Ένας νέος όρος έχει αρχίσει να χρησιμοποιείται ολοένα και περισσότερο στην καθημερινή αρθρογραφία και στις εξειδικευμένες εκθέσεις των αναλυτών. Είναι ο όρος του «διατροφικού εθνικισμού». Ένας ιδιότυπος εθνικισμός που δεν έχει να κάνει ούτε με την πατρότητα κάποιων συνταγών, αλλά ούτε και με αυτό που ονομάζουμε «τοπική κουζίνα».
Ο όρος που χρησιμοποιείται διεθνώς είναι: «food nationalism». Που υιοθετήθηκε και άρχισε να χρησιμοποιείται σε μια προσπάθεια να περιγραφεί το πρόβλημα της διατάραξης της παγκόσμιας εφοδιαστικής αλυσίδας, στο χώρο των τροφίμων.
Η αρχική διατάραξη της παγκόσμιας εφοδιαστικής αλυσίδας, εμφανίστηκε με το ξέσπασμα της πανδημίας. Άρχισαν να λείπουν εργατικά χέρια από τις καλλιεργούμενες αγροτικές εκτάσεις και τις κτηνοτροφικές μονάδες. Αυτό οδήγησε σε μείωση της βασικής και αναγκαίας παραγωγής.
Ακολούθησε η επιβράδυνση της λειτουργίας των μονάδων επεξεργασίας και μεταποίησης, που ετοίμαζαν τα τελικά προς κατανάλωση τρόφιμα. Η επιβράδυνση αυτή, επιβαρύνθηκε ακόμα περισσότερο με τα προβλήματα στο ευρύτερο χώρο των μεταφορών και της αποθήκευσης, που ακολούθησαν μετά το μπλοκάρισμα των λιμανιών.
Η διατάραξη ολοκληρώθηκε μετά την Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και τις ανησυχίες για την εμφάνιση μιας επισιτιστικής κρίσης, σαν αποτέλεσμα όχι μόνο της παύσης της ομαλής καλλιέργειας και τροφοδοσίας των αγορών με βασικά αγροτικά προϊόντα, αλλά και της ανεπαρκούς προμήθειας των αναγκαίων ποσοτήτων λιπασμάτων.
Η πανδημία και ο πόλεμος ήρθαν να προστεθούν στα προβλήματα που αντιμετωπίζει εδώ και αρκετά χρόνια η παγκόσμια αγροτική παραγωγή λόγω της κλιματικής αλλαγής. Έχουμε δει την παρατεταμένη ξηρασία στη Λατινική Αμερική να επηρεάζει την τιμή του καφέ, τις πλημμύρες στη Νοτιοανατολική Ασία να καταστρέφουν μαζικά καλλιέργειες ρυζιού.
Σήμερα αρκετές καλλιέργειες εντός θερμοκηπίων στην Ολλανδία και στην Πολωνία, γίνονται ασύμφορες λόγω του υψηλού ενεργειακού κόστους. Αλλού καθυστερεί η σπορά λόγω απουσίας εμπλουτισμού της γης με λιπάσματα. Και γενικότερα επικρατεί μια αναστάτωση που οδηγεί στην υιοθέτηση από αρκετές χώρες, του διατροφικού εθνικισμού.
Ποια είναι τα χαρακτηριστικά του διατροφικού εθνικισμού; Ένα βασικό χαρακτηριστικό είναι το εμπορικό κλείσιμο των συνόρων και η απαγόρευση εξαγωγών, όπως για παράδειγμα η απαγόρευση εξαγωγών ζάχαρης από τη Ινδία και η μείωση των εξαγωγών σιτηρών από τη ίδια χώρα. Η απαγόρευση εξαγωγών από τη Ινδία, οδήγησε στη μείωση των διαθέσιμων ποσοτήτων ζάχαρης στο Ιράν κατά 83%, που με τη σειρά του προέβη σε απαγόρευση των εξαγωγών ντομάτας, κρεμμυδιών και πατάτας με αποτέλεσμα να παρουσιαστούν ελλείψεις σε άλλες χώρες. Η Αργεντινή υιοθέτησε περιορισμούς στις εξαγωγές κρέατος και σόγιας και η Τουρκία περιόρισε τις εξαγωγές ρυζιού.
Εδώ και αρκετά χρόνια, η περίφημη παγκοσμιοποίηση δεν αφορούσε μόνο τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, τις επενδύσεις και τις κινήσεις κεφαλαίων. Αφορούσε κυρίως τη σχετικά ελεύθερη διακίνηση αγαθών και προϊόντων, από τη βιομηχανία μέχρι τα τρόφιμα. Έτσι στα ράφια των supermarkets, βρίσκαμε μάνγκο από την Κολομβία, καφέ από τη Κένυα, κρέας από τη Ιαπωνία και τσάι από την Σρι Λάνκα.
Σήμερα, αυτό το σύνθετο αγροτικό, κτηνοτροφικό και διατροφικό οικοσύστημα, που έχει ασφαλώς πέραν των οικονομικών και πολιτισμικές διστάσεις, δείχνει να ανατρέπεται και να ορθώνονται τείχη, ανάμεσα στους μέχρι πρότινος εμπορικούς εταίρους. Τα τείχη αυτά, χρησιμοποιούνται τόσο για την προστασία και εξασφάλιση των διατροφικών αναγκών των χωρών, όσο και για την άσκηση πιέσεων οικονομικής και πολιτικής φύσεως.
Για παράδειγμα, μετά από την καταστροφή της παραγωγής ρυζιού στο Πακιστάν, από τις ισχυρές βροχές και πλημμύρες, το Αφγανιστάν που ήταν ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος του Πακιστάν στο χώρο του ρυζιού, στράφηκε στην εισαγωγή ρυζιού από την Ινδία και άλλες χώρες της περιοχής, ενώ το Πακιστάν, δεν έχει καταφέρει ακόμα να καλύψει τις ανάγκες του, με δεδομένο, ότι δεν έχει και τις καλύτερες διπλωματικές σχέσεις με την Ινδία.
Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι κατά τη διάρκεια της προηγούμενης διατάραξης της παγκόσμιας επισιτιστικής ισορροπίας, είχε ξεσπάσει μεγάλη κοινωνική κρίση τον Δεκέμβριο του 2010, σε χώρες της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής, γνωστή και σαν Αραβική Άνοιξη, που είχε οδηγήσει μέχρι και σε βίαιες κυβερνητικές ανατροπές.
Η επισιτιστική κρίση που σε σημαντικό βαθμό οφείλεται στη Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, αποτελεί ένα μεγάλο όπλο στα χέρια του Κρεμλίνου, μαζί με την ενεργειακή κρίση. Αμφότερες οι κρίσεις, στοχεύουν στην ψυχολογική καταπόνηση των πολιτών της Δύσης και στην στροφή των υπολοίπων κρατών κατά της Δύσης και πάλι, ως δήθεν βασικού υπαίτιου που τα τρόφιμα δεν καταλήγουν στις λιμοκτονούσες περιοχές του πλανήτη.
Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, η ενεργοποίηση αντανακλαστικών σαν αυτά του διατροφικού εθνικισμού, μόνο επιβαρυντική θα είναι στο ήδη τεταμένο κλίμα ανασφάλειας και εχθρότητας. H λογική: «να ζήσω εγώ και να πεθάνεις εσύ», αποκτά επικίνδυνες διαστάσεις.