Όταν καταλαγιάσει ο θυμός και όταν περάσει η οργή, για το τραγικό δυστύχημα που στοίχισε τη ζωή δεκάδων νέων παιδιών και αφού ξεπεράσουμε το σοκ, θα πρέπει σαν κοινωνία να κοιταχτούμε στον καθρέφτη και να αντικρίσουμε τον ίδιο μας τον εαυτό. Που αντιτίθεται στην αξιολόγηση και περιφρονεί την αποτελεσματικότητα.
Που ασπάζεται το ευτελές, το απλό και το εύκολο. Που απαξιώνει το σύνθετο, το πολύπλοκο και το δύσκολο. Και κυρίως να αντικρίσει τον ελέφαντα που ποδοπατά τη ζωή μας. Δηλαδή το νωθρό, αργό και αναποτελεσματικό κράτος και τον απαράδεκτο δημόσιο τομέα που αρνείται επίμονα να προσαρμοστεί στις ανάγκες της εποχής. Και η νοοτροπία που δεν επιτρέπει στη χώρα να κάνει βήματα μπροστά.
Μια νοοτροπία που ανατρέπεται αργά, περνώντας μέσα από μεγάλες δυσκολίες, θρυμματίζοντας στερεότυπα δεκαετιών, που επικρατούν στην εκπαίδευση, στην αξιολόγηση και στην ενσωμάτωση της τεχνολογίας. Μια τέτοια ανατροπή καταγράφεται σήμερα στο χώρο της Ανώτατης Εκπαίδευσης μέσω της Εθνικής Αρχής Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΘΑΑΕ) που εισηγείται προς το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων, τον τρόπο κατανομής της ετήσιας τακτικής χρηματοδότησης του υπουργείου προς τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Συστήματα.
Η κατανομή του 80% της επιχορήγησης γίνεται με βάση αντικειμενικά κριτήρια και του 20% με βάση ποιοτικά χαρακτηριστικά. Το ενδιαφέρον μας εστιάζεται πάνω στους ποιοτικούς δείκτες και τα επιτεύγματα του επιτυγχάνει κάθε Εκπαιδευτικό Ίδρυμα. Το σύνολο των κριτηρίων και των δεικτών ποιότητας και επιτευγμάτων που συμπληρώθηκαν από τα ΑΕΙ, εντάσσονται σε πέντε ενότητες ως εξής:
1) τη συνεχή βελτίωση των βασικών ακαδημαϊκών δραστηριοτήτων του Πανεπιστημίου,
2) την ερευνητική δραστηριότητα, την αριστεία στην έρευνα και στις επιδόσεις του επιστημονικού προσωπικού,
3) τη διασύνδεση με την κοινωνία, την αγορά εργασίας και αξιοποίηση της παραγόμενης γνώσης,
4) τη διεθνοποίηση και
5) την ποιότητα του πανεπιστημιακού περιβάλλοντος.
Η αλήθεια είναι πως το μοντέλο που ακολουθείται για τον υπολογισμό των τιμών των δεικτών, είναι σύνθετο και απαιτεί εξειδικευμένη ανάλυση. Αρκετά πιο απλή όμως είναι η καταγραφή του αριθμού των ΑΕΙ, του πλήθους των τμημάτων καθώς και του πλήθους των ενεργών προπτυχιακών φοιτητών. Και αρκετά πιο χρήσιμη για εμάς που δεν είμαστε εξειδικευμένοι στις αποτιμήσεις των τριτοβάθμιων εκπαιδευτικών αξιολογήσεων.
Σύμφωνα λοιπόν με την εισήγηση, σήμερα στη χώρα μας λειτουργούν 22 Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, σε 69 πόλεις, με 416 διαφορετικά τμήματα, στα οποία φοιτούν 376.349 ενεργούς φοιτητές. Ανάμεσα σε αυτά τα ΑΕΙ συμπεριλαμβάνονται και τα Τεχνολογικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, τα οποία αναβαθμίστηκαν μέσα σε μια νύχτα σε ΑΕΙ.
Υπάρχουν ΑΕΙ που λειτουργούν σε 3 ή 4 ή 5 ή 6 ή και 7 διαφορετικές πόλεις κάτι που αναδεικνύει τη λογική «κάθε πόλη και γήπεδο, κάθε χωριό και γυμναστήριο», με βάση την οποία αναπτύχθηκε η τριτοβάθμια εκπαίδευση για δεκαετίες. Ακολουθώντας μια πολιτική που εστίαζε περισσότερο στα τοπικά συμφέροντα, στους τοπικούς βουλευτές και τις τοπικές κοινωνίες και λιγότερο στο συνολικό σχεδιασμό της Ανώτατης Εκπαίδευσης.
