσημης έναρξης της διαδικασίας αναβάθμισής του σε ανεπτυγμένη αγορά). Μπορεί να υπάρχουν διαφωνίες σχετικά με το πόσο καλό θα κάνει στο χρηματιστήριο αλλά είναι βέβαιο πως οπωσδήποτε θα το φέρει στο διεθνές χρηματιστηριακό προσκήνιο.
Η συνέχιση της ανόδου μπορεί να ακούγεται κάπως υπεραισιόδοξη ύστερα από το πολύ καλό ξεκίνημα της ελληνικής χρηματιστηριακής αγοράς, όπως και των περισσότερων ευρωπαϊκών, ειδικά τη στιγμή που οι αμερικανικές αγορές περνούν μία φάση σχετικής ταλαιπωρίας.
Ίσως, να πρέπει να προηγηθεί ένα πτωτικό διάλειμμα αλλά αυτό δεν είναι κατ’ ανάγκην απαραίτητο, ειδικά αν οι επενδυτές του Χρηματιστηρίου Αθηνών αρχίσουν να προεξοφλούν τις μεσοπρόθεσμες θετικές εξελίξεις στην οικονομία της Ευρωπαϊκής Ένωσης σαν συνέπεια των μεγάλων αλλαγών που κυοφορούνται στη Γερμανία αλλά και σε όλη την Ε.Ε. Αν, πέρα από τα καύσιμα που αναφέραμε προηγουμένως, το Χρηματιστήριο Αθηνών τροφοδοτηθεί και με τέτοιου τύπου προσδοκίες, ο Γενικός Δείκτης μπορεί να μας εκπλήξει και πάλι θετικά, χωρίς φυσικά να μπορούμε να προσδιορίσουμε το πότε θα γίνει αυτό. Την απάντηση στο ερώτημα θα μας τη δώσει, όπως πάντα, η ίδια η αγορά.