Εκτός όμως από τα ανωτέρω μεγέθη που δίνουν έστω και με έμμεσο τρόπο την εικόνα μιας στρεβλής «εξωεκπαιδευτικής» πανεπιστημιακής ανάπτυξης, η εισήγηση παρουσιάζει ενδιαφέροντα δεδομένα για τα ποσοστά και τους ρυθμούς αποφοίτησης των προπτυχιακών φοιτητών από τα ΑΕΙ.
Έτσι βλέπουμε πως η αναλογία ανάμεσα στους νέους πτυχιούχους και στους τους νέους εγγραφόμενους στο ΑΕΙ βρίσκεται στο 52,21%. Αυτό σημαίνει ότι σχεδόν ο ένας στους δυο φοιτητές αποφοιτά από τα ΑΕΙ. Το μικρότερο ποσοστό της τάξης του 30,85% αντιστοιχεί Ελληνικό Μεσογειακό Πανεπιστήμιο και το μεγαλύτερο της τάξης του 82,38% το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.
Το ποσοστό των αποφοίτων στην κανονική διάρκεια σπουδών, είναι θεαματικά χαμηλότερο και βρίσκεται στο 19,62%. Με χαμηλότερο και πάλι το Ελληνικό Μεσογειακό Πανεπιστήμιο με 0,79% μαζί με τα υπόλοιπα ΑΕΙ που αποτελούν μετασχηματισμό ΤΕΙ και με μεγαλύτερο το 42,86% το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.
Τα ποσοστά είναι πράγματι αποκαρδιωτικά. Ακόμα και στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο οι πτυχιούχοι στα πέντε χρόνια βρίσκονται μόλις στο 31,5% και στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών στα τέσσερα χρόνια υπερβαίνουν μόλις το 21%.
Συμπερασματικά, ένας στους δύο φοιτητές, αποφοιτά από τα ΑΕΙ και μόλις ο ένας στους τρεις στην ώρα του. Η Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης χρησιμοποιεί όλα τα παραπάνω στοιχεία για να βοηθήσει το κράτος να αποφασίσει στο θέμα της χρηματοδότησης των ΑΕΙ. Ωστόσο, θα πρέπει και οι πολίτες να βγάλουν τα δικά τους συμπεράσματα και να απαιτήσουν ριζικές αλλαγές από τους πολιτικούς και τις κυβερνήσεις, καθώς η παθογένεια αυτή είναι διαχρονική.
Και διερωτώμεθα.
-Μήπως οι εισαχθέντες φοιτητές δεν διαθέτουν τις γνώσεις για την επαρκή παρακολούθηση των προγραμμάτων και το επιτυχές πέρασμα των εξετάσεων;
-Μήπως τα προγράμματα των σπουδών είναι παρωχημένα και δεν έχουν προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα;
-Μήπως το καθηγητικό προσωπικό δεν προσφέρει ικανοποιητικό εκπαιδευτικό έργο;
-Μήπως οι υποδομές των ΑΕΙ δεν συνθέτουν ένα ελκυστικό και αποδοτικό περιβάλλον;
Η απάντηση είναι μια. Έστω και τώρα, την τελευταία στιγμή πρέπει να βρούμε ποια είναι η χώρα με τις βέλτιστες πρακτικές και τα καλύτερα αποτελέσματα στο χώρο της Ανώτατης Εκπαίδευσης στην Ευρώπη και να μεταφέρουμε το εκπαιδευτικό πλαίσιο αυτής της χώρας με “copy paste” στη χώρα μας. Μακριά από ιδεολογίες, εμμονές, ιδεοληψίες και στερεότυπα. Μακριά από τα μικρά συμφέροντα των τοπικών κοινωνιών και βουλευτών, των συνδικαλιστών και των καθηγητών. Με μοναδικό γνώμονα την «επιβίωση» της χώρας.
Ποιο πολιτικό κόμμα θα αρνηθεί να αντιγράψουμε το εκπαιδευτικό σύστημα της Φινλανδίας ή της Ολλανδίας, που βρίσκονται στην κορυφή της Ευρώπης;
Ποιο πολιτικό κόμμα θα τολμήσει να πει «όχι» και να κρυφτεί πίσω από μικροσυμφέροντα, στην απόφαση να κάνουμε “copy – paste”, ένα δοκιμασμένο μοντέλο που αποδίδει; Ένα μοντέλο που θα κινητοποιήσει και θα απελευθερώσει δυνάμεις, γεμίζοντας με ζωντάνια, ενθουσιασμό και επιτυχία τα Πανεπιστήμια και προσφέροντας ελπίδα στη προσπάθεια της χώρας να μην καταλήξει να γίνει ένας παρίας της Ευρώπης;